Amory Gethin -Clara Martinez -Toledano -Thomas Piketty, Πολιτικές διαιρετικές τομές και κοινωνικές ανισότητες, μετάφραση: Μαρίνα Τουλγαρίδου, επιστημονική επιμέλεια: Πάνος Τσούκαλης -Νίκος Στραβελάκης, Τόπος 2024, σελ. 468
Η [κοινωνική] τάξη δεν πέθανε. Την έθαψαν ζωντανή.
Jan van der Waal
Μια σταθερά των κοινωνικών επιστημών, εδώ και αρκετές πια δεκαετίες, είναι η «έκλειψη των κοινωνικών τάξεων». Ιδίως η εργατική τάξη είναι πραγματικά άφαντη. Το σύνολο της κοινωνίας αποτελείται από μεσαίες τάξεις και underclass. Οι μεσαίες τάξεις είναι διαστρωματωμένες, δεν παύουν, ωστόσο, να μοιράζονται την θεμελιώδη διάσταση της «μεσότητας». Η underclass, η υπο-τάξη, σα να λέμε, δεν είναι καν τάξη , όπως σαφώς δηλώνει η ονομασία της. Είναι «υπο-», όπως ο υπόνομος.
Βέβαια, το σχήμα παρουσιάζει προφανή προβλήματα, στο μέτρο που κάτι, για να είναι «μεσαίο», θα πρέπει να βρίσκεται ανάμεσα σε άλλα. Οι υπερ-πλούσιοι είναι «υπερ-», η υπο-τάξη είναι «υπο-», άρα η μόνη πραγματική τάξη είναι η «μεσαία». Σε αυτήν την περίπτωση, ωστόσο, η ίδια η έννοια της κοινωνικής τάξης χάνει το νόημά της. Οι τάξεις ή είναι στον πληθυντικό ή δεν είναι τίποτε.
Είναι προφανής, νομίζω, η απολογητική λειτουργία του εν λόγω σχήματος. Μάλιστα, αυτή η απολογητική διάσταση της συγκεκριμένης «θεωρίας» φαίνεται διάφανα όταν προδίδει τον ίδιο της τον πυρήνα, αντιστρέφοντας τα συμπεράσματα. Όταν πρόκειται, π.χ., να εξηγηθεί η ισχυρότατη εκλογική επιρροή του Τραμπ τότε δεν εκλαμβάνεται ως αντιφατικό να υποστηρίζεται ότι αυτή οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στην εκλογική συμπεριφορά της λευκής εργατικής τάξης της Rust Belt, της Ζώνης της Σκουριάς. Να, λοιπόν, η εργατική τάξη, που, ενώ ήταν εξαφανισμένη, έσκασε και πάλι μύτη.
Στο πολιτικό πεδίο, στις ΗΠΑ, η άποψη περί «έκλειψης» υποστηρίζεται από τους φιλελεύθερους «κεντροαριστερούς» και όχι από τους δεξιούς. Είναι η Κλίντον, που χαρακτηρίζει σκουπίδια τους «κατώτερους».
Το γελοίο είναι ότι, στην Ευρώπη, τέτοιες απόψεις υποστηρίζονται περισσότερο από την Αριστερά. Ο μπλερισμός υπήρξε το αποκορύφωμα αυτής της εξέλιξης και άφησε μόνιμο αποτύπωμα. Η συνεχής αναφορά του Τσίπρα στη μεσαία τάξη χωρίς καμιά αντίστοιχη στην εργατική είναι η εντόπια εδώδιμη εκδοχή.
Δεν θα επιχειρήσω εδώ να αναιρέσω αυτήν την παραλλαγή «κοινωνιολογίας». Θα αναφέρω μόνο το γεγονός ότι ζούμε σε μια εποχή, που η παγκόσμια εργατική τάξη υπάρχει σε πρωτοφανείς ιστορικά αριθμούς -η Κίνα, από μόνη της, έχει περισσότερους εργάτες από ό,τι ολόκληρος ο ανεπτυγμένος καπιταλισμός στη δεκαετία του ’80. Αν βάλουμε και την Ινδία, δεν υπάρχει σύγκριση.
