Τη δεκαετία του ‘90, η Ελλάδα μετατρέπεται σταδιακά από χώρα αποστολής, σε χώρα υποδοχής μεταναστών και μεταναστριών. Η αντίδραση του ελληνικού κράτους, αλλά και μιας στιβαρής κοινωνικής πλειοψηφίας, ήταν βίαια ρατσιστική: αόρατοι φόνοι στα σύνορα, πυροβολισμοί κατά μεταναστών στα χωράφια για «ένα κλεμμένο καρπούζι», συγκεντρώσεις «λαθρομεταναστών» στα γήπεδα, βασανιστήρια, εξευτελισμοί, μαζικές απελάσεις. Φυσικά το ελληνικό κράτος δεν είναι το μόνο που απαντά με αυτό τον τρόπο: στη γειτονική Ιταλία, το Πολεμικό Ναυτικό πυροβολεί, διεμβολίζει και βυθίζει τα πλοία των μεταναστών, σε περιστατικά που θυμίζουν έντονα το πρόσφατο έγκλημα.
Λίγα χρόνια μετά το πρώτο σοκ, αρχίζει να συγκροτείται το αντιρατσιστικό κίνημα, αλλά και να αυτοοργανώνονται οι ίδιοι/ες μετανάστες/τριες, με ορόσημο τα πρώτα αντιρατσιστικά φεστιβάλ. Το ’97 στη Θεσσαλονίκη, η πρώτη αντιρατσιστική συναυλία -αυτή που εκ των υστέρων θα αριθμηθεί ως 1ο αντιρατσιστικό φεστιβάλ- συμπίπτει με την ίδρυση των πρώτων συλλόγων Αλβανών μεταναστών (ο Σύλλογος «Μητέρα Τερέζα» συνεχίζει από τότε ως σήμερα, αποτελώντας μάλλον την αρχαιότερη δομή αυτοοργάνωσης). Πρώτο κι αυτονόητο αίτημα, η νομιμοποίηση.
Σταδιακά, αρχίζει μια κάποια κανονικοποίηση, με τα πρώτα διατάγματα και μετά τους νόμους για τη «νομιμοποίηση». Δεν έλυσαν φυσικά τα προβλήματα, ίσα – ίσα, οργάνωσαν τον αποκλεισμό. Αλλά, αν μας ενδιαφέρουν οι ζωές των ανθρώπων κι όχι η αφηρημένη πολιτική αντιπαράθεση, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ήταν μια ανακούφιση. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι κατάφεραν να στήσουν μια κάπως πιο φυσιολογική ζωή. Ποτέ δεν ισχυριστήκαμε ότι οι νόμοι αυτοί ήταν «νίκη» του αντιρατσιστικού κινήματος. Είναι όμως σαφές ότι καμιά υποχώρηση του κράτους δεν έρχεται από μόνη της κι ότι οι όροι της νομιμοποίησης αποτέλεσαν έκτοτε ένα ανοιχτό πεδίο κοινωνικού ανταγωνισμού.
Το 2001, με την αμερικάνικη εισβολή στο Αφγανιστάν, αρχίζουν να φτάνουν οι πρώτοι πρόσφυγες από την ανατολή. Το αντιρατσιστικό κίνημα διαμορφώνει αμέσως την κεντρική του γραμμή στο νέο αυτό μέτωπο: «άσυλο, αλληλεγγύη, ανοιχτά σύνορα στους πρόσφυγες». Τα επόμενα χρόνια λοιπόν εστιάζει στον Έβρο, το Αιγαίο, τα νέα κέντρα κράτησης: συνεχείς κινητοποιήσεις στα κέντρα των πόλεων αλλά και στη Βέννα, το Φυλάκιο, την Πάτρα, την Ηγουμενίτσα, τα Χανιά, τον Βόλο. Σχεδόν καμιά καραβιά ή κανένα καραβάνι δεν έμεινε μόνο του.
Παράλληλα, μέσα από το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα και τα Κοινωνικά Φόρουμ, δημιουργούνται οι πρώτες διεθνείς δικτυώσεις και ανοίγουν την σκέψη μας. Από το πρωτόλειο «Όχι στην Ευρώπη – Φρούριο» και το «κανείς άνθρωπος δεν είναι λαθραίος», φτάνουμε στο «ελευθερία της μετακίνησης, δικαίωμα στην παραμονή». Η περίοδος αυτή κορυφώνεται με το NoBorder Camp το καλοκαίρι του 2009 στη Λέσβο, όταν κυριολεκτικά κλείσαμε το κέντρο κράτησης στην Παγανή κι εκατοντάδες πρόσφυγες και προσφύγισσες κατάφεραν να διαφύγουν από το νησί, αφού πρώτα φιλοξενήθηκαν στην κατασκήνωσή μας.
