Ήταν μία από τρεις ελληνικές ταινίες που ξεχώρισα στο περσινό ελληνικό πρόγραμμα του 61ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης μαζί με το “Digger” (Υποψηφιότητα της Ελλάδας για το OSCAR Διεθνούς) και το “Πρόστιμο”. O λόγος για την “Πράσινη Θάλασσα” της Αγγελικής Αντωνίου (“Oι Άγνωστοι Αθηναίοι”) εμπνευσμένη από το βιβλίο της Ευγενίας Φακίνου, “Για να δει τη θάλασσα”. Μία συμπαραγωγή Ελλάδας και Γερμανίας που κέρδισε το Βραβείο Κοινού στο Φεστιβάλ του Kitzbuhel στην Αυστρία. Από σήμερα στις ελληνικές αίθουσες.
Μετά το “Θαύμα της θάλασσας των Σαργασσών” συναντάμε και πάλι την Αγγελική Παπούλια, αυτή τη φορά σε έναν διαφορετικό ρόλο. Το σκηνικό μεταφέρεται και πάλι στην ύπαιθρο μακριά από το άστυ. Η αποκέντρωση μοιάζει με διαφυγή. Εκεί έχει την ταβέρνα του ο “Ρούλα”. Ένας βαθιά πληγωμένος άνθρωπος που προσπαθεί να ορθοποδήσει μετά το προσωπικό του ναυάγιο στη ζωή. Χρησιμοποιεί σκληρή γλώσσα απέναντι στην υποψήφια να πάρει τη δουλειά. Τη θεωρεί αλλοδαπή (“μετράει να γλιτώνεις το νοίκι”) και περνάει με τον πιο εύληπτο τρόπο την άποψη ενός μεγάλου μέρους της κοινωνίας για τους ξένους.
Στην Ελλάδα όμως από την αρχαιότητα μεγάλη σημασία είχαν οι όροι “φιλοξενία” και “σεβασμός στη διαφορετικότητα”. Πώς μεταλλαχθήκαμε άραγε μέσα στο πέρασμα των χρόνων; Σιγά σιγά το φόντο γεμίζει με τα πρόσωπα της τοπικής κοινωνίας. Ένας ένας αποκαλύπτονται στην κάμερα. Μία κλειστή κοινότητα με τις δικές της παθογένειες όπως εύκολα αντιλαμβάνεστε. Σπουδαιότερη όλων η προσωπικότητα του Κυριάκου, τον υποδύεται ο Τάσος Παλαντζίδης. Ευαίσθητος, με το σώμα του όσο περνάει ο καιρός να τον προδίδει. Καλλιτέχνης μέχρι την τελευταία του παράσταση.
Η πράσινη θάλασσα κυριολεκτικά και μεταφορικά (τσάι) αποκτά πολυδιάστατη σημασία κι ενώνει τα κομμάτια του παζλ. Ένα αφαιρετικό έργο που θέτει στο κέντρο του προβληματισμού τα ανθρώπινα αδιέξοδα. Η χρυσοχέρα Άννα πασχίζει να θυμηθεί. Κάποια στιγμή εν μέσω “κορύφωσης” τα καταφέρνει σε μεγάλο βαθμό. Ο πονεμένος Ρούλα μισεί την μουσική, δε θέλει να ακούει στο μαγαζί του την παραμικρή νότα γιατί του φέρνει στο μυαλό ένα επώδυνο παρελθόν. Τα τραύματά του είναι τόσο βαθιά που δεν τον αφήνουν να χαρεί ούτε μία στιγμή της ζωής.
Οι δρόμοι της Παπούλια και του Τσορτέκη συνδέονται και συναντιούνται. Η πρώτη ζυγίζει τα δεδομένα και παίρνει την τελική της απόφαση μπαίνοντας στο αυτοκίνητο. Ο δεύτερος θα παραμείνει εγκλωβισμένος και θα βιώνει έναν αργό καθημερινό θάνατο. Κι οι δύο όμως θα βρεθούν μπροστά σε ένα υπαρξιακό κενό. “Να σε ξέρουν όλοι και να μη σε ψάχνει κανείς” … Η εμπειρία της απόδρασης έχει μία αξία (βλέπε τα Δάση της Σιβηρίας), η αυτοκριτική, η περισυλλογή κι ο χρόνος με τον εαυτό σου καθορίζουν την επιτυχία της. Όταν νιώσεις έτοιμος σε περιμένουν ξανά δεκάδες προκλήσεις.
Αυτοί είναι οι ρυθμοί της ζωής. Αυτός είναι ο κόσμος σήμερα. Η πίεση στο άστυ, το “μίσος” δίχως αιτία στην επαρχία που δε θέλει επουδενί να παραδεχτεί πως υστερεί. Μία άρρωστη κατάσταση που διαιωνίζεται, καθώς θέλοντας και μη μπαίνουμε στα γρανάζια της μηχανής για την επιβίωση. Δύο σπουδαίοι ηθοποιοί στην υπηρεσία της Τέχνης και κατά μία έννοια στην πρώτη γραμμή ενός κοινωνικο-πολιτικού σινεμά. Συγκαταλέγεται δεδομένα στις επιλογές μου για την τρέχουσα κινηματογραφική εβδομάδα και σας προτείνω να μη το χάσετε.