Τι κοινό έχουν μία νορβηγική σοσιαλιστική χορωδία, που παίζει το «Γενικό Άσμα» του Νερούντα, με τις «Βάκχες», τον «Αγαμέμνονα» ή με το έργο ο «Επιθεωρητής» του Γκόγκολ; Ποια είναι η σχέση τους με η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, με τις αρχαιολογικές ομιλίες στο Δίον ή με την «Φαύστα» του Μποστ; Το κοινό στοιχείο τους είναι η υπεράσπιση του πολιτισμού σε εποχές κρίσης και αποδόμησης του κοινωνικού κράτους στη χώρα μας.
Διαβάζοντας αυτές τις μέρες —σε εποχές έξαρσης της φεστιβαλικής δραστηριότητας τόσο του ΟΡΦΕΟ όσο και των άλλων φεστιβάλ στη χώρα μας—το μεταθανάτιο βιβλίο του μείζονος ιστορικού και λάτρη της τζάζ Έρικ Χόμπσμπάουμ («Θρυμματισμένοι καιροί», Θεμέλιο 2013) σταμάτησα σε ένα δοκίμιο με θέμα του τη μοίρα των φεστιβάλ στον σύγχρονο ευρωπαϊκό κόσμο.
Βεβαίως ο άγγλος ιστορικός μιλάει στο Ζάλτσουμπουργκ αλλά η θεματολογία του είναι ευρύτερη: υπολογίζει τα σοβαρά ποικίλα φεστιβάλ στην ευρώπη του τέλους του 20ού αιώνα σε 1500 και τονίζει τη μεγάλη σημασία τους στη δημιουργία μιας εκλεπτυσμένης και καλλιεργημένης συνείδησης των πολιτών (από την όπερα μέχρι την τζάζ, τη ροκ και την μοντέρνα μουσική, το βιβλίο και τον κινηματογράφο).
Επιμένει στη σημασία και την αξία αυτών των φεστιβάλ και κάνει την παρατήρηση πως μικρότεροι πληθυσμοί και περιφερειακές κοινότητες, οι μικρότερες πόλεις και όχι οι μεγαλουπόλεις διαθέτουν τα σημαντικότερα φεστιβάλ τα οποία και κινητοποιούν τον κόσμο και δημιουργούν την αίσθηση μιας πολιτισμικής κοινότητας.
Πέρα από τα αυτονόητα οικονομικά και χορηγικά πακέτα και την εμπορευματοποίηση πολλών φεστιβαλικών δραστηριοτήτων φαίνεται τελικά πως τα φεστιβάλ καταφέρνουν και κινητοποιούν τον κόσμο, ενισχύουν το αίσθημα τού ανήκειν σε μια πολιτισμική ομάδα, προσφέρουν έναν ορίζοντα διαλόγου με τον πολιτισμό που παράγεται ή έχει παραχθεί σε διάφορες φάσεις της περασμένης ιστορίας (κλασική μουσική, θέατρο, λαϊκή παράδοση κλπ).
Αλλά και για τον λαϊκό άνθρωπο, τον καθημερινό πολίτη, η φεστιβαλική δραστηριότητα μπορεί να φανεί χρήσιμη και ουσιαστική αφού η κουλτούρα, ο πολιτισμός δεν κληρονομείται αλλά μαθαίνεται. Για παράδειγμα, στο λίαν κατατοπιστικό κείμενό της για τον λαϊκό πολιτισμό η κοινωνική ανθρωπολόγος και λαογράφος Ελεωνόρα Σκουτέρη-Διδασκάλου παραθέτει καμιά εικοσαριά ερμηνείες του όρου πολιτισμός–από τον Νικόλαο Πολίτη μέχρι τους νεωτερικούς Φουκό και Ντεριντά (« Όρια και αντιστάσεις της λαϊκής μνήμης : από τις πολιτιστικές αναβιώσειςστην πολιτισμική επιβίωση» http://orpheus.ee.duth.gr/dromena/palies).
Σύμφωνα έναν ορισμό που διατύπωσε ο πατριάρχης της αμερικανικής ανθρωπολογίας, ο Franz Boas, γράφει η Σκουτέρη, «πολιτισμός (culture) είναι το βιωμένο σύνολο της κοινωνικά αποκτημένης συμπεριφοράς μιας ομάδας: η γνώση αυτής της συμπεριφοράς παραδίδεται από γενιά σε γενιά με το παράδειγμα και την πράξη». Στην ίδια κατεύθυνση βρίσκεται ο ορισμός στον οποίο κατέληξαν οι πολιτισμικοί ανθρωπολόγοι Alfred Kroeber και Clyde Kluckhohn’ ότι, δηλαδή, πολιτισμός (culture) είναι το σύνολο των γνώσεων και των συμπεριφορών (τεχνικών, οικονομικών, τελετουργικών, θρησκευτικών, κοινωνικών κ.ά.), οι οποίες χαρακτηρίζουν κάθε συγκεκριμένη ανθρώπινη ομάδα ή κοινωνία. Και ολοκληρώνει το άρθρο της η Σκουτέρη-Διδασκάλου: «Συμπέρασμα; Ο πολιτισμός είναι ταυτοχρόνως διαδικασία μάθησης και συγκεκριμένο σύνολο γνώσεων. Άρα: ο πολιτισμός δεν κληρονομείται, μαθαίνεται».
Προς αυτήν όμως την κατεύθυνση του «μαθαίνεται» και πώς αυτό μπορεί να επιτευχθεί μένουν πολλά ακόμη να γίνουν—από τις δομές του συνετταγμένου κράτους και τις διάσπαρτες συλλογικότητες μέχρι τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις.
*Ο Αντώνης Κάλφας είναι ποιητής και φιλόλογος