Ούτε θα επιμείνω ιδιαίτερα στο ό,τι η ιδέα του τι συνιστά εργατική τάξη δείχνει ασύλληπτη σύγχυση στα μυαλά των υποστηρικτών της εξαφάνισής της. Για τους τελευταίους -αλλά και για αρκετούς αριστερούς- ο εργάτης ή φοράει μπλε φόρμα με τιράντες ή δεν είναι εργάτης. Η πωλήτρια στο εμπορικό, που παίρνει 700 ευρώ σκάρτα είναι, προφανώς, το άνθος των μεσοστρωμάτων, για να μη μιλήσουμε για την ταμία του σουπερμάρκετ. Δουλεύουν στις «υπηρεσίες», βλέπετε.
Δεν πα να ’λεγε ο Μαρξ ότι εργάτης είναι όποιος αναγκάζεται, προκειμένου να επιβιώσει, να πουλάει την εργατική του δύναμη στα αφεντικά, πράγμα που κάνει την εργατική τάξη να αντιστοιχεί, κατά μέσο όρο, στο 70% των απασχολούμενων. Η παραγωγή υπεραξίας είναι που ορίζει τον εργάτη, όχι το χρώμα ή η ύφανση των ρούχων του.
Τόσο απλά τόσο καθαρά. Και τόσο δύσκολο, αλλά όχι ανεξήγητο, ότι η κυβερνητικής υπόστασης κεντρο(αριστερά) αδυνατεί να το κατανοήσει.
Στο βιβλίο, που σχολιάζω σήμερα, δίνεται η ευκαιρία να σκεφτούμε πάνω στις πολιτικές στάσεις και τις συμπεριφορές των κοινωνικών τάξεων, στρωμάτων και κατηγοριών. Οι [ανεξάρτητες] μεταβλητές, που χρησιμοποιούνται είναι το εισόδημα και τα εκπαιδευτικά εφόδια, ενώ η εξαρτημένη τα εκλογικά ποσοστά των πολιτικών κομμάτων στην κλίμακα Αριστερά -Δεξιά.
Η μελέτη είναι διαχρονική, από το 1948 έως το 2020, και αφορά 25 διαφορετικά κράτη, τις ΗΠΑ, το σύνολο, σχεδόν, της Ευρώπης, αλλά και το Ισραήλ, την Αλγερία, το Ιράκ και την Τουρκία, ενώ στην εκτύλιξη της διερεύνησης παρεισφρέουν στοιχεία από την παγκόσμια εμπειρία. Ακόμη, οι επιμελητές της ελληνικής έκδοσης μας προσφέρουν ένα καταληκτικό κεφάλαιο, όπου εφαρμόζουν την κοινή μεθοδολογία στην ελληνική περίπτωση.
Πρόκειται για έναν ερευνητικό άθλο. Προφανώς, μεθοδολογικές ελλείψεις θα μπορούσαν να επισημανθούν. Όπως, π.χ,. η διαστρωμάτωση 10% ανώτερο -90% κατώτερο, η οποία είναι ιδιαίτερα χοντρική. Το πρόβλημα, ωστόσο, φαίνεται να είναι αντικειμενικό. Τα στοιχεία δεν επιτρέπουν, με ένα λογικό χρόνο επεξεργασίας, άλλη μέθοδο, προς το παρόν.
Οι ερευνητές δεν αγνοούν την κοινωνική περιπλοκότητα, η οποία, προφανώς, δεν αντιμετωπίζεται ολοκληρωμένα χωρίς την χρήση περισσότερων μεταβλητών από τις ταξικές. Αυτό στο οποίο επιμένουν είναι η κεντρικότητα των τελευταίων. Πράγμα που επιτρέπει τη διαμόρφωση συνεκτικότερων, από τις συνήθεις, πολιτικών προτάσεων.
Είναι χαρακτηριστικό το παράθεμα του Πικετί:
«Δύο γενικά διδάγματα προβάλλουν από αυτή την έρευνα. Πρώτον, με την πολυδιάστατη ανισότητα (ανάλογα με το εισόδημα, τη μόρφωση, τον πλούτο, εθνοτικές ή αλλοδαπές καταβολές και λοιπά) είναι πιο περίπλοκο να οικοδομηθούν αναδιανεμητικοί μηχανισμοί από ό,τι σε έναν απλό μονοδιάστατο κόσμο. Έχοντας πολλές εκφάνσεις της ανισότητας και αναδιανεμητικές πολιτικές, είναι φυσικό να εκδηλώνονται πολλαπλές πολιτικές ισορροπίες και πιθανές δυναμικές διακλαδώσεις (bifurcations/δηλαδή, πολλαπλές ιδεολογικές τάσεις) […] [Επομένως, δεύτερον], δίχως μια ισχυρή διεθνιστική, εξισωτική πλατφόρμα, είναι δύσκολο να συνενωθούν οι ψηφοφόροι χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και εισοδήματος από κάθε προέλευση στο πλαίσιο του ίδιου συνασπισμού και να επιφέρουν μια μείωση της ανισότητας. Ακραίες ιστορικές περιστάσεις μπορούν και έχουν βοηθήσει να διαμορφωθεί μια τέτοια συμπεριληπτική πλατφόρμα, αλλά δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι αυτός είναι ένας απαραίτητος ή επαρκής όρος» (σελ. 105).
Πράγμα που σημαίνει ότι η «παραδοσιακή» αριστερή πολιτική, με όλες τις αναγκαίες προσαρμογές, είναι η εύλογη για όποιον θέλει να είναι όχι μόνο στοιχειωδώς, από επιστημονική άποψη, σε αντιστοιχία με τα πράγματα, αλλά και, για να χρησιμοποιήσω «αλλότρια» κριτήρια, να είναι και αποτελεσματικός.
Το βιβλίο, μια μοναδική βάση δεδομένων και εξαιρετική, δεδομένων των περιορισμών, τεκμηρίωση και στατιστική θεμελίωση, είναι πολύτιμο εργαλείο για τη ριζοσπαστική Αριστερά. Βοηθάει ουσιαστικά στη διαμόρφωση πολιτικών με αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο, μ’ όλο που οι περισσότεροι από τους συγγραφείς είναι μάλλον σοσιαλδημοκράτες -αρκετές φορές, μάλιστα, πολιτικά μετριοπαθείς.
Τα κύρια συμπεράσματα -πρωτόλεια διατυπωμένα, για να μη έχουμε σπόιλερ- είναι ότι η ψήφος σε κόμματα αριστερά του «κέντρου» συνεχίζει, μειωμένα, βέβαια, αλλά σταθερά, να παρουσιάζει θετική συσχέτιση με το χαμηλό εισόδημα, πράγμα που δεν ισχύει όταν η ανεξάρτητη μεταβλητή είναι η μόρφωση. Σε αυτήν την περίπτωση, φαίνεται πως, όλο και περισσότερο, όσοι διαθέτουν μεγαλύτερο «ανθρώπινο κεφάλαιο» ψηφίζουν «αριστερά». Αυτό είναι που οδηγεί τον Πικετί να μιλάει για «βραχμανική αριστερά». Νομίζω πως ο όρος δεν είναι κατάλληλος, αλλά η αιτιολόγηση θα περιμένει κάποια άλλη φορά.
Θέλω να τελειώσω τα σχόλιά μου με αναφορά σε μια σχεδόν μαζικά αποδεκτή άποψη σχετικά με την εργατική ψήφο, σύμφωνα με την οποία η εργατική τάξη ψηφίζει πλέον, με μεγάλη πλειοψηφία, δεξιά και ακροδεξιά κόμματα. Είναι αλήθεια ότι οι εργάτες ψηφίζουν όλο και περισσότερο αντίθετα προς τα, ο Θεός να τα κάνει, σημερινά αριστερά κόμματα. Πράγμα καθόλα εύλογο.
Δεν ψηφίζουν, ωστόσο, μαζικά (ακρο)δεξιά. Η πραγματικότητα είναι πως η εργατική τάξη εγκαταλείπει σε τεράστιους αριθμούς, τις εκλογικές διαδικασίες. Πράγμα επίσης εύλογο, στο μέτρο που έχει αποδειχθεί πια πως «αν οι εκλογές άλλαζαν τον κόσμο θα ήταν παράνομες».
Να τι συμπεραίνει σχετικά ο Πικετί:
«Αξίζει να τονιστεί ότι η μαζική αύξηση της αποχής που συντελέστηκε μεταξύ των δύο περιόδων, δεκαετίες 1950 -1960 και 2000 -2010 (ιδίως στη Γαλλία και τη Βρετανία […]) σημειώθηκε κατά κύριο στο πλαίσιο των ομάδων χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και εισοδήματος».
Δεν υπάρχει, νομίζω, αμφιβολία ότι το ίδιο γίνεται και στην Ελλάδα. Το συριζικό φιάσκο αναμφισβήτητα έπαιξε ρόλο, οι διαδικασίες, όμως, εξελίσσονται σε μεγαλύτερο βάθος.
Για τη ριζοσπαστική Αριστερά, λοιπόν, η θεωρητική και επιστημονική έρευνα συνιστά άμεσο πολιτικό καθήκον.