Της Ελένης Καλαμπάκου
Ακούγοντας πριν ενάμιση χρόνο ότι κάποια σωματεία προσέβαλαν την αντισυνταγματικότητα του νόμου για τους όρους πολιτογράφησης και συμμετοχής μεταναστών στις τοπικές εκλογές (του «νόμου για την ιθαγένεια»), γέλασα. Είχα εμπιστοσύνη στο Συμβούλιο της Επικρατείας ότι θα έκρινε απαράδεκτη την προσφυγή λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος και θα ξεμπέρδευε γρήγορα με αυτούς τους «γραφικούς», «οπισθοδρομικούς» τύπους. Είχα την πεποίθηση ότι οι δικαστές θα έδιναν κυνικά μαθήματα δικονομίας και θα τους έδειχναν γρήγορα την έξοδο, χωρίς να μπουν στην ουσία του ζητήματος. Όμως, το Δ΄ τμήμα του ΣτΕ όχι μόνο εξέτασε την ουσία, αλλά έκρινε ότι ο νόμος παραβιάζει το Σύνταγμα, ότι η συνταγματική έννοια του ελληνικού έθνους συγκροτείται μέσω του δικαίου του αίματος και ότι δήμαρχο δεν μπορούν να εκλέγουν αυτοί που πληρώνουν δημοτικά τέλη — εκτός αν ματώνουν γαλανόλευκα. Με άλλα λόγια, ανώτεροι δικαστές, εγγυητές της εφαρμογής του Συντάγματος και διάπλασης του νομικού πολιτισμού στη χώρα, ξανατραγούδησαν ρυθμικά, ηρωικά και πένθιμα: Δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Αλβανέ (Γεωργιανέ, Πακιστανέ, Αφγανέ, Ιρακινέ, Σομαλέ……..)!
Τέλος, λοιπόν, για το παραμύθι της Προόδου και του Εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας, της ευρωπαϊκής και μοντέρνας χώρας, που αν μη τι άλλο εγγυάται το κράτος δικαίου και τα δικαιώματα. Βέβαια, η απόδοση της ιθαγένειας δεν είναι ζήτημα προστασίας δικαιωμάτων, αλλά κυριαρχίας, καθώς ορίζει το πολιτικό σώμα — ποιοι συγκροτούν τον ελληνικό λαό και ποιοι όχι [1]. Ωστόσο, η ερμηνεία της συνταγματικής έννοιας του έθνους με τρόπο που αποκλείει από το πολιτικό σώμα ενεργά τμήματα του πληθυσμού –ανθρώπους που συμμετέχουν στα δημοσιονομικά βάρη, που είναι πλήρως κοινωνικά ενταγμένοι, που έχουν γεννηθεί και έχουν σπουδάσει στη χώρα και που δεν γνωρίζουν άλλη πατρίδα–, είναι τόσο ανιστόρητη συνταγματικά όσο και αντίθετη με τη δημοκρατική αρχή, καθώς ταυτίζει πλήρως το λαό-έθνος ως πολιτικό σώμα με μια καταγωγική κοινότητα αίματος, και φορτώνει στη δημοκρατική διαδικασία, στην ενεργή πολιτική συμμετοχή και πράξη, ένα βαρύ, «οπισθοδρομικό», και αταίριαστο φορτίο: το οικογενειακό δέντρο.