Τα υπόλοιπα κέντρα κράτησης βέβαια παρέμειναν, αυξήθηκαν και οργανώθηκαν σε σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η Frontex εγκαταστάθηκε στο Αιγαίο για να αποτρέπει τις βάρκες, ενώ τα ναρκοπέδια στον Έβρο συνέχισαν να σκοτώνουν. Η υποδοχή των προσφύγων όμως έγινε πια ένα ακόμα ανοιχτό επίδικο. Δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες αφέθηκαν ελεύθεροι, συνέχισαν το ταξίδι τούς ή παρέμειναν για χρόνια στο θολό καθεστώς της ροζ κάρτας, του «αιτούντος άσυλο».
Πίσω από την πλάτη μας ωστόσο, από την επόμενη κιόλας χρονιά, μπαίνουμε στην κρίση και στην πενταετία του ελληνικού δράματος – ίσως, λέω, το σημαντικότερο πολιτικό γεγονός στην μεταπολεμική Ευρώπη. Παράλληλα, ο πόλεμος στα σύνορα εντείνεται, η κυβέρνηση Σαμαρά σηκώνει τον πρώτο φράχτη και παίρνει την ευθύνη για τα πρώτα πολύνεκρα ναυάγια. Εμείς κάπως συνεχίζουμε, αλλά το προσφυγικό και το μεταναστευτικό έχει φύγει αναγκαστικά από το επίκεντρο, ακόμα και για τα κοινωνικά κινήματα. Μένει όμως, ισχυρίζομαι, ως μια ισχυρή παρακαταθήκη στα μετόπισθεν, καθορίζοντας συνειδήσεις και χαράσσοντας διαχωριστικές γραμμές.
Στα χρόνια του αντιμνημονίου και της γενικευμένης πολιτικής κρίσης, όταν όλα όπως πάντα θολώνουν (και καλά κάνουν), ο αντιρατσισμός παρέμεινε ως μια καθαρή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε αριστερή και δεξιά αντιπολίτευση, ή, αν το προτιμάτε με πιο πολιτικοεπιστημονικούς όρους, ανάμεσα σε ένα λαϊκισμό συμπερίληψης κι έναν λαϊκισμό αποκλεισμού. Ανάμεσα στην «κάτω» και την «πάνω» πλατεία, όπως αυτές αποκρυσταλλώθηκαν στο κίνημα των πλατειών, τη σημαντικότερη πολιτικά στιγμή ως το 2015. Στη Θεσσαλονίκη δεν υπήρξε ο αντίστοιχος χωροταξικός διαχωρισμός, ευτυχώς λέω, οπότε η αντίθεση αυτή παρέμεινε ζωντανή εντός της ενιαίας πλατείας. Σε αυτό το πλαίσιο, το γεγονός ότι η λήξη των πλατειών συνέπεσε ομαλά, σχεδόν συνεννοημένα, με ένα ωραίο, πετυχημένο φεστιβάλ, ήταν μια μεγάλη χαρά για εμάς.
Η περίοδος αυτή λήγει εκρηκτικά στις 5 Ιούλη του 2015. Ο υπόγειος ρόλος του αντιρατσιστικού κινήματος στη μεγαλύτερη μάχη της εποχής μας, υπογραμμίζεται από άλλη μία σύμπτωση: μια εβδομάδα πριν το δημοψήφισμα, ήταν προγραμματισμένο το 18ο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ το οποίο φυσικά αναβλήθηκε για να πέσουμε με τα μούτρα στη μάχη του «Όχι». Καθώς όμως η προετοιμασία του είχε ξεκινήσει κι η συνέλευσή του εκείνες τις ημέρες αποτελούσε ντε φάκτο το μόνο κοινό σημείο συνάντησης όλου του ανταγωνιστικού κινήματος, όλου δηλαδή του μετώπου του «Όχι», αυτή η συνέλευση κι ειδικότερα η Αντιρατσιστική ανέλαβαν και το συντονισμό της τοπικής καμπάνιας – με αποκορύφωμα την μεγαλύτερη συναυλία που δεν έγινε ποτέ, λόγω της καταραμένης βροχής.
