Η ταύτιση με τον «αντισημιτισμό» κάθε κριτικής και αντιπαράθεσης στον σιωνισμό είναι παλιά τέχνη. Ο Νόαμ Τσόμσκι αναφέρει ως πρώτο διδάξαντα τον ιδρυτή του κράτους του Ισραήλ, Νταβίντ Μπεν-Γκουριόν: το 1943, o Μπεν-Γκουριόν είχε εξαπολύσει την τρομερή κατηγορία εναντίον ενός βρετανικού δικαστηρίου, που είχε «τολμήσει» να εμπλέξει ηγέτες του σιωνιστικού κινήματος σε υπόθεση εμπορίας όπλων.
Ο αντισημιτισμός είχε οδηγήσει στη γενοκτονία των Εβραίων: ήδη, όμως, πριν αποκαλυφθεί η βαρβαρότητα του Άουσβιτς, είχε χρησιμοποιηθεί και ως ιδεολογικό όπλο (weaponization), με σκοπό να ταυτιστεί κάθετί εβραϊκό με τον σιωνισμό: όποιος χτυπούσε τον δεύτερο, θα ήταν στο εξής σα να χτυπά τους πρώτους – τα θύματα των αιώνιων διωγμών χωρίς έγκλημα.
Οι σιωνιστές έβαλαν αυτό το στοίχημα ξέροντας ότι δεν μιλούσαν στο όνομα όλων των Εβραίων. Ο Ισραηλινός ιστορικός Ιλάν Παπέ έχει εξηγήσει ότι, πριν από τον 19ο αιώνα, η μετακίνηση των Εβραίων στην Παλαιστίνη ήταν όνειρο αντισημιτών Χριστιανών, για να ξεφορτωθούν τους Εβραίους από την Ευρώπη. Για τους ορθόδοξους Εβραίους, από την άλλη, η «επιστροφή στη Σιών» ήταν ένα ηθικό καθήκον για να πλησιάσουν το Θεό: όχι ένα πολιτικό πρόγραμμα εποικισμού. Για να σβήσει αυτή η άβολη αλήθεια, οι σιωνιστές είδαν στον αντισημιτισμό όχι μόνο αυτό που ήταν –μια απεχθή μορφή ρατσισμού–, αλλά και ένα αποτελεσματικό ιδεολογικό όπλο, η χρήση του οποίου έγινε υψηλή τέχνη μετά τον Πόλεμο του 1967. Από τότε, λέει ο Τσόμσκι, όσο δυσκολότερα υπερασπίσιμη είναι η ισραηλινή πολιτική, τόσο πιο συχνή και η χρήση του υπερόπλου. Με μια γενοκτονία σε πλήρη εξέλιξη μπροστά στα μάτια μας, σήμερα είμαστε ακριβώς εκεί.
***
Οι σκέψεις αυτές έχουν ως αφορμή όσα συζητιούνται από το περασμένο Σάββατο και μας υποχρεώνουν να πούμε τα αυτονόητα. Να ξανακοιτάξουμε, καταρχάς, το πρόγραμμα της Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου της Θεσσαλονίκης: Την παρουσίαση της «Λούνας», της Ρίκας Μπενβενίστε – του βιβλίου για τη ζωή μιας Εβραίας ταπετσέρισσας από τη Θεσσαλονίκη, που οργάνωσε το Γαλλικό Ινστιτούτο. Την εκδήλωση της Άγρας για το πρόσφατο βιβλίο της Ελένης Μπεζέ, «Έλληνες Εβραίοι μετά τη Σοά». Τη συζήτηση του Ίκαρου για «Το διηνεκές του Εβραϊκού τραύματος». Και την παρουσίαση ενός οδοιπορικού του Ανδρέα Ασσαέλ για τα καταναγκαστικά ναζιστικά έργα Χριστιανών και Εβραίων: τη συζήτηση που οργάνωσε το University Studio Press, ο εκδότης δηλαδή που έβγαλε στα ελληνικά τις «Γυναίκες του Μπλοκ 10» – ένα σπάνιο βιβλίο για τα ναζιστικά πειράματα σε κρατούμενες του Άουσβιτς.