Σαν να μην έφτανε όμως αυτό, και ενώ η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, η απόφαση έχει αρχίσει ήδη να εμπνέει και άλλους «πατριώτες» να συνεχίσουν το δικαστικό ακτιβισμό, χρησιμοποιώντας τα επιχειρήματα που αυτός επικαλείται. Έτσι, αυτές τις μέρες ζητείται να κηρυχθεί αντισυνταγματική η κατασκευή του ισλαμικού τεμένους στον Ελαιώνα Αττικής, διότι θα οδηγήσει στην αποδόμηση της συνοχής του ελληνικού έθνους, ως λαού χριστιανών ορθοδόξων [2]. Τη φορά αυτή δεν μπορώ να γελάσω. Όχι γιατί φοβάμαι ότι η προσφυγή θα σηματοδοτήσει ενδεχομένως μια οπισθοδρόμηση από την εγγύηση της ελευθερίας της λατρείας στην Ελλάδα. Η ανέγερση ναών από πιστούς θρησκειών εκτός της επικρατούσας στη χώρα θρησκείας υπήρξε πάντα υπό νομοθετική, διοικητική και ποινική δίωξη. Αυτό που αλλάζει είναι ότι σήμερα έρχεται στην επιφάνεια, ζητώντας συνταγματική επιβεβαίωση από το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο, η υφέρπουσα ιδεολογία πίσω από όλους τους περιορισμούς: η ταύτιση του ελληνικού έθνους με την επικρατούσα κατά το Σύνταγμα θρησκεία. Και αν την εποχή του εκσυγχρονισμού, στην «υπόθεση των ταυτοτήτων», το ΣτΕ διαχώριζε με σαφήνεια την ταυτότητα του έλληνα πολίτη από την όποια εθνοτική και θρησκευτική του ταυτότητα, σήμερα, που δέκα χρόνια μετά, σε εποχή «κρίσης» και διάχυτης αντιδραστικότητας, σηκώνει τη σημαία της εθνο-εθνοτικής ταυτότητας, μπορεί κανείς να είναι σίγουρος ότι δεν θα την εξυμνήσει και με βυζαντινές ψαλμωδίες; Αν το έθνος σημαίνει ελληνικό αίμα, γιατί να μη σημαίνει και ορθοδοξία; Αν μόνο αυτοί που έχουν αίμα ελληνικό μπορούν να απολαμβάνουν τα δικαιώματα ενός πολίτη, γιατί να μην απαγορεύσουμε την άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων στους μετανάστες, όταν απειλούν τη συνοχή μας ως έθνους;
Μα γιατί, αν μη τι άλλο, πρόκειται για την άσκηση ενός κλασικού ατομικού συνταγματικού δικαιώματος, θεμελιώδους για το νεωτερικό, κοσμικό κράτος. Και η ελληνική δημοκρατία είναι νεωτερική και κοσμική.
Από την «εθνικοποίηση» της θρησκείας…
Δεν είναι βέβαια η μόνη δημοκρατία που συνδέει την ιστορία της με μια συγκεκριμένη θρησκεία. Στα περισσότερα ευρωπαϊκά Συντάγματα, η θρησκευτική ελευθερία «συμβιώνει» με ένα ιδιαίτερο καθεστώς για μια θρησκεία ή Εκκλησία. Έτσι, τα κράτη όπου επικράτησε το καθολικό δόγμα (π.χ. Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία) κοσμικοποιήθηκαν μέσω της ανεξαρτητοποίησής τους από την Αγία Έδρα, αλλά επέτρεψαν στην Καθολική Εκκλησία να διατηρήσει την κοινωνική της εξουσία, λόγω του ρόλου της στην ίδρυσή τους ή στην ταυτοποίησή τους ως έθνη. Παράλληλα, στα κράτη που επικράτησαν οι Προτεστάντες, ο εθνικός αυτοπροσδιορισμός συντελέστηκε μεν μέσω της ρήξης με την Αγία Έδρα, αλλά ενέγραψε την Προτεσταντική Εκκλησία στη δημόσια σφαίρα ως «εθνική», κάτι που οδήγησε σε καθεστώς στενής σχέσης της Πολιτείας με την Εκκλησία (π.χ. Μ. Βρετανία, Νορβηγία και Δανία). Ακόμα και στη Γαλλία, όπου η εθνική ταυτότητα σφυρηλατήθηκε μέσω της πλήρους αυτονόμησης του κράτους από τη θρησκεία και τους οργανισμούς της [3], οι καθολικές εκκλησίες συνιστούν δημόσια περιουσία και τίθενται «χαριστικά» στη διάθεση των πιστών για λατρεία, κάτι που σηματοδοτεί και έναν εθνικό-ταυτοτικό ρόλο τους [4].
