Δανείζομαι σήμερα τον τίτλο από το σπουδαίο βιβλίο, σχετικά με τις Θέσεις για την Φιλοσοφία της Ιστορίας του Βάλτερ Μπένγιαμιν, που μας πρόσφερε πριν από μερικά χρόνια ο Μικαέλ Λεβί ( εκδόσεις Πλέθρον, 2004).
«Προμήνυμα κινδύνου», λοιπόν, χαρακτηρίζεται το συγκεκριμένο έργο του Μπένγιαμιν. Αν θυμηθούμε πως γράφτηκε, μάλιστα, το 1940, πολύ λίγο πριν από την αυτοκτονία του, και το παρανάλωμα του πυρός, στο οποίο βρέθηκε η ανθρωπότητα αμέσως μετά, ο τίτλος φαίνεται εξαιρετικά ήπιος, σχεδόν ουδέτερος και καθησυχαστικός. Θέλω να πω, λίγες μέρες πριν από την «Αποκάλυψη» του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, τα όσα γράφει ο Μπένγιαμιν στις Θέσεις μπορούν να αναγνωστούν, από την σημερινή οπτική, ως πραγματικά εσχατολογικά.
Ο Μπένγιαμιν δεν κρούει απλώς κώδωνα, βλέπει τα «έσχατα των ημερών». Και, μπροστά σ’ αυτό που έρχεται, διατυπώνει μια ρεαλιστική, που σημαίνει αναγκαστικά πεσιμιστική, στάση. Ο Μπένγιαμιν είναι πραγματικά πεσιμιστής. Όχι μόνο δεν συμφωνεί με τα σταλινικά ή σοσιαλδημοκρατικά ρεύματα ανάγνωσης της ιστορίας, ως διαρκούς και αναπόφευκτης προόδου, αλλά στέκεται μετωπικά απέναντί τους, ισχυριζόμενος πως η ιστορική τους αισιοδοξία δεν είναι παρά τύφλωση. Το σύνολο της ιστορίας, όπως την βλέπει ο ίδιος, όχι μόνο δεν επιτρέπει εφησυχασμούς, αλλά μας προσκαλεί «να χάσουμε τον ύπνο μας».
Να η περίφημη Θέση ΙΧ:
«Υπάρχει ένας πίνακας του Κλέε που ονομάζεται Angelus Novus. Απεικονίζει έναν άγγελο που μοιάζει έτοιμος να απομακρυνθεί από κάτι στο οποίο έχει στυλώσει το βλέμμα του. Τα μάτια του είναι γουρλωμένα, το στόμα του ανοιχτό, τα φτερά του αναπεπταμένα. Έτσι πρέπει να είναι η όψη που κατ’ ανάγκην έχει ο άγγελος της ιστορίας. Έχει το πρόσωπό του στραμμένο στο παρελθόν. Εκεί όπου παρουσιάζεται σ’ εμάς μια αλληλουχία γεγονότων, εκείνος βλέπει μόνο μία και μοναδική καταστροφή, η οποία δεν παύει να σωρεύει ερείπια επί ερειπίων και να τα εκτοξεύει μπρος στα πόδια του. Ο άγγελος θα ήθελε βέβαια να χρονοτριβήσει, να αφυπνίσει τους νεκρούς και να συνενώσει ότι είναι θρυμματισμένο. Όμως απ’ τη μεριά του Παραδείσου πνέει μια θύελλα που παγιδεύεται στα φτερά του, μια θύελλα τόσο δυνατή που ο άγγελος δεν μπορεί πια να τα ξανακλείσει. Αυτή τον σπρώχνει ακαταμάχητα προς το μέλλον, στο οποίο έχει στραμμένη την πλάτη του, ενώ ο σωρός των ερειπίων μπροστά του φτάνει ως τον ουρανό».
Αυτό δεν είναι απλό «προμήνυμα κινδύνου». Είναι κάτι που ξεπερνάει κατά πολύ τις δυστυχίες της περιόδου που γράφτηκε, όσο κι αν αυτές υπήρξαν τερατώδεις. Συνιστά «Φιλοσοφία της Ιστορίας», με μια καθόλου τετριμμένη και παραδοσιακή έννοια του όρου. Βλέποντας την ανθρώπινη ιστορία «από το τέλος», αδυνατεί να αντιληφθεί πώς κάποιοι προβλέπουν λαμπρά μέλλοντα.
Είναι προφανές πως η προβληματική του Μπένγιαμιν είναι εξαιρετικά επίκαιρη. Σε έναν κόσμο που γι’ άλλη μια φορά εκτροχιάζεται, ο μεγάλος μεσοπολεμικός μαρξιστής μας δίνει οδοδείκτες, για να αντιληφθούμε τι συμβαίνει απομακρύνοντας τις προφανείς, επιφανειακές, δημοσιογραφικού τύπου προσεγγίσεις. Μας υποψιάζει για το «βάθος» των φαινομένων που με αγωνία παρακολουθούμε μπροστά στα μάτια μας.
