Η παρουσία Πανεπιστημίου δεν είναι ουδέτερη για την πόλη. Η συγκέντρωση φοιτητών, δηλαδή νέων υψηλής μόρφωσης, φτάνει να μεταβάλει τη δημογραφία, τους ρυθμούς λειτουργίας της πόλης, τις μετακινήσεις, την αγορά και ιδίως την αγορά ακινήτων και εν τέλει την κοινωνική σύσταση και την πολιτική έκφραση της πόλης.
Δημόσιος χώρος, κατά Habermas, είναι χώρος συζήτησης και θέσμισης αυτής της συζήτησης. Κατά τον Δ. Κωτσάκη ο δημόσιος χώρος είναι η ένωση του συλλογικού χώρου των πολιτών και της Πολιτείας. Κρατούμε για τη συνέχεια τον διπλό αυτόν ορισμό.
Το Πανεπιστήμιο, ως εδαφοποιημένος (δηλαδή φυσικός) χώρος παραγωγής δημόσιου λόγου, συνεπάγεται ταυτόχρονα μια κοινωνική και μια φυσικά χωρική προσέγγιση, ως ενιαίος κοινωνικός χώρος, με τα υποκείμενα και τις δυνάμεις του και τις αναδυόμενες σχέσεις, που καθώς βιώνονται συνιστούν μιαν ολοκληρωμένη τοπολογία: ο φυσικός χώρος (υποδομές, εγκαταστάσεις, κτίρια) εμπεριέχεται στον κοινωνικό χώρο του Πανεπιστημίου, που καθώς βιώνεται από τα κοινωνικά υποκείμενα μέσω των σχέσεων επικοινωνίας τους, τρέπεται σε τόπο.
Αν και συχνά στον ρου της Ιστορίας διαπιστώνουμε σχετική απαξίωση του Πανεπιστημίου, αυτό παραμένει ένας χώρος ου-τοπικός άρα χώρος ελευθερίας, που δεν εξομοιώνεται με τον απλό δημόσιο χώρο μιας πλατείας, ενός πάρκου, ενός πεζοδρομίου.
Αξίζει άραγε μια συζήτηση σήμερα για το Πανεπιστήμιο, ως δημόσιο χώρο, όταν το κυρίαρχο ιδεολογικο-οικονομικό αφήγημα ορίζει το Πανεπιστήμιο με όρους καπιταλιστικής οικονομίας- επένδυση, απόδοση, κόστος, ωφέλεια, αναδιάρθρωση, πιστοποίηση κλπ.;
Η απάντηση είναι ναι.
Ήδη από τον Μεσαίωνα η παρουσία Πανεπιστημίου και άρα πλήθους νέων, συχνά ετεροχθόνων, έθετε προβλήματα στην πολιτική εξουσία για την επιτήρηση και τον έλεγχο ηθών και πράξεων των νέων κατά την επαφή τους με το κοινωνικό σώμα της πόλης.
Κατά τον 20ο αι., με την αύξηση του φοιτητικού πληθυσμού και των αναγκών σε πανεπιστημιακά κτίρια και υποδομές, αναδύθηκε ο ειδικός τεχνικός τομέας της πανεπιστημιακής πολεοδομίας, με τον φονξιοναλισμό ως κυρίαρχη προσέγγιση-γρήγορη, φθηνή, μεγάλη παραγωγή δομημένου περιβάλλοντος-και με χωροθέτηση νέων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων ή αποκέντρωση τμημάτων τους στα περίχωρα της πόλης.
Γνωρίζουμε ότι κατά κανόνα η προαστιοποίηση του Πανεπιστημίου οδήγησε σε μέτριες πολεοδομικού χαρακτήρα λύσεις, πλην όμως πέτυχε την απομάκρυνση συχνά ζωηρών διδασκόντων και κυρίως απείθαρχων φοιτητών στην αστική περιφέρεια σε περίκλειστα campus (και ο όρος έχει τη σημασία του, καθώς αρχικά σημαίνει στρατόπεδο, εργοτάξιο και τα συναφή).
Η ανταγωνιστικότητα, η διεθνοποίηση, η αξιολόγηση-πιστοποίηση-κατάταξη αποτελώντας το Saint Graal, των εκσυγχρονισμένων, άρα προσαρμοσμένων στις επιταγές της αγοράς main stream πανεπιστημιακών ομάδων, οδηγούν σε όξυνση των ανισοτήτων, του ανταγωνισμού και της επιχειρηματικού τύπου (καπιταλιστικής δηλαδή) αυτονόμησης των ιδρυμάτων, εις βάρος βεβαίως του δημόσιου χαρακτήρα τους και της καλλιέργειας της ελευθερίας της γνώσης.