Επομένως η συνταγματική κατοχύρωση μιας θρησκείας ως επικρατούσας και η μεγάλη κοινωνική-πολιτική ισχύ της Εκκλησίας της δεν είναι ανάδελφη. Αυτό που αξίζει μόνο να επισημανθεί είναι ότι οφείλεται στο ότι οι λαοί της Ανατολικής και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης «που εκχριστιανίστηκαν από το Βυζάντιο (ή αργότερα από τη Μόσχα), δεν έζησαν ποτέ είτε το διαχωρισμό Imperium και Sacerdotium με την «παπική επανάσταση» κατά τον 11ο αιώνα, είτε την προτεσταντική μεταρρύθμιση και το διαχωρισμό ανάμεσα στη σφαίρα της χάριτος και την κοσμική πόλη. Αυτή είναι η ιστορική αιτία που μέχρι σήμερα όλες οι ορθόδοξες εκκλησίες έχουν μεγαλύτερες πνευματικές και πολιτικές δυσκολίες να αποδεχθούν, να αναγνωρίσουν και να υιοθετήσουν κάποια πραγματικά πολυαρχική θεώρηση (και πρακτική) της σχέσης ανάμεσα στη θρησκευτική σφαίρα και στην κοσμική κοινωνία απ’ ό,τι οι δυτικές εκκλησίες, προτεσταντικές ή καθολικές (…)» [5].
…στη νομική της χωροθέτηση στην ιδιωτική-κοινωνική σφαίρα
Αναμφισβήτητα, λοιπόν, η εθνική ταυτοποίηση σημαδεύτηκε σε όλη την Ευρώπη και στην Ελλάδα από τη σχέση με ένα χριστιανικό δόγμα, που ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που του αναγνωρίστηκε, διπλασιάστηκε αφενός σε μια γνήσια θρησκευτική κοινότητα (religion croyante) με κανόνες προς αυτούς που την ασπάζονται ελεύθερα, αφετέρου σε μια αστική θρησκεία (religion civile) που συμβολίζει την εθνική ταυτότητα [6]. Αυτό όμως δεν απομειώνει τον κοσμικό χαρακτήρα των κρατών που «χρησιμοποίησαν» το χριστιανικό δόγμα για τη διαδικασία της εθνικής τους συγκρότησης. Διότι για όλα τα κράτη ανεξαιρέτως, και για την Ελλάδα επίσης, αναγκαίο και συγκροτητικό της υπόστασής τους στοιχείο ήταν η νομική «χωροθέτηση» της θρησκείας στην ιδιωτική σφαίρα, ο περιορισμός της στο πεδίο των δικαιωμάτων. Ως νεωτερικά κράτη, αυτό που πάση θυσία έπρεπε να διασφαλίσουν είναι μια αμιγώς πολιτική εξουσία, η οποία να μπορεί ανενόχλητη και κοσμική να λαμβάνει αποφάσεις, εγγυώμενη την ισότητα όλων ενώπιον του νόμου, ανεξαρτήτως θρησκείας. Εγγυώμενη την προστασία των δικαιωμάτων όλων των κατοικούντων στην ελληνική επικράτεια, πολιτών και μη, ανεξαρτήτως της θρησκείας τους, πλειοψηφικής ή μειοψηφικής, πλειονοτικής ή μειονοτικής. Τα δικαιώματα άλλωστε είναι εγγυήσεις για τις μειοψηφίες και όχι για τις πλειοψηφίες, που άνετα θέτουν τους όρους τους στο δημόσιο χώρο.
Δεν νοείται επομένως νεωτερικό κράτος χωρίς εγγύηση της ίσης προστασίας της ελευθερίας της πίστης και της λατρείας — ανεξαρτήτως υπηκοότητας και ανεξαρτήτως πλειονοτικής ή μειονοτικής θέσης. Η επιφύλαξη του καθεστώτος της «επικρατούσας» σε μια θρησκεία, και ενός προνομιακού νομικού πλαισίου για την Εκκλησία της, δεν σημαίνει τη θρησκευτική προτίμηση ούτε του κράτους, ούτε του λαού∙ παραπέμπει στην ιστορία, την ίδρυση και τη διαδικασία της εθνικής του ταυτοποίησης. Μια διαδικασία, ωστόσο, που δεν νοείται κλειστή, διότι καλείται να πραγματωθεί σεβόμενη τόσο τη δημοκρατική αρχή όσο και τα ατομικά δικαιώματα. Τόσο την πραγματική βίωση εντός μιας κοινωνίας και την πολιτική συμμετοχή και πράξη, όσο και την άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων, όπως είναι αυτό της θρησκευτικής λατρείας.