Λέω για τα βιβλία αυτά για να πω κάτι που οι περισσότεροι το γνωρίζουν: Η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου είναι η στιγμή που η Θεσσαλονίκη ξανασκέφτεται τη βαλκανική και την ευρωπαϊκή ιστορία της – και η γενοκτονία των Εβραίων είναι από τα βασικά κεφάλαια της ιστορίας αυτής. Όπως συμβαίνει κάθε χρόνο, λοιπόν, κι όπως ήταν αυτονόητο, οι εκδηλώσεις για τη μνήμη των Εβραίων έγιναν και φέτος χωρίς το παραμικρό εμπόδιο. Η μόνη που ματαιώθηκε –έπειτα από κάλεσμα αναγνωστών, εκδοτών, αριστερών και αναρχικών αντισιωνιστών–, ήταν η εκδήλωση για τα «Μεταβαλλόμενα τοπία της εβραϊκής λογοτεχνίας», όπου θα μιλούσε ο Ισραηλινός κριτικός Οντέντ Βολκστάιν.
Η προφανής διαφορά της εκδήλωσης αυτής σε σχέση με τις προηγούμενες δεν ήταν το πάνελ της, αλλά ο διοργανωτής της: η πρεσβεία του Ισραήλ. Κι όμως, χρειάστηκαν λίγες μόλις ώρες ώστε ο διοργανωτής να βρει μια ανέλπιστη (;) συνηγορία, στην προσπάθειά του να παρουσιαστεί ως θύμα βάρβαρων αντισημιτών λογοκριτών:
* Στο books’journal, ο Ηλίας Κανέλλης κατήγγειλε «τυπικό αντισημιτισμό» και «επίθεση κατά του εβραϊσμού»: η Ελλάδα δεν μπορεί να εγγυηθεί «το δικαίωμα του συνέρχεσθαι και το δικαίωμα στην ελευθερία της άποψης».
* Στο Capital.gr, χωρίς λογοτεχνικές αξιώσεις, ο συγγραφέας Χρήστος Χωμενίδης κατακεραύνωσε τους «εθελουσίως βλάκες, τζάμπα μάγκες», που «ρέπουν προς τη βαρβαρότητα» και αγνοούν το ρόλο της Χαμάς και των θυμάτων της.
* Εκπροσωπώντας, τέλος, την κυβέρνηση, ο Παύλος Μαρινάκης αποφαινόταν πως «είναι κάτι ντροπιαστικό το να ακυρώνεις, το να μην επιτρέπεις να γίνει μία παρουσίαση βιβλίου, μία εκδήλωση, μία συζήτηση, οτιδήποτε τέλος πάντων. Είναι μία φασιστική κίνηση και αυτοί που το κάνουν δεν έχουν καμία σχέση με τη δημοκρατία».
***
Σε έναν υπουργό με την αμετροέπεια να λέει «φασίστες» αριστερούς εκδότες και διαδηλωτές με παλαιστινιακές μαντίλες, θα αρκούσε να δείξει κανείς το οπλοστάσιο των συλληφθέντων φασιστών της Εθνικιστικής Νεολαίας Θεσσαλονίκης (ΕΝΕΘ), για να έχει ένα μέτρο σύγκρισης. Για ένα φερέφωνο της κυβέρνησης με άλλοθι τη βιβλιοφιλία, θα έφτανε η αναφορά στη δήλωση του επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας, Γιόζεπ Μπορέλ, που προ ημερών συνέκρινε τις ισραηλινές βόμβες στη Γάζα με τη Χιροσίμα, μιλώντας και αυτός για γενοκτονία. Ο δε συγγραφέας που θεωρεί αγράμματους τους αντισιωνιστές διαδηλωτές, πιθανότατα θα θεωρούσε αντισημίτη και τον Εβραίο Ζέεβ Στέρνχελ, που αναφερόταν στον εποικισμό της Γάζας ως «καρκίνο» και που στην Καταγωγή του Ισραήλ (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2021) έδειχνε πως ο σιωνισμός, ακόμα και ο «αριστερός», ήταν από νωρίς ασύμβατος με την κοινωνική δικαιοσύνη, έτσι όπως υπέτασσε τις κοινωνικές διεκδικήσεις στο (καθαρό) εβραϊκό έθνος.