Η βαθιά, ολοκληρωτική, ιστορική ήττα της 12ης Ιούλη, κλείνει αυτή την ελπιδοφόρα περίοδο με τον πιο τραγικό τρόπο. Μια ολόκληρη γενιά, όπως συνειδητοποιήσαμε εκ των υστέρων, αποχωρεί συντετριμμένη από το πεδίο του κοινωνικού ανταγωνισμού. Όχι τυχαία, η τελευταία αυθόρμητη αναλαμπή, το μόνο φως μέσα στο σκοτάδι της ήττας, υπήρξε το τεράστιο κίνημα αλληλεγγύης και υποδοχής των προσφύγων που ξεσπά σε όλη τη χώρα, από τη Λέσβο ως την Ειδομένη, το 2015-16. Ήταν ένα κίνημα γνήσια λαϊκό κι αυθόρμητό, αφού οι χιλιάδες ανθρώπους που συμμετείχαν όχι μόνο δεν είχαν, αλλά δεν επιθυμούσαν να έχουν κάποια σχέση με την ηττημένη αριστερά και το οργανωμένο αντιρατσιστικό κίνημα. Με τη βοήθεια αυτού του αυθόρμητου κινήματος αλληλεγγύης, εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες καταφέρνουν να διασχίσουν την χώρα και να συνεχίσουν προς την Ευρώπη (τί ντροπή κανείς να μην θέλει να μείνει εδώ μαζί μας). Ανάμεσά τους βέβαια, εκατοντάδες θα χάσουν τη ζωή τους σε ναυάγια. Αλλά το διάχυτο κίνημα αλληλεγγύης μας επιτρέπει να διακηρύσσουμε ακόμα ότι εμείς «δεν θα συνηθίσουμε το θάνατο».
Αποτελεί πολιτική τύφλωση να μην αναγνωρίσει κάποιος ότι η τότε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έδειξε μια ορισμένη ανοχή σε αυτό το πέρασμα και στο κίνημα αλληλεγγύης, ότι τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά με μια άλλη κυβέρνηση. Όπως ακριβώς φοράει παρωπίδες όποια δεν βλέπει ότι η ανοχή αυτή είχε όρια -την υπακοή στην Ε.Ε.- και για αυτό ακριβώς εξαντλήθηκε γρήγορα: λίγους μόνο μήνες μετά, ήρθε το ευρωτουρκικό σύμφωνο που φυλάκισε εκατομμύρια πρόσφυγες στην Τουρκία, τα camps, η Μόρια, η εκκένωση της Ειδομένης, το κλείσιμο του βαλκανικού διαδρόμου. Τα ναυάγια άρχισαν ξανά να αυξάνονται, αλλά αυτή τη φορά η αλληλεγγύη κουράζεται κι υποχωρεί, μαζί με όλα τα κινήματα. Η ακροδεξιά, που είχε εισπράξει το προηγούμενο κίνημα ως μια συντριπτική ήττα, βγαίνει στο προσκήνιο και κυριαρχεί στις τοπικές κοινωνίες υποδοχής: για την δεξιά και την ακροδεξιά, η αντιπολίτευση στην αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ ταυτίζεται με την επίθεση στους πρόσφυγες.
Έτσι, το 2019, όταν η Νέα Δημοκρατία θα κυριαρχήσει αναπόφευκτα πάνω σε μια αποδιαρθρωμένη κοινωνία, η όξυνση του πολέμου ενάντια στους πρόσφυγες θα βρίσκεται στο πυρήνα του προγράμματός της. Μετεκλογικά θα αποτελέσει μάλλον το μόνο μέρος του που υλοποίησε στο ακέραιο: τα σύνορα σφραγίζονται, τα παράνομα pushbacks αποτελούν κοινό μυστικό, οι πρόσφυγες ωθούνται σε όλο και πιο επικίνδυνες διαδρομές, τα ναυάγια κι οι νεκροί αυξάνονται κατακόρυφα. Το κίνημα αλληλεγγύης, ακολουθώντας τη συνολική υποχώρηση, έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Η διαχρονική απόδοση των ευθυνών στους «διακινητές», χρησιμοποιείται τελετουργικά για να διατηρήσει ένα πέπλο δυτικότροπης «ευαισθησίας για την ανθρώπινη ζωή», κάτω από την όλο και πιο απροκάλυπτη κυνική παραδοχή: καλά κάνουμε, αυτό ζητά ο κόσμος.
