Γιάννης Χαμηλάκης, Η αρχαιολογία και οι αισθήσεις, μετάφραση: Νίκος Κούρκουλος, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, σελ. 276
[…] κανείς δεν έχει καθορίσει μέχρι τώρα τι μπορεί να κάνει το σώμα […] το ίδιο το σώμα, μόνο με τους νόμους της φύσης του, μπορεί να κάνει πολλά πράγματα, που το πνεύμα του τα θαυμάζει.
Σπινόζα, Ηθική
Ο τίτλος του σημερινού μου σημειώματος είναι εύκολο να παρερμηνευθεί. Να οδηγήσει, δηλαδή, στην ιδέα ότι το ενδιαφέρον μου, όπως και του συγγραφέα, συνίσταται στα αισθήματα των «αρχαίων». Πώς αγαπούσαν, γιατί μισούσαν, πότε έκλαιγαν, με τί χαίρονταν…
Δεν πρόκειται γι’ αυτό. Από αυτήν την άποψη, δεν βρισκόμαστε μπροστά σε μια επανάληψη της χειρονομίας του Ντιλτάι, από τον 19ο αιώνα. Δεν βρισκόμαστε, δηλαδή, μπροστά σε μια σύγχρονη προσπάθεια κατανόησης των αρχαίων, σε μια προσπάθεια ερμηνείας των πράξεων τους. Αυτό που απασχολεί, κυρίως, τον Χαμηλάκη δεν είναι να αναζητήσει το «νόημα» ενός συμβάντος, τον τρόπο με τον οποίο το αντιλαμβάνονταν οι συμμέτοχοι σε αυτό -αυτό σημαίνει κατανόηση και ερμηνεία-, αλλά κάτι πολύ πιο «υλικό»: τί μύριζαν, πώς αντιλαμβάνονταν τη γεύση των πραγμάτων, την τραχύτητα ή την απαλότητα των επιφανειών, πώς τους φαίνονταν οι ήχοι του κόσμου τους, τι έβλεπαν όταν κοίταζαν.
Το «πώς αισθάνονταν», λοιπόν, αναφέρεται στην αισθητηριακή εμπειρία, το βίωμα από τη δράση των αισθήσεων. Να το ξαναπώ: δεν αφορά τα αισθήματα, αλλά τις αισθήσεις. Τη γεύση, την όσφρηση, την αφή, την ακοή την όραση.
Η ακολουθία, με την οποία παραθέτω τις αισθήσεις, δεν είναι αυθαίρετη. Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως η βασίλισσα των αισθήσεων, τουλάχιστον στη νεωτερικότητα, η όραση, δηλαδή, εμφανίζεται τελευταία στη σειρά. Η πρόταξη των «δευτερευουσών» αισθήσεων είναι μια συνειδητή επιλογή του Χαμηλάκη, στο μέτρο, που θεωρεί ότι από αυτές μπορούμε, πολύ συχνά, να μάθουμε περισσότερα για τις ανθρώπινες κοινότητες από ό,τι από την όραση ή την ακοή.
Μια ακόμη αρχική επισήμανση είναι, νομίζω, αναγκαία. Τα εισαγωγικά, που χρησιμοποιώ στη λέξη «αρχαίοι» επιλέχθηκαν, για να επισημανθεί ότι, για τους ίδιους, ήταν σύγχρονοι και όχι αρχαίοι. Όλοι οι άνθρωποι ζουν στη συγχρονία και αυτό δεν είναι βέβαιο πως το έχουμε πάντα υπόψη, όταν μελετάμε τη ζωή τους. Η ζωή υπάρχει μόνο στη συγχρονία. Κάτι έχει ζωή την περίοδο που ζει -και μόνο αυτή. Πρόκειται για ταυτολογία. Η καλή φιλοσοφία, όμως γνωρίζει, πως η ταυτολογία είναι πολύ ισχυρό γνωστικό εργαλείο. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Καντ συνέδεε την ταυτολογία με τις αναλυτικές προτάσεις στο σύνολό τους -και, πρώτα από όλα, τις μαθηματικές. Αυτή η συνειδητοποίηση κάνει ακόμη ευκρινέστερη, νομίζω, την ανάγκη για τη συμπερίληψη των αισθητηριακών, σωματικών, εμπειριών των τότε ανθρώπων στην «ανασύσταση» του παρελθόντος.