Πολιτισμένοι μπροστά στη γενοκτονία
Όσοι δεν θεωρούμε το βιβλίο μέσο κοινωνικής διάκρισης, όπως αυτοί, ας μην κάνουμε το λάθος να νομίζουμε πως το βασικό με τους φίλους του Ισραήλ είναι η άγνοιά τους. Το σημαντικό είναι όσα επιλέγουν να μη βλέπουν: η ιδεολογία τους. Το κοινό τους με τους σιωνιστές στο Ισραήλ είναι η πεποίθησή τους ότι οι αντίπαλοί τους είναι βάρβαροι: άξεστοι, αδιάβαστοι, βίαιοι, παράφοροι, όχλος. Στη λογική τους, σιωνισμός ίσον φιλελευθερισμός, δηλαδή πολιτισμός – εκτός, βεβαίως, αν είσαι απέναντι. Στη λογική τους, η αλληλεγγύη στην Παλαιστίνη είναι στήριξη της θεοκρατικής Χαμάς και αυτή η τελευταία απλώς η αυθεντική έκφραση αυτής της βαρβαρότητας: όχι το προϊόν μιας βίαιης καταστροφής δεκαετιών, που απαξίωσε την κοσμική δημοκρατική παλαιστινιακή Αντίσταση και έκανε τους ανθρώπους να μην εμπιστεύονται την «παραδοσιακή» πολιτική.
Το πρόβλημα με τους φιλοϊσραηλινούς, βιβλιόφιλους και μη, είναι το μερίδιο στη βαρβαρότητα που διεκδικούν, ως «πολιτισμένοι» απέναντι σε «βαρβάρους». Είναι αυτό που νομίζουν ότι αξίζουν, σε βάρος όσων πιστεύουν ακράδαντα ανάξιους. Είναι η θέση στην ιεραρχία που επιφυλάσσουν για τις δικές τους ζωές, τη δική τους ασφάλεια, τη δική τους αταραξία. Το κοινό τους με τους σιωνιστές είναι, εντέλει, η παλιά ιδέα του Τέοντορ Χερτσλ, πρώτου ηγέτη του σιωνιστικού κινήματος: το Ισραήλ ήταν τότε (και παραμένει γι’ αυτούς σήμερα) «το τμήμα ενός ευρωπαϊκού προμαχώνα απέναντι στην Ασία, ένα φυλάκιο πολιτισμού έναντι της βαρβαρότητας». Όταν έγραφε ο Χερτσλ, ο εποικισμός της Παλαιστίνης είχε ήδη ξεκινήσει: τότε δεν υπήρχε Χαμάς, ούτε ναζισμός.
Περί φασιστών και Φαρισαίων
Οι Φίλοι του Ισραήλ είναι πεισμένοι: φασίστες είναι «οι άλλοι». Αναρωτιέται κανείς: πώς είναι τόσο σίγουροι;
Τον Φεβρουάριο του 2000, πρώτη δύναμη στην Αυστρία ήταν το Κόμμα Ελευθερίας (FPÖ), που ίδρυσε το 1956 ο αξιωματικός των SS Άντον Ρέιντάλερ. 44 χρόνια μετά, ο φιλοναζιστής Γιοργκ Χάιντερ –ο τότε αρχηγός του– ετοιμαζόταν να συγκυβερνήσει με τους Χριστιανοδημοκράτες. Ήταν η εποχή που μια τέτοια προοπτική δημιουργούσε ακόμα σοκ στην Ευρώπη και η Ευρωπαϊκή Ένωση συζητούσε σοβαρά αν οι Αυστριακοί χωρούσαν πλέον στην «ευρωπαϊκή οικογένεια». Προτού καλά καλά σχηματιστεί η νέα κυβέρνηση, το Ισραήλ ανακοίνωνε ότι ο μεν Χάιντερ ήταν ανεπιθύμητος στη χώρα, ως αρνητής της γενοκτονίας των Εβραίων, ο δε Ισραηλινός πρέσβης ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει τη Βιέννη.
Σήμερα, το κόμμα του καταζητούμενου ως εγκληματία πολέμου Μπέντζαμιν Νετανιάχου, το ισραηλινό Λικούντ, συνεργάζεται με την Εθνική Συσπείρωση των Λεπέν και το αυστριακό Κόμμα Ελευθερίας, στις τάξεις των «Πατριωτών για την Ευρώπη». Αρχηγός του αυστριακού κόμματος είναι τώρα ο Χέρμπερτ Κικλ, που υπόσχεται να γίνει «Καγκελάριος του Λαού» – όπως δηλαδή αποκαλούνταν ο Χίτλερ. Σήμερα δεν τίθεται θέμα: ο Κικλ και ο Νετανιάχου, φασίστες από τους λίγους, ασφαλώς και χωρούν στην ευρωπαϊκή φιλελεύθερη οικογένεια.