Τίποτα, καμία υπερβολή, καμία βία, δεν μοιάζει ικανή να σπάσει το τοίχος της ευρείας συναίνεσης και της μειοψηφικής μας ανημποριάς. Λίγες μόνο μέρες πριν, τον Μάρτη του ’23, πέντε τουλάχιστον πρόσφυγες πνίγονται σε ένα ακόμα ναυάγιο στο Φαρμακονήσι και τον Απρίλη άλλοι 6 σκοτώνονται στον Έβρο σε καταδίωξη της Αστυνομίας. Δεν αποτελούν καν σημαντική είδηση. Εμείς, δεν βρίσκουμε ούτε το κουράγιο να βγάλουμε μια ανακοίνωση. Όπως φαίνεται, είναι δύσκολο να ισχυριστούμε πια ότι «δεν θα συνηθίσουμε το θάνατο».
Το σημείο τομής της Πύλου
Και κάπως έτσι φτάνουμε στο ασύλληπτο έγκλημα της Πύλου. Μας πήρε λίγες μέρες μέχρι να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος του γεγονότος. Αν αποδειχθεί τελικά ότι το ελληνικό Λιμενικό επιχείρησε να ρυμουλκήσει το σκάφος για να το βγάλει έξω από την ελληνική ζώνη διάσωσης και ότι με αυτό τον τρόπο συνέβαλε στο να βουλιάξει, εκδοχή που αυτή τη στιγμή μοιάζει δυστυχώς η επικρατέστερη, μιλάμε για το μαζικότερο κρατικό έγκλημα ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο στην μεταπολεμική Ελλάδα, ίσως και στη μεταπολεμική Ευρώπη.
Ένα τέτοιο έγκλημα δεν μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε ως συνέχεια, αλλά ως τομή. Μπορεί να αποτελεί ένα ακόμα ναυάγιο στην μακρά, θλιβερή σειρά των ναυαγίων που συνέβησαν στη Μεσόγειο τα τελευταία χρόνια, μπορεί οι νεκροί πρόσφυγες να είναι ένα πολλοστημόριο των συνολικών απωλειών ενός μακρόσυρτου πολέμου, μπορεί να είναι μια ακόμη αναμενόμενη συνέπεια της συνοριακής πολιτικής Ελλάδας κι Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αλλά είναι πολύ μεγάλο πράγμα για να μείνουμε σε αυτά. Είναι κυνισμός να λέμε «τί περιμένατε, σας τα λέγαμε».
Δεν ξέρω πόση σημασία έχει το προσωπικό αίσθημα, αλλά εγώ πρώτη φορά, σε όλα αυτά τα τελευταία 25 χρόνια, νιώθω τόσο συγκλονισμένος. Επουδενί δεν πρέπει να μετριάσουμε την οργή μας με συμψηφισμούς και αναλύσεις, επουδενί δεν βοηθάνε τραβηγμένες συσχετίσεις, τόσο συνηθισμένες στην αριστερά, με το έγκλημα στα Τέμπη π.χ. ή με τους νεκρούς της πανδημίας. Σε εμάς δεν αντιστοιχεί να λέμε «δεν είναι το πρώτο», μας αντιστοιχεί να δράσουμε ως να πρόκειται για το πρώτο έγκλημα τέτοιων διαστάσεων. Για ένα γεγονός απόλυτο, μοναδικό, που δεν πρέπει να επαναληφθεί ποτέ. Ποτέ ξανά.
Δεν πιστεύω με τίποτα ότι ο θάνατος μπορεί να αποτελεί ποτέ μια χρήσιμη αφορμή για την ανασύνταξη ενός κινήματος. Ο θάνατος είναι έξω από την πολιτική, τουλάχιστον από τη δική μας πολιτική. Ο θάνατος είναι μια οριστική και συντριπτική ήττα. Ακόμα κι αν αφορά έναν άνθρωπο, πόσο μάλλον σε αυτή την ασύλληπτη κλίμακα, σε αυτή την εξωφρενική συνθήκη. Το ναυάγιο της Πύλου εκφράζει τη στρατηγική ήττα του αντιρατσιστικού κινήματος της Ελλάδας και της Ευρώπης, καθώς δεν μπόρεσε να το αποτρέψει, δεν μπόρεσε να εξασφαλίζει ότι οι όροι που το κατέστησαν πιθανό θα παρέμεναν αδιανόητοι. Το έγκλημα αυτό συνέβη γιατί εμείς συνηθίσαμε το θάνατο. Και αυτό πια δεν αλλάζει.
