«Οι άνθρωποι», γράφει ο Φίλιπ Ροθ στο Αμερικανικό ειδύλλιο, «σκέφτονται συνήθως την Ιστορία στη μακρά διάρκεια· στην πραγματικότητα, όμως, η Ιστορία είναι κάτι πολύ ξαφνικό». Ξεκομμένη από τη μακρά διάρκεια, η άνοδος του Ντόναλντ Τραμπ είναι βεβαίως ακατανόητη. Το πόσο γρήγορα, όμως, πάνε όλα από τον περασμένο Νοέμβρη, από την εξ ορισμού «ιστορική» δηλαδή εκλογή του, συνεχίζει να ξαφνιάζει.
Γράφει ο Δημοσθένης Παπαδάτος – Αναγνωστόπουλος
Το θέμα λοιπόν αυτού του σημειώματος είναι η «παράταξη» των ξαφνιασμένων. Κι αρχίζω με τον Ροθ, όπως ο αμερικανός ιστορικός Σάμιουελ Μόιν, μιλώντας για την τύχη της Τελευταίας Ουτοπίας[1], των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στην εποχή που φαίνεται τώρα να εγκαινιάζει ο Τραμπ. Η έγνοια για την τύχη «έστω των δικαιωμάτων» είναι αυτή που κινητοποιεί –και ευτυχώς– πολλούς και πολλές σήμερα στις ΗΠΑ. Και ανάμεσά τους, ό,τι η αμερικανίδα Νάνσι Φρέιζερ αποκαλεί συμμαχία του προοδευτικού νεοφιλελευθερισμού: τα μέινστριμ ρεύματα των νέων κοινωνικών κινημάτων (του φεμινισμού, του αντιρατσισμού, του πολυπολιτισμού και των ΛΟΑΤΚΙ δικαιωμάτων) από τη μια, και τον επιχειρηματικό κόσμο του υψηλής εξειδίκευσης «γνωσιακού» καπιταλισμού από την άλλη[2].
Η Ιστορία, λοιπόν, είναι κάτι πολύ ξαφνικό: Το 1977, η Διεθνής Αμνηστία παίρνει το Νόμπελ Ειρήνης για το έργο της και οι Times της Νέας Υόρκης τυπώνουν τη φράση «ανθρώπινα δικαιώματα» πέντε φορές πιο συχνά από κάθε προηγούμενη έκδοση στην ιστορία τους. Την ίδια χρονιά, ο Δημοκρατικός Τζίμι Κάρτερ, πρόεδρος τότε των ΗΠΑ, αναφέρεται στα ανθρώπινα δικαιώματα ως αρχή που μέλλει να καθοδηγεί στο εξής την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Μερικά χρόνια δε νωρίτερα, στην εκδήλωση που διοργανώνει ο ΟΗΕ στην Τεχεράνη για τα εικοσάχρονα της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο σάχης του Ιράν, ο δικτάτορας Παχλαβί, παίρνει το λόγο για κάτι αναπάντεχο: για να τιμήσει τον Πέρση αυτοκράτορα Κύρο, αναγνωρίζοντάς τον ως πατέρα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η δεκαετία του ’70, λέει ο Μόιν, είναι το ορόσημο για την ανάδειξη του «δικαιωματισμού» σε οικουμενικό κίνημα. Μία προς μία, όλες οι ουτοπίες που ένωναν και χώριζαν τον κόσμο ως εκείνη την εποχή, τώρα υποκλίνονταν και εγκατέλειπαν τη σκηνή: Ο «ελεύθερος κόσμος», που εκπροσωπούσαν οι ΗΠΑ, είχε πια το στίγμα της δεκαετούς αιματοχυσίας στο Βιετνάμ. Ο επαναστατικός μαρξισμός είχε διαστραφεί από καιρό στα φρικαλέα καθεστώτα του «υπαρκτού». Το παγκόσμιο ’68, που θα τον ανανέωνε, καθηλωνόταν στην «επαναστατική αναμονή» ή ενσωματωνόταν. Τα δε καθεστώτα που διαδέχονταν τους αποικιοκράτες, στο όνομα του παναραβικού ή του παναφρικανικού εθνικισμού, δεν διέθεταν ούτε κατά προσέγγιση την αίγλη του αντιαποικιακού αγώνα, αυτήν που ενέπνεε δηλαδή κινήματα αλληλεγγύης σε κάθε γωνιά της γης.
Χάνοντας την προωθητική τους δύναμη, τα εμβλήματα του μεταπολεμικού κόσμου άφησαν χώρο – και το χώρο αυτό ήταν που κατέλαβε η τελευταία των ουτοπιών: τα ανθρώπινα δικαιώματα. Όχι βέβαια ως έννοια – γιατί ως έννοια φυσικά προϋπήρχαν. Αλλά ως επαγγελία ενός καινούριου κόσμου που θα άξιζε να υπερασπιστεί κανείς και με τη ζωή του: ως η μόνη εναπομείνασα ηθικά άμεμπτη υπόθεση, με εμβέλεια οικουμενική όσο και εκείνη των χαμένων ουτοπιών.
Αν τόσες και τόσοι αφιερώθηκαν τόσο δραστήρια σε αυτή την υπόθεση, αν ο ανθρωπισμός επιβίωνε του τέλους των ουτοπιών, ήταν, λέει ο Μόιν, ακριβώς λόγω της ουδετερότητας των τελευταίων ουτοπιστών μπροστά στις κύριες πολιτικές διαμάχες της εποχής. Αν επρόκειτο, έτσι, για γέννημα μιας αντιπολιτικής εποχής, το κίνημα για τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν θα στεκόταν τόσο επιφυλακτικά απέναντι στις διάφορες προσπάθειες για προγραμματική εμβάθυνση. Αν πάλι ήταν καρπός μιας δημοκρατικής επανάστασης, όπως ισχυρίζονταν υποστηρικτές του, δεν θα είχε, όσο περνούσε ο καιρός, όλο και μεγαλύτερη ανάγκη το πρόγραμμα ακριβώς που απέφευγε.
Στο κλίμα αυτό, με τον Ρήγκαν να διαδέχεται πια τον Κάρτερ στην προεδρία των ΗΠΑ και τον Ψυχρό Πόλεμο σε πλήρη εξέλιξη, οι εκτός εξουσίας Δημοκρατικοί επεξεργάζονταν τη φόρμουλα του «φιλελεύθερου διεθνισμού»· μέχρι και το ’80, λέει ο Μόιν, ο όρος αυτός ακουγόταν ελάχιστα. Η πολιτική που εισηγούνταν λοιπόν η φόρμουλα αυτή έπρεπε να περιλαμβάνει «φιλελεύθερες αρχές, φιλελεύθερες συμμαχίες και φιλελεύθερα μέσα»: σκοπός της εξουσίας των ΗΠΑ ήταν «να προωθήσει τις αμερικανικές αξίες – όχι να εμπλέκεται σε ανίερες συμμαχίες με δεσποτικά και δικτατορικά καθεστώτα»[3].
Αυτό το στόχο θα υπηρετούσαν, υποτίθεται, οι Δημοκρατικοί επί Κλίντον, κι έπειτα επί Ομπάμα. Αλλά για τη διάσταση προσδοκιών και πραγματικότητας μιλά από μόνος του ο απολογισμός: Στις αρχές της χρονιάς, ο Guardian σημείωνε ότι μόνο μέσα στο 2016, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ εκτείνονταν σε 138 χώρες, «επίδοση» κατά 130% υψηλότερη από αυτήν της ηγεσίας Μπους, την ίδια δε χρονιά πρόλαβαν και έριξαν 26.171 βόμβες – τρεις ανά ώρα[4]. Ήταν ο ορισμός γι’ αυτό που λέγεται «παράδοξο του ανθρωπισμού»: η κινητοποίηση για τα ανθρώπινα δικαιώματα να είναι τόσο επιτακτική, όσο πιο απάνθρωπες οι συνθήκες που την καθιστούν αναγκαία. Μόνο που, καθώς οι συνθήκες αυτές αφορούν την πολιτική, ο νεοφιλελεύθερος ανθρωπισμός δηλώνει αναρμόδιος. Η δική του εγρήγορση, όταν δεν είναι εξόφθαλμα επιλεκτική –όταν δηλαδή δεν αφορά αυτές και όχι άλλες μειονότητες, εκείνες και όχι άλλες «ταυτότητες»–, αφορά σε κάθε περίπτωση άτομα, κατόχους (αποκλειστικά ατομικών) δικαιωμάτων – πάντως όχι κοινωνικές σχέσεις.
Aυτή ακριβώς η φόρμουλα απέτυχε τελικά να κινητοποιήσει εκατομμύρια ανάμεσα στους φτωχούς και τις μειονότητες στις ΗΠΑ Κι η ίδια άφησε παγερά αδιάφορη τη λεγόμενη «Ζώνη της Σκουριάς» — τις πολιτείες, δηλαδή, της αποβιομηχάνισης, όπου βεβαιώθηκε μια άβολη αλήθεια: ο Τραμπ δεν ήρθε στην εξουσία κυρίως γιατί ο ίδιος κατέγραψε μια ισχυρή δυναμική. Αλλά γιατί ο προοδευτικός νεοφιλελευθερισμός της Χίλαρι δεν έπεισε εργατικά και κατώτερα μεσαία στρώματα, που ο Μπέρνι Σάντερς θα είχε πιθανότητες να κινητοποιήσει.
Ότι μια συνταγή χάνει –όπως συνέβη με τον προοδευτικό νεοφιλελευθερισμό όχι μόνο στις ΗΠΑ, αλλά και στο βρετανικό ή το ιταλικό δημοψήφισμα–, δεν αρκεί από μόνο του για να την αλλάξει. Πολύ περισσότερο μάλιστα αν δεν υπάρχει καλύτερη – ή η καλύτερη έχει εγκαταλειφθεί. Αυτή λοιπόν η ηττημένη συνταγή είναι που προωθεί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Αριστεράς ο Αλέξης Τσίπρας, αναβαπτίζοντας κι αυτόν ακόμα τον Σουλτς. Και με την ελπίδα να μην τον αδικώ, η ίδια είναι που μεταφράζει στα καθημάς ο Νίκος Φίλης ως «προγραμματική σύγκλιση του ΣΥΡΙΖΑ με τη Δημοκρατική Συμπαράταξη», τώρα που η επαγγελία της φιλολαϊκής διαχείρισης του τρίτου Μνημονίου απέτυχε – όχι προς έκπληξη όλων.
Μέχρι το 2015, μια τέτοια συνταγή θα ήταν απλώς ανήκουστη: τόσο λόγω των οικονομικών συνταγών του σοσιαλφιλελεύθερου «εκσυγχρονισμού» – όσο και γιατί, ειδικά στην Ελλάδα, το ΠΑΣΟΚ βαρυνόταν με το αίσχος των οροθετικών, τον στρατοπεδικό εγκλεισμό των «χωρίς χαρτιά» και με άλλα ακόμα. Η συμφιλίωση, σήμερα, του ΣΥΡΙΖΑ με την «κανονικότητα» των μνημονίων αφήνει χώρο για αντιπαράθεση με τη Δεξιά αποκλειστικά στο επίπεδο των αξιών, του ανθρωπισμού και των δικαιωμάτων. Πόσο όμως τα κυβερνητικά πεπραγμένα κάνουν πειστική τέτοια μάχη, το δείχνουν οι πρόσφατες ανακοινώσεις οργανώσεων όπως η Διεθνής Αμνηστία. Το κρισιμότερο, λοιπόν, ως εδώ είναι άλλο. Πόσο μια φόρμουλα «προοδευτικού νεοφιλελευθερισμού» αφορά σήμερα πλειοψηφικά κοινωνικά στρώματα, τις δικές μας δηλαδή «ζώνες της σκουριάς»; Κι αν η «τελευταία ουτοπία» προσκρούει κι εδώ σήμερα, όπως και στην Αμερική, στο τέλος των προηγούμενων ουτοπιών, αν δηλαδή τα δικαιώματα είναι αδύνατο να αποκοπούν από τις κοινωνικές σχέσεις, στο πλαίσιο των οποίων αμφισβητούνται ή καταργούνται, δεν είναι άραγε το βασικό ποια ουτοπία θα αντιμετωπίσει τώρα τον επελαύνοντα τραμπισμό – χωρίς να αδιαφορεί για τα επώδυνα συμπτώματά του, χωρίς όμως να συνθηκολογεί και με τις ρίζες που τον εξέθρεψαν;
[1] Samuel Moyn, The Last Utopia. Human Rights in History, 2003
[2] Nancy Fraser, «The end of Progressive Neoliberalism», Dissent, 2.1.2017 [https://www.dissentmagazine.org/online_articles/progressive-neoliberalis…
[3] Samuel Moyn, «Βeyond Liberal Internationalism», Dissent, Winter 2017 [https://www.dissentmagazine.org/article/left-foreign-policy-beyond-liber…
[4] Medea Benjamin, «America dropped 26,171 bombs in 2016. What a bloody end to Obama’s reign», Guardian, 9.1.2017