Η εμμονή στον λεγόμενο εξορθολογισμό και στη βιομηχανοποίηση αρχικά, στη βιοπολιτικοποίηση σήμερα και στη γραφειοκρατικοποίηση σίγουρα του Πανεπιστημίου, του αποστερεί την όποια συμβολική-ου-τοπική-και εγγενώς ελευθεριακή του υπόσταση.
H έννοια της ενσωμάτωσης-integration-γενικά, άρα και στην περίπτωση πόλης-πανεπιστήμιου, παραπέμπει σε μια αντίληψη περί κοινωνικής τάξης (order κι όχι class) μεταξύ πολιτικής εξουσίας και κοινωνικών ομάδων. Άρα αντανακλά την επιθυμία (κατά É. Durkheim) συμβίωσης σε μια κοινωνία πολυλειτουργική και με υψηλό καταμερισμό εργασίας, που οδηγεί σε εξατομίκευση και αποδυνάμωση της κοινοτικής συνείδησης, δηλαδή σε αλλοτρίωση. Το διαλεκτικά αντιφατικό νόημα αυτής της έννοιας συνεπάγεται, αντιθέτως, την πρωτοκαθεδρία του συλλογικού έναντι του ατομικού, με όρους συνειδητής συλλογικής πράξης, άρα με όρους ελευθερίας και δημιουργικότητας.
Δεν υπάρχει κοινωνική χωρίς χωρική-φυσική (έκταση-χρόνος-ενέργεια) ενσωμάτωση αλλά ισχύει και η σχέση ανάδρασης: ο (φυσικός) χώρος ως τοπολογική μεταβλητή συμμετέχει στην αναπαραγωγή της κοινωνίας. Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι ο φυσικός χώρος, που εμπεριέχεται στον κοινωνικό χώρο, υπάγεται στην ανθρωπογεωγραφία και στην κοινωνική μορφολογία. Η όποια «θερμοδυναμική» αναταραχή στον κοινωνικό-δημόσιο χώρο, προφανώς επενεργεί στις φυσικές του συνιστώσες, πολύ περισσότερο όταν το Πανεπιστήμιο είναι ο κοινωνικός-δημόσιος χώρος, όπου αενάως διακυβεύεται η ελευθερία της γνώσης.
Ας ολοκληρώσουμε αυτές τις σκέψεις μέσα από τη γενεαλογία του Πανεπιστημίου.
Α. Το παραδοσιακό Πανεπιστήμιο
Το Πανεπιστήμιο ιδρύεται ως κορπορατίστικη οργάνωση, ως προνομιακή ένωση διδασκόντων-διδασκομένων, δηλαδή κάτι πολύ περισσότερο από απλός χώρος διδασκαλίας-κτίριο ή κτιριακό σύμπλεγμα.
Το Πανεπιστήμιο γεννιέται ως τόπος γνώσης κατά τον Μεσαίωνα, αποτελώντας απόπειρα αποδέσμευσης της γνώσης από τον επισκοπικό έλεγχο (11ος αι.) που αργότερα αποκτά θεσμική υπόσταση (12ος αι.).
Αν το Πανεπιστήμιο προσέδιδε κύρος σε πόλεις, όπως η Μπολόνια, το Παρίσι, η Οξφόρδη, σε κάποιες άλλες δημιουργεί εύλογη ανησυχία, εξ ού και η άρνησή τους να δεχθούν τέτοια ιδρύματα στην επικράτειά τους.
Το μεσαιωνικό Πανεπιστήμιο καθορίζεται απ’ τη θρησκευτική αρχιτεκτονική (ιδίως μοναστηριακή- των αβαείων) και τη γενικότερη θρησκευτική κουλτούρα, ως χώρος ανδρικός, ελιτίστικος-αριστοκρατικός άρα και απολυταρχικός.
Μεταξύ 14ου και 18ου αιώνα έχουμε την παρακμή του Πανεπιστημίου.
Στην επαναστατική μάλιστα Γαλλία, η Convention καταργεί επισήμως στα 1793 το Πανεπιστήμιο για να επανιδρυθεί το 1896 (Γ’ Δημοκρατία).
Β. Το νεωτερικό Πανεπιστήμιο
Από τα τέλη του 18ου αιώνα έχουμε «επανίδρυση» του Πανεπιστημίου, που διαπνέεται από τον ριζοσπαστικό αστικό φιλελευθερισμό, που ανοίγεται στον λαό (με ό, τι δηλώνει τότε αυτή η έννοια) και ολοκληρώνεται με τις αρχές του νεωτερικού Πανεπιστήμιου που διατυπώνει ο W. von Humboldt.
