in

Πρωτογενείς διαπραγματεύσεις. Του Κώστα Γιαννέλου

Πρωτογενείς διαπραγματεύσεις. Του Κώστα Γιαννέλου

«Πρώτη φορά αριστερά»; Όχι. Στις εκλογές της 25ης Γενάρη μόλις το 36,34% του 63,87% των 9.911.495 εγγεγραμμένων ψηφοφόρων υπερψήφισε τον ΣΥΡΙΖΑ και στήριξε την προοπτική μιας αυτοδύναμης κυβέρνησης. Κατέστη δυνατή η συγκρότηση μιας αντιμνημονιακής συγκυβέρνησης μόνο χάρη στον ισχύοντα εκλογικό νόμο με το καλπονοθευτικό bonus των 50 εδρών και τη συνδρομή του συνασπισμού κομμάτων της λαϊκής πατριωτικής και αρχαϊζουσας δεξιάς  “Ανεξάρτητοι Έλληνες Εθνική Πατριωτική Συμμαχία, Αγροτικό Κτηνοτροφικό Κόμμα Ελλάδας, Λευκό, Πυρίκαυστος Ελλάδα, Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα Ελλάδος”.

Επομένως, δεν πρόκειται για μια αμιγώς αριστερή κυβέρνηση που έχει μπροστά της μια πλήρη τετραετή θητεία για να υλοποιήσει ένα ριζοσπαστικό όραμα. Μπορεί ως βάση της συμφωνίας να είναι το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», αλλά η υποχρεωτική συνύπαρξη στην κυβέρνηση με ένα κόμμα με το οποίο υπάρχουν μεγάλες ιδεολογικές διαφορές, καθιστά το παρών σχήμα μία «κυβέρνηση με κύριο μέλημα την ομαλή μετάβαση σε μια μετά-το-μνημόνιο εποχή». Εάν και όταν επιτευχθεί μια διακριτή μεταμνημονιακή κατάσταση στην οποία θα έχουν ακυρωθεί οι λόγοι για τους οποίους προέκυψε η ανάγκη συμφωνίας, η συνεργασία θα επανεξεταστεί και ενδεχομένως να μην ανανεωθεί. Προς το παρόν, όμως, ο σχεδιασμός και η ασκούμενη πολιτική επικεντρώνονται στην αναίρεση των συνεπειών της ανθρωπιστικής κρίσης, στην οικονομική αναδιάρθρωση και την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, με παράλληλη στόχευση τη βελτιστοποίηση της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης.

Το πρώτο σημαντικό βήμα αφορά στην έναρξη ουσιαστικών διαπραγματεύσεων της κυβέρνησης με τους ευρωπαίους ετέρους μέσα στο ισχύον περιοριστικό πλαίσιο της ΕΕ και της ΟΝΕ, που έχουν δομηθεί και λειτουργούν με οικονομικούς όρους σε ανταγωνιστικές συνθήκες παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Οι προηγούμενες κυβερνήσεις δεν διαπραγματεύθηκαν ποτέ επί της ουσίας κι αυτό διαπιστώνεται από τις πρωτόγνωρες, πυρετώδεις και έντονες διαδικασίες οι οποίες μονοπώλησαν το ενδιαφέρον όλων τις τελευταίες εβδομάδες.

Προεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ έθεσε κάποιους στόχους (όπως πρωτίστως η ακύρωση του μνημονίου με έναν και μόνο νόμο) οι οποίοι φαίνεται πως περιθωριοποιούνται από την  πολιτική επικαιρότητα. Αυτό δικαιολογημένα προκαλεί ανησυχία στα μέλη και τους ψηφοφόρους του, γιατί δημιουργεί αίσθηση ασυνέπειας και αφερεγγυότητας. Υγιής η ανησυχία αλλά και η κριτική.

Είναι αναμφισβήτητο πως στο εξωτερικό είχε εδραιωθεί ένα εξαιρετικά δυσμενές κλίμα, για την ανατροπή του οποίου απαιτείται επίμονη και συντονισμένη προσπάθεια. Σε πρώτη προσέγγιση μέσα από τους υπάρχοντες θεσμούς. Με αυτόν το σχεδιασμό πορεύθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ και κέρδισε τις εκλογές. Η προοπτική της εξόδου από την ευρωζώνη προτάθηκε από όμορους πολιτικούς χώρους και δεν έτυχε αποδοχής από τους εκλογείς. Αυτό δε σημαίνει ότι παύει άπαξ και δια παντός να είναι επιλογή. Αλλά η κυβέρνηση δεν νομιμοποιείται να αποφασίσει χωρίς να ζητήσει από τους πολίτες να τοποθετηθούν. Όχι ακόμη, όχι χωρίς να έχει προηγηθεί μια αξιοπρεπής διαπραγμάτευση. Αυτή ακριβώς η διαπραγμάτευση είναι μια συνεχής διαδικασία. Ένα στάδιο ολοκληρώθηκε, ένα άλλο ολοκληρώνεται αυτή την εβδομάδα, ένα άλλο σε 4 μήνες. Αν και δεν έχει επιτύχει ακόμη, είναι βέβαιο πως ούτε έχει αποτύχει. Είναι συμβιβασμός; Είναι υποχώρηση; Παρά το ότι σαφώς και απέχει από τις αρχικές προσδοκίες, είναι μία συντονισμένη προσπάθεια να τεθούν όροι και όρια από την ελληνική πλευρά, τον ΣΥΡΙΖΑ, χάρη στην οποία κερδίσαμε χρόνο και βρισκόμαστε, έστω και για λίγο, σε καλύτερη θέση.

Μην προδικάσουμε το αποτέλεσμα. 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Κανόνας πρώτος…

Ανακωχή και καραντίνα. Tου Ηλία Ιωακείμογλου