Την ανάλυση της Φερενίκης Βαταβάλη, Δρ. αρχιτέκτονα-πολεοδόμου, ΕΛΕ Β’ Βαθμίδας ΕΚΚΕ, του Νίκου Κατσουλάκου, Δρ. μηχανολόγου-μηχανικού, Αν. Καθηγητή ΑΕΝ Ασπροπύργου, και της Ευαγγελίας Χατζηκωνσταντίνου, Δρ. αρχιτέκτονα-πολεοδόμου, με τίτλο “Προς έναν νέο γύρο ανόδου της ενεργειακής φτώχειας: σκέψεις για μια κοινωνική προσέγγιση των ζητημάτων της ενέργειας”, δημοσιεύει το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, στο πλαίσιο της θεματικής Περιβάλλον-Κλιματική Κρίση-Οικολογία.
Το συγκεκριμένο κείμενο προσεγγίζει ένα από τα πλέον επίκαιρα ζητήματα που απασχολούν την ελληνική κοινωνία, αλλά και τη διεθνή κοινότητα στην περίοδο που διανύουμε, αυτό της ενεργειακής φτώχειας, η οποία ορίζεται ως “αδυναμία των νοικοκυριών να καλύψουν επαρκώς, με σύγχρονα μέσα και προσιτό κόστος, τις ανάγκες τους σε θέρμανση, ψύξη και χρήση συσκευών”.
Οι συγγραφείς αναδεικνύουν, μεταξύ άλλων, τις περιφερειακές ανισότητες μεταξύ Βορρά και Νότου στην Ευρώπη, σημειώνοντας ότι το ποσοστό των νοικοκυριών που βρίσκονται σε καθεστώς ενεργειακής φτώχειας στην Ελλάδα είναι περίπου 6 φορές μεγαλύτερος από χώρες όπως η Σουηδία, ενώ τονίζουν ότι “το φαινόμενο της ενεργειακής φτώχειας έχει ριζώσει στην κοινωνία μας”.
ll wp-image-102041″ />
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν επίσης τα στοιχεία που παραθέτουν οι συγγραφείς σε σχέση με το ρόλο που έπαιξε η πανδημία στην ένταση των φαινομένων της ενεργειακής φτώχειας, υπολογίζοντας ότι – ανάλογα με την περιοχή – τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης και η μακροχρόνια παραμονή στο σπίτι επιβάρυναν τα νοικοκυριά, προκειμένου να καλύψουν τις αυξημένες ανάγκες τους σε ενέργεια, με 45 έως 110 ευρώ για τις 35 ημέρες που εξετάστηκαν (άνοιξη 2020).
Οι συγγραφείς επίσης επισημαίνουν τη σημαντική διάσταση της θερινής ενεργειακής φτώχειας, η οποία αναδείχθηκε ιδιαίτερα το καλοκαίρι του 2021, με το κύμα καύσωνα που έπληξε τη χώρα, σε συνδυασμό μάλιστα με τις πυρκαγιές, που αφ’ ενός περιόρισαν τις δυνατότητες φυσικής ψύξης και αερισμού των κτιρίων, αφ’ ετέρου έθεσαν σε ακόμη μεγαλύτερη δοκιμασία τις αντοχές του δικτύου ηλεκτροδότησης. Όπως υπογραμμίζουν, “δεν έχει υπάρξει κάποια συστηματική έρευνα για τις επιπτώσεις του κύματος καύσωνα. Όμως, δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι την περίοδο του καύσωνα η χώρα μας είχε αρνητικό ρεκόρ υπερβάλλουσας θνησιμότητας – και μάλιστα σε μια περίοδο που ο αριθμός των θυμάτων της πανδημίας COVID-19 ήταν χαμηλός”.