Όπως είναι γνωστό, σε ό,τι αφορά τον μαρξισμό του, ιδιότυπο, γι’ αυτό απολύτως «γνήσιο», δυο πράγματα ξεχωρίζουν.
Το πρώτο είναι ότι, όπως εμφατικά το διατυπώνει, η Επανάσταση απαιτείται, πρώτα από όλα για να αποτρέψει με κάθε μέσο την επερχόμενη καταστροφή. Να τραβήξει, δηλαδή, το χειρόφρενο έστω στο παραένα του οριστικού εκτροχιασμού. Κι αυτό δεν γίνεται χωρίς Επανάσταση, χωρίς μια απολύτως ριζική παρέμβαση στον χρόνο, που θα τον διαρρήξει δραστικά. Πάει να πει, δηλαδή, πως ο κόσμος δεν πρόκειται να σωθεί παρά μόνο δια της απολύτρωσης. Όσοι τον «σώζουν» με «προωθητικούς συμβιβασμούς», στην πραγματικότητα δεν κάνουν άλλο από το να φέρνουν τον εκτροχιασμό ακόμη πιο κοντά. Ενώ ο σκοπός, για «όσους νοιάζονται», είναι να ξεφύγουν «από τις μηδαμινότητες και τις απογοητεύσεις μια εποχής συμβιβασμών». Όπως το θέτει ο Μπένγιαμιν, στο δοκίμιό του για τον «Σουρεαλισμό»: «Πεσιμισμός προς όλες τις μεριές. Ναι, σίγουρα και ολοκληρωτικά… [Κ]υρίως, όμως, δυσπιστία και πάλι δυσπιστία απέναντι σε κάθε συμβιβασμό: είτε αφορά τάξεις, είτε λαούς, είτε άτομα».
Το δεύτερο είναι πως η Επανάσταση δικαιώνεται ιστορικά ακριβώς στο μέτρο που παίρνει εκδίκηση για το παρελθόν, για τα θύματα «της θύελλας, που έρχεται από τον Παράδεισο». Για όλα αυτά τα δισεκατομμύρια ανθρώπων, που οι ταξικές κοινωνίες, με κορωνίδα της εξαθλίωσης τον καπιταλισμό, κατασπάραξαν τις ζωές τους χωρίς κανένα έλεος. Μόνο έτσι –δηλαδή, στραμμένη προς το παρελθόν, περισσότερο από ό,τι στο μέλλον- η πολιτική πράξη διαθέτει την αναγκαία ψυχική φόρτιση, από οργή, αγανάκτηση, ιερό θυμό, χωρίς την οποία τίποτε δεν είναι εφικτό.
Από αυτήν την άποψη, ίσως τελικά να πρόκειται για «προμήνυμα κινδύνου». Στο μέτρο που ο Μπένγιαμιν μπορεί να ποντάρει στην Επανάσταση δεν είναι ο πεσιμισμός το κύριο στην σκέψη του. Στην πραγματικότητα, άλλωστε, ο πεσιμισμός, μπροστά στις τεράστιες απειλές που θέτουν σε διακινδύνευση τα πάντα είναι η μόνη δυνατή ορθολογικότητα. Που, όμως, όπως μας δείχνει ο «μεγάλος πεσιμιστής» όχι μόνο δεν αποκλείει τη διέξοδο, αλλά μας εξαναγκάζει να την σκεφτούμε εντελώς πιεστικά. Η Επανάσταση γίνεται. Το αν θα γίνει εξαρτάται από τις πράξεις και τις παραλείψεις μας- μόνο από αυτές.
Ο Μπένγιαμιν, λοιπόν, δεν θεωρεί δεδομένο κι αναπότρεπτο αυτό που πρόβλεψε ο Πρίμο Λέβι, όταν έγραψε πως «το πρωινό παράγγελμα του Άουσβιτς θα ξανακουστεί: Wstawać! (Έγερσις!)». Δεν θεωρεί ως δεδομένο κι αναπότρεπτο πως «το ολοκαύτωμα θα ξανασυμβεί». Κατανοεί, όμως, πολύ καλά πως οι πιθανότητες είναι πολύ μεγάλες και οι «δομικές αιτιότητες» μάλλον προς τα εκεί σπρώχνουν.
Ζούμε σε μια εποχή που όλα αυτά αποκτούν μια ανατριχιαστική επικαιρότητα. Έχει πολύ μεγάλη σημασία, ακριβώς τώρα, να ξαναστοχαστούμε μαζί με τον Μπένγιαμιν αυτά τα δύσκολα πράγματα. Που σημαίνει να κάνουμε το ακριβώς αντίθετο από όσους χειροκρότησαν με την ψυχή τους, αυτές τις μέρες, τον Ομπάμα, ως περίπου εμπνευστή των «αγώνων που έρχονται». Γιατί, όπως καλά μας είπε ο Μπένγιαμιν, σε τέτοιους καιρούς «προοδευτικούς» δεν βρίσκεις. Ο πόλεμος είναι ολοκληρωτικός, για όλα ή τίποτε.