Η αρχαιολογία είναι η μελέτη των υλικών τεκμηρίων, που αφήνουν πίσω τους οι ανθρώπινες κοινότητες. Είναι, επομένως, και μελέτη των βιωμάτων τους, που είναι αδύνατα χωρίς τις αισθήσεις. Η απομάκρυνση από έναν άγονο καρτεσιανισμό -όχι, αναγκαία, καταστατικό στοιχείο της οντολογίας του ίδιου του Ντεκάρτ- αποτελεί απαραίτητο βήμα για μια βαθύτερη προσέγγιση. Δεν είναι όλα νους, δεν είναι όλα cogito. Αν τα economics είναι η παροξυσμική εκδοχή του «παν-ορθολογισμού», στον οποίο τα υποκείμενα κάνουν τις επιλογές τους, σταθμίζοντας τα πράγματα, απολύτως ορθολογικά, δεν υπάρχει, ωστόσο, επιστημονική πειθαρχία, η οποία να μην εμπεριέχει, έστω χωρίς την τρέλα των νεοκλασσικών οικονομολόγων, μια «καρτεσιανού» τύπου επιστημολογία.
Τα λόγια του Σπινόζα, που ανοίγουν το σημερινό μου σχόλιο, προτάσσονται από τον Χαμηλάκη στο κεφάλαιο του βιβλίου -το 4ο– το οποίο διατυπώνει μια νέα οντολογία αναφορικά με τις αισθήσεις, την υλικότητα και τον χρόνο. Εξαιρετική επιλογή, νομίζω. Η μεγάλη και εξαιρετικά δημιουργική ιδιαιτερότητα του μεγάλου αποσυνάγωγου είναι, ακριβώς, πως έγραψε μια Ηθική ξεκινώντας -και μη απομακρυνόμενος, καθόλου- από την οντολογία, τη «φυσική» και τη «ψυχολογία». Ο Θεός, δηλαδή, η Φύση είναι η μόνη πραγματικότητα: οι «κινήσεις της ψυχής» είναι αποτέλεσμα εντελώς υλικών αιτιών, υλικές, άλλωστε, είναι και οι ίδιες. Αυτό, φυσικά, δεν κάνει τη διερεύνηση μια εμμονή με το, «απλώς σωματικό» -αυτή αφορά την ουσία της ύπαρξης, τη ζωή.
Η σπινοζική επίδραση γίνεται εμφανής σε μια σειρά από διατυπώσεις:
Οι αισθήσεις αφορούν τη φύση και την κατάσταση της ύπαρξης. Οι αισθήσεις είναι άπειρες -όπως, στο Σπινόζα, τα κατηγορήματα της υπόστασης είναι άπειρα.
Η επιστήμη -η αρχαιολογία, εν προκειμένω- μπορεί να εξερευνήσει το άπειρο των αισθήσεων. Η μετάβαση από το σώμα στο πεδίο και τη ροή -όπως συνέβη, άλλωστε, στην ίδια τη φυσική- διευρύνει πολύ τις γνωστικές μας δυνατότητες.
Φυσικά, οι αισθήσεις είναι πολιτικές – η τάξη, η φυλή, το φύλο ήταν πάντοτε, σε μεγάλο βαθμό, αισθητηριακά καθορισμένα και συγκροτημένα.
Είναι ιστορικές. «Μεταβάλλονται» οι ίδιες. Η υλικότητά τους, ωστόσο, μας επιτρέπει, ενάντια σε μια πολύ ισχυρή επιχειρηματολογικά αντίρρηση, να τις αναζητήσουμε, τις ίδιες και τα αποτελέσματά τους, αλλού και άλλοτε. Είναι επιστημολογικά βάσιμη μια τέτοια έρευνα. Δεν αφορά μόνο, ούτε κυρίως, εικασίες, αλλά «πραγματικά παρελθόντα».
