in

Πόσα «εργαλεία» έχει η «εργαλειοθήκη» του ΟΟΣΑ;

Πόσα «εργαλεία» έχει η «εργαλειοθήκη» του ΟΟΣΑ;

Του Πέτρου Σταύρου

Συμφωνώντας με όλη την κριτική που αναπτύχθηκε κατά τις προηγούμενες ημέρες, περί του τρόπου ανάθεσης της περίφημης μελέτης για την «εργαλειοθήκη» στον ΟΟΣΑ που στην πραγματικότητα διαπιστώθηκε ότι ήταν στο ΙΟΒΕ και σε εγχώριους μελετητές και συμβούλους κλπ,  θα θέλαμε εδώ να προχωρήσουμε λίγο παραπέρα τον προβληματισμό της κριτικής. Θα ήταν, δηλαδή, καλό να δούμε πόσα, τελικά, «εργαλεία» περιέχει αυτή η «εργαλειοθήκη» και τι ακριβώς κάνει το καθένα.

Πριν πούμε τον αριθμό των «εργαλείων»,  να πούμε ότι η πραγματική «εργαλειοθήκη» είναι το πολυνομοσχέδιο–σκούπα και πλέον, μετά τη ψήφισή του, το πολυνομικό κατασκεύασμα που ρυθμίζει σχεδόν τα πάντα και όχι τόσο η ίδια η μελέτη του ΟΟΣΑ –ΙΟΒΕ. Αυτός ο νέος πολυνόμος του ελληνικού κράτους,  λοιπόν, με τις 520 και βάλε ρυθμίσεις (μαζί με τις νομικοτεχνικές «βελτιώσεις»), περιέχει τρία μόνο «εργαλεία»:

Το πρώτο «εργαλείο» είναι η ίδια η θεσμική–παρεμβατική δυνατότητα του κράτους να «ρυθμίζει» πλήθος αγορών προϊόντων και υπηρεσιών, να επαναρρυθμίζει τον εαυτό του, να δημιουργεί αναβαθμούς γραφειοκρατίας, να αλλάζει το χρηματικό μέγεθος της κρατικής εγγύησης για την κοινωνική ασφάλιση, να διευρύνει την αγορά εργασίας σε περιοχές ανεξάρτητης εμπορευματοπαραγωγής και ελευθεροεπαγγελματικού βιοπορισμού.

 Εδώ δεν πλήττονται μόνο οι κρατικοδίαιτες συντεχνίες, αλλά το σύνολο της μεσαίας και κατώτερης μικροαστικής τάξης, είτε είχε σχέση με το δημόσιο είτε δεν είχε.

 Η εξαναγκασμένη προλεταριοποίηση, ως κατάσταση, γίνεται το απόλυτο πεπρωμένο όλων των μικροαστικών στρωμάτων. Μέχρι χθες, τα μορφωμένα–επιστημονικά στρώματα, ο κάθε εργαζόμενος που ήθελε να αποφύγει την μισθωτή σκλαβιά, ή ακόμα και ο άνεργος που ήθελε να ξεφύγει από την φτώχεια,  ευελπιστούσε σε ένα μικρό επιχειρηματικό σχέδιο, σε μια ιδέα για μια δική του «δουλίτσα» που να του επιτρέπει ένα εισόδημα, σε κάπως καλύτερες συνθήκες από αυτές που επικρατούν για τους μισθωτούς στον σκληρό ιδιωτικό τομέα. Η μικροαστικοποίηση αντικαθίσταται από την προλεταριοποίηση, με νέες θέσεις εργασίας των 500 ευρώ,  χωρίς κοινωνική ασφάλιση.

Το δεύτερο «εργαλείο» είναι οι τράπεζες,  και μάλιστα οι τέσσερις συστημικές τράπεζες οι οποίες,  ανακεφαλαιοποιούμενες θα επιστρέψουν και τυπικά στον ιδιωτικό τομέα. Εδώ τα πράγματα είναι ακόμα πιο ξεκάθαρα. Η ΤτΕ,  δηλαδή η ίδια η ΕΚΤ,  επιθυμεί τον έλεγχο όλης της οικονομίας μέσω της διαχείρισης των όποιων νέων δανειοδοτήσεων και ως προς στο δημόσιο (αγορά βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων τίτλων) και ως προς τον ιδιωτικό τομέα (κυρίως σε εξαγωγικές επιχειρήσεις και μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους).

 Ακόμα, με το χειρισμό των «κόκκινων» δανείων, επιχειρείται ο έλεγχος της απομόχλευσης (της επιστροφής των επιχειρηματικών δανείων) του ιδιωτικού τομέα και, μέσω αυτού, η μετατόπιση σε ένα, υποτίθεται εξωστρεφές,  αναπτυξιακό υπόδειγμα. Το ερώτημα είναι γιατί αυτό να γίνει με ιδιωτικές τράπεζες και όχι με δημόσιες. Η απάντηση είναι ότι με τις ιδιωτικές τράπεζες εξασφαλίζεται καλύτερα η ομαλή κατάληξη της απομόχλευσης,  ως μιας διαδικασίας που οδηγεί με σιγουριά στην εκκαθάριση των αγορών από πτωχευμένα και αναποτελεσματικά κεφάλαια.

Το τρίτο «εργαλείο» είναι η ίδια η επιχείρηση, όποιο μέγεθος και αν έχει αυτή, αρκεί να απασχολεί κάποιον αριθμό μισθωτών εργαζομένων και να μην είναι ατομική ή οικογενειακή.  Όλες οι ρυθμίσεις του νέου θεσμικού καθεστώτος που αγγίζουν μισθούς, συντάξεις, απολύσεις, τριετίες, ωριμάνσεις αλλά ακόμα και αυτές που αφορούν τα ωράρια, την κυριακάτικη λειτουργία των μαγαζιών, την ενοικιαζόμενη εργασία και τη χρήση της ακόμα και σε δημόσια έργα κ.α, έρχονται να καταστήσουν την επιχείρηση ως τον απόλυτο τόπο επιβολής της καπιταλιστικής συνθήκης.

Μπορεί οι νέοι κατώτατοι μισθοί να είναι σε επίπεδα βαλκανικών χωρών, αλλά οι πραγματικές αμοιβές είναι ακόμα χαμηλότερες, κι αυτό γιατί στο εσωτερικό των επιχειρήσεων βασιλεύει το διευθυντικό δικαίωμα και οι ad hoc εφαρμογές των θεσμικών ρυθμίσεων. Οι νέες ρυθμίσεις, δηλαδή,  απελευθερώνουν τις δυνητικές δυνατότητες της επιχειρηματικής μονάδας να εκμεταλλεύεται, «κατά το δοκούν», την εργατική δύναμη, τη στιγμή που η μεγάλη ανεργία έχει φέρει τον κάθε εργαζόμενο στη κατάσταση να αποδέχεται κάθε όρο  και περιβάλλον εργασίας. 

Από τα παραπάνω καταλαβαίνουμε ότι οι «αγορές» λείπουν από το προσκήνιο. Το νέο αναπτυξιακό μοντέλο που προτείνουν οι κυρίαρχες δυνάμεις της Ευρώπης καταφεύγει στους μεγάλους θεσμούς του καπιταλισμού, κράτος–χρήμα–επιχείρηση, και όχι τόσο στις «ζωώδεις δυνάμεις» των αγορών, παρότι οι διάφορες «εργαλειοθήκες» προσπαθούν να καταργήσουν τις στρεβλώσεις που δημιουργούν αυτοί οι μεγάλοι θεσμοί στις τελευταίες. 

Στο σημείο αυτό φαίνεται και το χαρακτηριστικό της νέας συγκυρίας. Μια αστική κυβέρνηση δεν αρκεί να χρησιμοποιεί τον εξωτερικό οικονομικό καταναγκασμό ως δικαιολογία για να περνάει τις πολιτικές της, που δήθεν δεν τις θέλει αλλά της επιβάλλονται. Εξαναγκάζεται από τα πράγματα και από την φύση των «εργαλείων» που χρησιμοποιεί να κάνει την «εργαλειοθήκη» πρόγραμμά της. Ο νέος νόμος είναι το αναπτυξιακό  πρόγραμμα των κομμάτων που συμμετέχουν στη κυβερνητική κοινοπραξία εν όψει των  εκλογών του επόμενου διαστήματος.

Πηγή: Rednotebook

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Πατρίδα τους οι Μυστικές Υπηρεσίες και το παρακράτος

Εορταστικό ωράριο από τη Πέμπτη στα εμπορικά καταστήματα