Σε ό,τι αφορά την τρέχουσα άνοδο των τιμών του φυσικού αερίου, αλλά και του πετρελαίου και του ηλεκτρικού ρεύματος, οι συγγραφείς υπογραμμίζουν ότι ειδικά για τη χώρα μας – εκτός της διεθνούς ανόδου των τιμών της ενέργειας – το πρόβλημα επιδεινώνεται και από τη “βίαιη απολιγνιτοποίηση”, που αυξάνει το κόστος της παραγωγής ενέργειας, ενώ παράλληλα τονίζουν ότι οι κατευθύνσεις και της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας πολύ συχνά προκαλούν περαιτέρω ανισότητες, όπως ιδίως συμβαίνει με το κόστος της ενεργειακής αναβάθμισης των κτιρίων. Αναρωτιούνται δε σε ποιο βαθμό οι πάροχοι θα μπορέσουν να απορροφήσουν τις ανατιμήσεις και αν τα μέτρα της κυβέρνησης θα αποδειχθούν αποτελεσματικά.
Τέλος, στη βάση των στοιχείων και των αναλύσεών τους, οι συγγραφείς καταλήγουν σε δύο ομάδες προτάσεων πολιτικής. Η πρώτη, αφορά ορισμένα άμεσα και μεσοπρόθεσμα μέτρα για την αναχαίτιση και τον περιορισμό αυτού του νέου κύματος ενεργειακής φτώχειας και περιλαμβάνει:
Μέτρα άμεσης ανακούφισης με επέκταση των επιδοτήσεων, όχι μόνο του πετρελαίου, αλλά συνολικά των καυσίμων θέρμανσης, αλλά και ανακουφιστικά μέτρα για την εξασφάλιση δροσισμού των νοικοκυριών τους θερινούς μήνες.
Μεσοπρόθεσμα μέτρα με συνέχιση των προγραμμάτων επιδότησης για την ενεργειακή αναβάθμιση κατοικιών, σε συντονισμό και με τους ευρωπαϊκούς στόχους για μηδενικές εκπομπές στο κτιριακό απόθεμα έως το 2050, με έμφαση στην ενεργειακή αναβάθμιση ολόκληρων των κτιρίων πολυκατοικιών, αλλά και εστίαση στις κοινωνικές ομάδες που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα με την κάλυψη των ενεργειακών τους αναγκών.
Η δεύτερη ομάδα προτάσεων πολιτικής αφορά κάποιους πιο “φιλόδοξους” και “στρατηγικής σημασίας” στόχους, όπως τους χαρακτηρίζουν οι συγγραφείς, τους οποίους οι ίδιοι θεωρούν ότι θα πρέπει να εντάξουν στο λόγο και στις θέσεις τους ειδικά οι προοδευτικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις και περιλαμβάνουν:
Την επαναθεώρηση της ενέργειας ως δημόσιου αγαθού, απαραίτητου για την ανάπτυξη και την υποστήριξη ενός σύγχρονου επιπέδου ζωής.
Την αναζήτηση εναλλακτικών προσεγγίσεων και πρακτικών απέναντι στους χρηματιστηριακούς μηχανισμούς που διευκολύνουν την κερδοσκοπία και καθιστούν την ενεργειακή αγορά ιδιαίτερα περίπλοκη.
Την πραγματικά πράσινη και δίκαιη ενεργειακή μετάβαση που δε θα αλλάζει απλώς το ενεργειακό μίγμα συντηρώντας, όμως, τους ίδιους μηχανισμούς κερδοφορίας, με έμφαση στην επέκταση του θεσμού των ενεργειακών κοινοτήτων ως συστατικού στοιχείου της ενεργειακής αγοράς.
Τη ριζική αναβάθμιση του κτιριακού αποθέματος, ώστε να περιοριστεί η ενεργειακή κατανάλωση των νοικοκυριών και να βελτιωθούν συνολικά οι συνθήκες διαβίωσης στην κατοικία.
Όπως καταλήγουν στην κατακλείδα της ανάλυσής τους οι συγγραφείς, “οι επιπτώσεις της ενεργειακής φτώχειας μπορούν να μετριαστούν με άμεσες και εύκολα εφαρμόσιμες παρεμβάσεις. Όμως για να φτάσουμε στη ρίζα του προβλήματος, οι μείζονες παρεμβάσεις στο ενεργειακό τοπίο είναι απαραίτητες και χρειάζεται να έχουν κοινωνικό πρόσημο”.