Όπως σημειώνει ο Χαμηλάκης, «[η] αρχαιολογία, έως τώρα, έχει κατασκευάσει κυρίως ανθρώπους που είναι αναίσθητοι -όχι απλώς ανθρώπους χωρίς πρόσωπο […], αλλά επίσης χωρίς αισθητά και αισθητηριακά ικανά σώματα. Είναι αλήθεια ότι δεν μπορούμε να πούμε, για παράδειγμα, αν η λεία ή τραχιά επιφάνεια ενός αγγείου έδινε, στο άγγιγμα, την ίδια αίσθηση σε ένα νεολιθικό άνθρωπο, όπως σ’ έναν ερευνητή ή επισκέπτη μουσείου σήμερα -και, από μερικές απόψεις, δεν έχει σημασία που δεν μπορούμε. Είναι όμως σημαντικό το ότι, στο ίδιο πλαίσιο, μερικά δοχεία έχουν λείες και μερικά τραχιές επιφάνειες, και ότι μπορούμε να πούμε ότι το αισθητηριακό αποτέλεσμα θα ήταν διαφορετικό. Είναι επίσης σημαντικό να εξερευνήσουμε πώς τα περιεχόμενα αυτού του αγγείου, είτε τροφή είτε ποτό είτε άλλες ουσίες, γεννούσαν διακριτά αισθητηριακά αποτελέσματα και επέτρεπαν να αναδυθούν συνθήκες συμποσιακότητας και συν-κινητικότητας. Η ανίχνευση αυτών των διαφορετικών αισθητηριακών και συν-κινητικών δυνατοτήτων, καθώς και των κοινωνικών τους νοημάτων και των πολιτικών τους αποτελεσμάτων, όπως βιώθηκαν από διαφορετικούς ανθρώπους, διαφορετικά φύλα, διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, είναι βασικό καθήκον για την αρχαιολογία των αισθήσεων» (σελ. 25).
Στην ελληνική γλώσσα, όποιος αδιαφορεί για τα αισθήματα των άλλων, όντας εγωιστής και εγωκεντρικός, χαρακτηρίζεται «αναίσθητος». Η λέξη χρησιμοποιείται μεταφορικά, σε αυτήν την περίπτωση, ενώ κυριολεκτικά σημαίνει κάποιον που έχασε τις αισθήσεις του. «Στον πυρήνα της, […] τούτη η έκφραση φανερώνει τόσο τη θεμελιακή σπουδαιότητα των πολλαπλών αισθήσεων για την ανθρώπινη κοινωνικότητα όσο και τον κρίσιμο δεσμό ανάμεσα στις σωματικές αισθήσεις και τη συν-κινητική και συναισθηματική αλληλεπίδραση, υποδηλώνοντας ότι εκείνος που είναι ανίκανος για αισθητηριακά συν-κινητική επικοινωνία είναι, κατά μια έννοια, ανάπηρος» (σελ. 19). Η κατανόηση και η ερμηνεία, στις οποίες αναφέρθηκα στην αρχή, αντιστικτικά σε αυτό που επιδιώκει ο συγγραφέας, εμφανίζονται έτσι, να βοηθιούνται καθοριστικά από τη μελέτη των αισθήσεων.
Ο Χαμηλάκης θα αναπτύξει, στο 6ο κεφάλαιο (Γιατί «ανάκτορα»; Αισθήσεις, μνήμη και το ανακτορικό φαινόμενο στην Κρήτη της Εποχής του Χαλκού), μια υποδειγματική μελέτη περίπτωσης, στην οποία στηρίζει την άποψη ότι τα «ανάκτορα», τα αυλοκεντρικά κτίσματα, όπως η Κνωσός, θα πρέπει να ιδωθούν ως τόποι αισθητηριακότητας, προκειμένου να αποκαλυφτούν κάποια, πολύ σημαντικά, «μυστικά» τους. Μιλάει για αποθέωση αισθητηριακής και μνημονικής ιστορίας -αίσθηση του τόπου, αίσθηση του ενσώματου ομοσιτισμού, αίσθηση της προγονικής καταγωγής.
Κάνει, μάλιστα, μια εντυπωσιακή ανάλυση της αισθητηριακής βίωσης των τοιχογραφιών. Μεταξύ άλλων, μας ωθεί να περπατήσουμε, μαζί με τους αρχαίους Κρητικούς, στους διαδρόμους και στα σκαλιά, για να «δούμε» τι έβλεπαν οι ίδιοι.