Με όσα προηγήθηκαν στην αναδρομή του πρώτου μέρους, προσπάθησα να θυμίσω χοντρικά πως φτάσαμε ως εδώ, με τις μικρές μας κατακτήσεις και τη μεγάλη μας ήττα. Προσπάθησα να δείξω ότι αυτή η ήττα δεν ήταν αποτέλεσμα -μόνο- υποκειμενικών αδυναμιών, παραίτησης ή λανθασμένων προτεραιοτήτων, αλλά μιας αντικειμενικής πορείας, στενά συνυφασμένης κι επικαθορισμένης από τη συνολική υποχώρηση των ανταγωνιστικών κινημάτων. Όχι για να απαλλαγούμε από τις ευθύνες, αλλά για να δούμε από που το πιάνουμε.
Με πλήρη λοιπόν επίγνωση αυτής της ήττας, με ψυχραιμία, συνέπεια και πολύ δουλειά, έχουμε το καθήκον να πιάσουμε το νήμα από την αρχή. Πρώτα από όλα, να επιμείνουμε στην εγκληματική -με την ποινική έννοια του όρου- ευθύνη του ελληνικού κράτους. Με αυτό τον τρόπο, ίσως καταφέρουμε να πιέσουμε κάπως για την επόμενη διάσωση. Πρέπει επίσης να πολεμήσουμε λυσσαλέα το αφήγημα των «διακινητών», το οποίο απαλλάσσει το κράτος κι εγκλωβίζει την αυθόρμητη θλίψη σε μια κατεύθυνση που όχι μόνο δικαιολογεί, αλλά ενισχύει την καταστολή της προσφυγιάς. Να πούμε ότι οι πρόσφυγες δεν είναι άβουλα υποχείρια, αλλά ενεργοί και θαρραλέοι άνθρωποι που αναλαμβάνουν συνειδητά το κίνδυνο αυτών των διαδρομών, γιατί εκεί ωθούνται από το κράτος. Να επιμείνουμε δηλαδή με σαφήνεια και θάρρος ότι το μόνο πραγματικό δίλλημα είναι «ανοιχτά σύνορα ή μαζικές δολοφονίες».
Ύστερα, να ανοίξουμε σταδιακά την πολιτική υπεράσπισης της προσφυγιάς και των προσφύγων, με τις ευρύτερες δυνατές συμμαχίες σε κάθε συγκεκριμένο ζήτημα. Να συνδέσουμε οργανικά τον αντιρατσισμό με τα άλλα κοινωνικά κινήματα, να τον ορίσουμε ξανά ως μια καθαρή διαχωριστική γραμμή. Να ζωντανέψουμε τις διεθνείς μας δικτυώσεις. Και πάνω από όλα να ενισχύσουμε την έμπρακτη αλληλεγγύη και τον ακτιβισμό – όπου βέβαια ακτιβισμός δεν σημαίνει να πλακωνόμαστε με τους συριζαίους στην πορεία ή να σπάμε ένα κατάστημα για να εκτονώσουμε την οργή μας. Σημαίνει δικηγόρους, επισκέψεις στα κέντρα κράτησης, στέκια, μαθήματα, φαγητό. Και σημαίνει πρώτα από όλα διασώσεις: δεν είναι τυχαίο ότι αυτό που κάνουν άνθρωποι σαν τον Ιάσωνα Αποστολόπουλο κι οι οργανώσεις τους, τους έχει αναδείξει σε νούμερο ένα εχθρό για το κράτος, το παρακράτος και τους οπαδούς τους. Κάτι ξέρουν όλοι αυτοί.
Τα υπόλοιπα στο 24ο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ, την επόμενη εβδομάδα.
Η φωτογραφία είναι από την πανευρωπαϊκή αντιρατσιστική διαδήλωση την Πέμπτη 21 Ιούνη 2003, η οποία άνοιξε το τριήμερο των κινητοποιήσεων ενάντια στη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (και η οποία ήταν η μόνη αξιόλογη και χρήσιμη κινητοποίηση ενός κατά τα άλλα βαθιά αποτυχημένου τριήμερου, αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση).