Τα χθεσινά επεισόδια στη Νέα Σμύρνη μετά τη μεγαλειώδη πορεία κατά της αστυνομικής βίας και ο -απόλυτα καταδικαστέος από κάθε άποψη- τραυματισμός του αστυνομικού -άλλοθι για τους κυβερνώντες- δεν μπορούν να καλύψουν την κραυγή του παλικαριού, την ώρα που τον χτυπούσαν την Κυριακή στην πλατεία οι άνδρες της ΕΛ.ΑΣ.: «Πονάω, ρε μαλάκες, πονάω..».
Κι έχω την εντύπωση πως αυτή η φωνή δεν απευθυνόταν μόνο στους συγκεκριμένους ασυγκράτητους αστυνομικούς ή γενικά στις ανεξέλεγκτες δυνάμεις καταστολής ή στην κυβέρνηση «του νόμου και της τάξης». Απευθυνόταν και σ’ όλους εμάς:
– που, όταν εισέβαλε η Αστυνομία στην προβολή του «Τζόκερ» και στο σπίτι του σκηνοθέτη Ινδαρέ, σιωπήσαμε, γιατί τα θεωρήσαμε μεμονωμένα περιστατικά
– που, όταν είδαμε το όργιο της βίας και της αυθαιρεσίας των ΜΑΤ στη Λέσβο και τη Χίο, δεν μιλήσαμε, επειδή τα νησιά είναι μακριά μας
– που, όταν ψηφίστηκε ο νόμος για τον περιορισμό των διαδηλώσεων, δεν διαμαρτυρηθήκαμε, γιατί δεν συνηθίζουμε να διαδηλώνουμε
– που, όταν απαγορεύτηκαν γενικά οι δημόσιες συναθροίσεις με διαταγή του Αρχηγού της Αστυνομίας, το δικαιολογήσαμε σαν μέτρο προστασίας της δημόσιας υγείας από την πανδημία
– που, όταν συνελήφθηκαν τρεις πολίτες μπροστά από το Μέγαρο Μαξίμου, επειδή τόλμησαν να διαμαρτυρηθούν συμβολικά για την αντεργατική πολιτική της κυβέρνησης, εννέα φεμινίστριες στο Σύνταγμα την παγκόσμια ημέρα κατά της βίας εναντίον των γυναικών και δικηγόροι την ώρα άσκησης των καθηκόντων τους, αδιαφορήσαμε, γιατί οι συλλήψεις δεν μας αφορούσαν
– που, όταν κακοποιήθηκαν πολίτες στις 17 του Νοέμβρη, στην επέτειο του Πολυτεχνείου, και στις 6 του Δεκέμβρη, στην επέτειο της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, πιστέψαμε στα ΜΜΕ, που έκαναν λόγο για προκλητική συμπεριφορά των διαδηλωτών
– που, όταν νομοθετήθηκε η είσοδος της Αστυνομίας στα Πανεπιστήμια, δεν αντιδράσαμε, επειδή τα παιδιά μας δεν είναι φοιτητές
– που, όταν η τηλεόραση, δημόσια και ιδιωτική, αντί για ενημέρωση κάνει κυβερνητική προπαγάνδα (με το αζημίωτο της λίστας Πέτσας βέβαια), όταν δημοσιογράφος αναγκάστηκε να παραιτηθεί από το συγκρότημα τύπου που εργαζόταν για δημοσίευμα που δεν ήταν αρεστό στο Μέγαρο Μαξίμου, όταν λογοκρίθηκε άρθρο σε εφημερίδα για τον ίδιο λόγο, δεν διαμαρτυρηθήκαμε, γιατί… πού να τα βάλεις τώρα με αυτούς
– που, όταν καταργήθηκε η Εισαγγελία κατά της διαφθοράς και απομακρύνθηκε από τη θέση της η Εισαγγελέας που διερευνούσε το σκάνδαλο Novnartis, δεν νοιαστήκαμε, επειδή αυτά τα θεωρήσαμε ψιλά γράμματα
– που, όταν καταπατήθηκε η ισονομία και το κράτος δικαίου στην περίπτωση του Δημήτρη Κουφοντίνα, δεν υπογράψαμε κείμενα διαμαρτυρίας, γιατί φοβηθήκαμε μήπως χαρακτηριστούμε συνεργοί της τρομοκρατίας
– που, όταν αναγκάστηκε σπουδάστρια να ξεγυμνωθεί, ξυλοκοπήθηκαν νεαροί μπροστά σε μικρά παιδιά και ηλικιωμένους, έγιναν συλλήψεις και προσαγωγές, υπήρξαν τραμπουκισμοί, δολοφονικές επιθέσεις, εξευτελισμοί και αλήτικες συμπεριφορές από ειδικούς φρουρούς όχι μόνο χθες και προχθές στην πλατεία της Νέας Σμύρνης αλλά και άλλες φορές σε πάρκα, ανοιχτούς χώρους και Πανεπιστήμια, δεν το καταγγείλαμε, επειδή δεν ήταν τα δικά μας παιδιά
– που, όταν, με αφορμή πάλι όσα έγιναν στη Νέα Σμύρνη, διαπιστώσαμε πως έχει αναβιώσει και εφαρμόζεται το φακέλωμα πολιτών και οργανώσεων στη βάση των πολιτικών φρονημάτων τους, δεν τρομάξαμε, αφού δεν είμαστε «αναρχικοί» ή «αριστεριστές» …
Και σε όλους εμάς, λοιπόν, απευθύνεται η κραυγή του νεαρού άνδρα «πονάω, ρε μαλάκες». Κάντε κάτι.
Επειδή η Αστυνομία, όσες ΕΔΕ κι αν κάνει, δεν θα βρεθούν ένοχοι. Διότι οι δυνάμεις καταστολής έχουν σαν παρακαταθήκη τη διαβεβαίωση του πατέρα του σημερινού Πρωθυπουργού «Το κράτος είστε εσείς» και με εντολή του σερίφη Υπουργού «τα χέρια τους είναι λυμένα».
Επειδή η Κυβέρνηση ασπάζεται το δόγμα «του τρόμου και της πάταξης». Και όχι μόνο δεν πρόκειται να κάνει κάτι για να αντιμετωπίσει την κατάσταση αυτή (εξ άλλου ο νεοφιλελευθερισμός πάει χέρι – χέρι με τον αυταρχισμό), αλλά, αντίθετα, κάθε μέρα θα κλιμακώνει συνειδητά όλο και περισσότερο την αντιδημοκρατική εκτροπή και τη μετάβαση σε ένα αυταρχικό κράτος. Κι όσο τα πράγματα δεν θα πάνε καλά με τη διαχείριση της πανδημίας και της οικονομίας, τόσο περισσότερο η καταστολή θα είναι η απάντησή της σε κάθε ερώτηση.
Απομένει σ’ εμάς τους πολίτες να αντιδράσουμε. Να φωνάξουμε. Να καταγγείλουμε. Να διαμαρτυρηθούμε. Όχι μόνο ατομικά, μεταξύ μας και στις παρέες μας. Αλλά δημόσια. Και συλλογικά. Και οργανωμένα. Να υπερασπιστούμε τα ατομικά και κοινωνικά μας δικαιώματα, τις λαϊκές ελευθερίες. Να υπερασπιστούμε τη Δημοκρατία.
Θέμης Αχτσιόγλου