Η κορύφωση, όμως, της έκθεσης βρίσκεται στο 5ο κεφάλαιο (Αισθητηριακή νεκροπολιτική. Τα αρχαία νεκρικά μνημοτοπία στην Κρήτη της Εποχής του Χαλκού). Εδώ ο συγγραφέας «ταξιδεύει» στους αρχαίους κρητικούς νεκρότοπους, «κινείται» μέσα τους και γύρω τους, «φαντάζεται» και τεκμηριώνει, κατά το δυνατόν, την λειτουργία αυτών των τόπων για την κοινότητα, για τη διαχείριση, από μέρους της, του θανάτου, της μνήμης και της λησμονιάς. Γιατί αυτό; Να πώς το θέτει ο ίδιος:
«Υπάρχει άραγε μια σοβαρότερη, βαθύτερη και πιο ανησυχητική διατάραξη της καθημερινής ρουτίνας, της έξης, της χρονικότητας, για μια στενά συνδεδεμένη κοινότητα, από τον θάνατο ενός προσώπου; Πώς αντιμετωπίζει κανείς αυτή τη διατάραξη της χρονικότητας στο συναισθηματικό, συν-κινητικό επίπεδο; Πως αναδιοργανώνει αυτή η ρήξη στο χρόνο, τους οικογενειακούς-κοινωνικούς δεσμούς και την έξη; Πώς αντιμετωπίζει κανείς της ενσωματοποίηση του θανάτου, τον αισθητό και αισθητηριακό αντίκτυπό του; Πότε αλήθεια ένα πρόσωπο πεθαίνει πραγματικά, καθώς η φυσική παρουσία αυτού του προσώπου, για καιρό αφότου έχει σταματήσει ν’ ανασαίνει και να μιλάει, συνεχίζει να επενεργεί πάνω στους άλλους, με απτικό, οσφρητικό, πολυαισθητηριακό και αναπόφευκτα συν-κινητικό τρόπο, ενώ η σάρκα του μετατρέπεται σε κάτι άλλο;» (σελ. 157). Η παράθεση, στο σημείο αυτό, του στίχου του Γιάννη Βαρβέρη –Αν έρθετε στην κηδεία μου, θα ’ρθω κι εγώ στη δική σας- είναι χαρακτηριστική, όπως και η απόδοση στη συγκεκριμένη ενότητα του τίτλου «Η μυρωδιά του θανάτου».
Ο θάνατος αποσυνθέτει και μυρίζει. Η σχέση με αυτό το αισθητηριακό γεγονός δηλώνει πολλά για την κοινότητα που την αναπτύσσει. Και υπάρχουν πολλοί τρόποι να γίνει αυτό. Να ένας, που έρχεται από τα βάθη του τέλους της 4ης χιλιετίας και διαρκεί πολύ -μεταξύ 3100 -1700 π.Χ.:
«Ας δούμε, για παράδειγμα τους ανθρώπους στη Μεσαρά και […] στις Αρχάνες. Τι έκαναν αυτοί με τους νεκρούς τους; Θα ήταν παραπλανητικό να λέγαμε ότι τους έθαβαν. Αυτό θα σήμαινε απόσταση, απόκρυψη και καμιά άμεση ενσώματη, οπτική, οσφρητική ή απτική επαφή με το νεκρό πρόσωπο. Αντί γι’ αυτό έχτιζαν μνημειώδεις, περίτεχνους, πέτρινους και κυκλικούς «οίκους των νεκρών», σφαίρες κοινοτικής συνάθροισης τόσο για τους νεκρούς όσο και για τους ζωντανούς […] Αντί για τον διασκορπισμό [επιλέγεται] η συσσώρευση και η θησαύριση. Αντί για μοναχικούς ενταφιασμούς […] επιλέγουν τη δημόσια συλλογική συγκέντρωση, πάνω από το έδαφος. Και τοποθετούν αυτές τις μνημειακές σφαίρες στο κέντρο της κοινωνικής τους ζωής, για αρκετές εκατονταετίες. Ήταν τόποι επιστροφής, επανάληψης, ανακλητικής παράθεσης, ανάκλησης.