Ούτε η συνοχή του έθνους, λοιπόν, ούτε τα χρηστά ή κοινωνικά ήθη (δηλαδή οι συνήθειες της πλειοψηφίας) μπορούν να ανάγονται σε γνώμονες περιορισμού του πραγματικού δημοκρατικού γίγνεσθαι ή της άσκησης συνταγματικών δικαιωμάτων. Ο μόνος περιορισμός που μπορεί να τεθεί στην ανέγερση ενός λατρευτικού κτίσματος είναι πολεοδομικός. Και αν η ελληνική πολιτεία χρηματοδοτεί την ανέγερση ορθόδοξων ναών, οφείλει για όρους ισότητας, να χρηματοδοτεί και την ανέγερση τζαμιού. Εκτός αν από Ελληνική Δημοκρατία θελήσει να καταστεί και πάλι ΕΛΛΑΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ.
Η Ελένη Καλαμπάκου είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη.
από το RedNoteBook.gr
_____________
Σημειώσεις
[1] Σε αυτά τα επιχειρήματα έχουν απαντήσει ήδη πολλοί νομικοί, εύστοχα και αναλυτικά Βλ. ενδ. Θέμη Τσολάκου, Η ελληνική ιθαγένεια μεταξύ εθνικής ενσωμάτωσης και πολιτικής ένταξης, Δημήτρης Χριστόπουλος, Το ελληνικό αίμα, Χαράλαμπος Ανθόπουλος, Μετανάστες και δικαίωμα ψήφου, Λίνα Παπαδοπούλου, Λαός ή έθνος;, στην ιστοσελίδα του «Ομίλου Α. Μάνεση» http://constitutionalism.gr, στη στήλη «ΆΡΘΡΑ» και στο φάκελο «Μετανάστευση, Ιθαγένεια»
[2] Προσφυγή του μητροπολίτη Πειραιά ενάντια στην ανέγερση τεμένους
«Το ελληνικό έθνος είναι λαός χριστιανών ορθοδόξων», λέει ο Σεραφείμ, 02/01/2012, www.tovima.gr/society/article/?aid=437165&h1=true. Αξίζει να σημειωθεί ότι το επιχείρημα περί αποσύνθεσης του έθνους αναφέρεται στην απόφαση του Δ΄ τμήματος ΣτΕ 390/2011, σκέψη 9.(….). γ) ότι το δίκαιο αυτό, εξ επόψεως εσωτερικών ορίων, πρέπει να μην προσβάλλει τις ως άνω συνταγματικές αρχές, δηλαδή ούτε να επιτρέπει την είσοδο στη λαϊκή κοινότητα (λαός) αλλοδαπών προσώπων χωρίς ουσιαστικό πραγματικό δεσμό με αυτή –ιδίως με την πρόβλεψη αθρόων πολιτογραφήσεων– εις τρόπον ώστε να συγκροτείται αυθαιρέτως το συνθετικό στοιχείο του Κράτους (λαός) και το ανώτατο όργανο αυτού (λαός-εκλογικό σώμα) και, εν τέλει, να αποσυντίθεται η έννοια του έθνους, ούτε και να θέτει διατάξεις, που να επιτρέπουν την ευχερή αφαίρεση της ελληνικής ιθαγένεια(…)». Βλ. ομοίως, στον ιστότοπο του «Ομίλου Α. Μάνεση» http://constitutionalism.gr/html/ent/945/ent.1945.asp
[3] Πην. Φουντεδάκη, «Θρησκεία και Κράτος στην Ευρώπη: Εκκοσμίκευση και λειτουργική διαφοροποίηση», στο: Θρησκείες και πολιτική στη νεωτερικότητα, Θ. Λίποβατς, Ν. Δεμερτζής, Β. Γεωργιάδου (επιμ.) Κριτική, 2002, σ. 206-207.
[4] J. Bauberot, «Les laϊcites dans le monde», PUF, Que sais-je?, 2e edition 2009, σ. 65, 68-69
[5] Ot. Kallscheuer, «Ο ψυχρός πόλεμος στο χριστιανισμό», σε Θρησκείες και πολιτική στη νεωτερικότητα, Θ. Λίποβατς, Ν. Δεμερτζής, Β. Γεωργιάδου (επιμ.) Κριτική, 2002, σ.321-322 & 325.
[6] Ot. Kallscheuer, ό.π.