Ένας νεκρός μεταφέρεται σ’ ένα κυκλικό, πετρόχτιστο και συνήθως θολωτό τάφο από κάποιο κοντινό χωριό, μαζί με αντικείμενα, [που του ανήκουν ή είναι ειδικά για επικήδειες τελετές]. Μπαίνοντας στους σκοτεινούς, υγρούς χώρους του τάφου μέσα από το μοναδικό άνοιγμα (μια μικρή και χαμηλή είσοδο), όπου σε μερικές περιπτώσεις χρειάζεται να συρθείς και μάλιστα να τραβήξεις μετά το λείψανο από μέσα, βρίσκεσαι σε ένα διαφορετικό κόσμο. Νιώθεις αποπροσανατολισμένος, αλλά μόνο πρόσκαιρα. Το σκοτάδι, η έλλειψη χώρου για κινήσεις και, πάνω απ’ όλα ίσως, η δυνατή οσμή της σάρκας που αποσυντίθεται, μεγεθυμένη από τον κατάκλειστο, ημισφαιρικό χώρο, σε μεταφέρει σ’ ένα κόσμο χωρικά και χρονικά διακριτό, και κραυγαλέα διαφορετικό από την καθημερινή ζωή. Έχεις ωστόσο ξαναβρεθεί εκεί. Η μυρωδιά είναι οικεία, το τρεμάμενο φως του λυχναριού σε βοηθάει να αναγνωρίσεις τις μικροπεριοχές του τάφου. Σε μερικές περιπτώσεις μπορείς να ξεχωρίσεις ξεχωριστά αντικείμενα […] Θυμάσαι πρόσωπα πεθαμένα εδώ και καιρό, αρχίζεις να κάνεις συσχετισμούς, συνδέεις οστά, κρανία και αντικείμενα με χρόνους, τόπους και ζωντανούς ανθρώπους.
Μαζί με τους υπόλοιπους της σύναξης, αποθέτεις το νεκρό σου σε κάποια γωνία, στη μικροθέση εκείνη που εσύ και άλλοι έχετε θεωρήσει ότι ανήκει στη δική σου πλευρά του κλαν, πλάι στους οικογενειακούς νεκρούς […] Η οσμή τυλίγει και συγχωνεύει. Μέσα από την έντονη αίσθηση της μυρωδιάς, νεκροί και ζωντανοί γίνονται ένα, γίνονται ένα διασωματικό τοπίο» (σελ. 158).
Νομίζω πως δεν χρειάζεται να παραθέσω κάτι άλλο. Το μακρό προηγούμενο δείχνει καλά τι επιδιώκει -και καταφέρνει εξαιρετικά- ο Χαμηλάκης.
Τέλος, επειδή η καλή επιστήμη είναι πάντα, ακόμη κι άθελά της, πράγμα που δεν ισχύει εδώ, και καλή φιλοσοφία, ειδική μνεία αξίζει να γίνει στο σχολιασμό του ζητήματος της (πολύ)χρονικότητας από τον Χαμηλάκη, η οποία μας μαθαίνει πολλά για τον Μπεργκσόν. Πολύτιμο για όποιον ασχολείται με τους ανθρώπινους χρόνους και βάζει να «συνομιλήσουν» με τον χρόνο της φυσικής.
Το βιβλίο του Χαμηλάκη είναι εξαιρετικό και σίγουρα μοναδικό στη γλώσσα μας. Σπουδαία επιστήμη, εντυπωσιακή αφήγηση. Δεν αφορά αποκλειστικά τους αρχαιολόγους -ούτε καν κυρίως, θα έλεγα.
ΥΓ. Ο Νίκος Κούρκουλος, ο μεταφραστής του βιβλίου, κορυφαίος στη δουλειά του, αλλά και ως δοκιμιογράφος, πέθανε πολύ πρόσφατα, όχι «πλήρης ημερών». Θα ήταν καλό πνευματικό κατευόδιο να διαβάσουμε το δικό του Ουελελέ (Στάσει εκπίπτοντες, 2024). Παρουσίασή του θα υπάρξει σύντομα στο alterthess.