Το Πανεπιστήμιο προικίζεται με εμβληματικά μεγαλοπρεπή μνημειακά, συνήθως νεοκλασικού ρυθμού (έχει κι αυτό τη σημασία του) κτίσματα, που τονώνουν στη πανεπιστημιακή κοινότητα ένα αίσθημα ανωτερότητας και τη βεβαιότητα του ανήκειν στην αριστοκρατία του πνεύματος, συχνά δε και του πλούτου. Παράλληλα δίδεται έμφαση στις εφαρμοσμένες επιστήμες και τέχνες.
Μέχρι τον μεσοπόλεμο κυριαρχούν τα νεοκλασικά ρυθμολογικά πρότυπα στην πανεπιστημιακή αρχιτεκτονική, που όμως υποχωρούν μπρος στην μοντερνιστική ορμή, που προβάλλει τις αρετές του φονξιοναλισμού.
Το Πανεπιστήμιο εκδημοκρατίζεται και ο πληθυσμός του αυξάνει. Η ανάγκη επέκτασης οδηγεί σε αναζήτηση (συχνά ενδεδυμένη με υγειινιστική και οικολογίζουσα ρητορεία) φθηνής γης στην αστική περιφέρεια.
Η χωροθέτηση του Πανεπιστημίου στην αστική περιφέρεια απομακρύνει ένα κοινωνικά ατίθασο και πολιτικά απείθαρχο νεανικό πληθυσμό από το κέντρο της πόλης, εγκαθιστώντας τον σε προκάτ κτίσματα, ευτελούς αρχιτεκτονικής. Το διαζύγιο πόλης-πανεπιστημίου συντελείται πιο εύκολα με ανεπαρκέστατες συγκοινωνιακές συνδέσεις και απουσία από την περιφέρεια βασικών αστικών λειτουργιών, απαραίτητων για τη ζωή των φοιτητών.
Οι περιπτώσεις των πανεπιστημίων της Nanterre και της Vincennes στο Παρίσι είναι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Σ’ αυτά τα νέα ιδρύματα εντάσσονται σημαντικοί πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, που ασφυκτιούν στην αποπνικτική ατμόσφαιρα της Σορβόννης και βρίσκουν εκεί έδαφος πρόσφορο για νέα καλλιέργεια της ελεύθερης γνώσης. Πρόκειται για τους Lefebvre, Baudrillard, Ricoeur, Touraine, Foucault, Deleuze, Guattari, Rancière κ.α. που ακολουθούνται από ριζοσπάστες φοιτητές. Μη λησμονούμε, άλλωστε, ότι ο Μάης του ’68 ξεκίνησε απ’ τη Nanterre και το κίνημα της 22ας Μάρτη. Αλλά αυτό δεν ήταν παρά η θρυαλλίδα που πυροδότησε την εξέγερση των φοιτητών της Σορβόννης, της Νέας Σορβόννης και της Σχολής Καλών Τεχνών στη ιστορική καρδιά του Παρισιού, στο ευρύτερο Quartier Latin.
Γ. Το Πανεπιστήμιο σήμερα
Σήμερα η στρατηγική του Πανεπιστημίου, ήδη ειπώθηκε πιο πάνω, είναι η διεθνής αναγνώριση, η ανταγωνιστικότητα και η επιχειρηματικότητα.
Παράλληλα αμφισβητείται το καταστατικό δικαίωμα του Πανεπιστημίου για κρατική επιδότησή του, που οδηγεί στην υποχρηματοδότηση υποδομών και εγκαταστάσεων και τονώνεται ο προσανατολισμός αξιοποίησης πόρων κάθε είδους επιχειρηματικής δράσης-πώληση κατάρτισης, καινοτομίας μέχρι και υπηρεσιών κτηματομεσιτικού τύπου-βλ. περίπτωση Rosa Nera).
Η γνώση χάνει την ολότητά της, κατατεμαχίζεται κι αυτό αποκτά και φυσικό αποτύπωμα με δημιουργία ασύνδετων και συχνά ανταγωνιστικών μεταξύ τους τομεακών σχολών.
Το Πανεπιστήμιο λειτουργεί πια ως ρυθμιστής χώρου, εργολάβος και διαχειριστικός εταίρος της πόλης, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, στο ΗΒ, στον Καναδά, ή και τη Γαλλία.
Αξιολογούνται θετικά στις διεθνείς κατατάξεις όλες αυτές οι νέου τύπου δράσεις και προσανατολισμοί του Πανεπιστημίου. Από την άλλη πλευρά οι σχετιζόμενες πόλεις με τέτοιου τύπου Πανεπιστήμιο νοιώθουν ότι ενισχύεται η ανταγωνιστικότητά τους έναντι άλλων πόλεων.
Έχει ιδιαίτερο, όμως, ενδιαφέρον η περίπτωση Πανεπιστημίου τύπου “outreach”. Ως τέτοια αναγνωρίζονται μεγάλα αμερικανικά πανεπιστήμια. Επιδίδονται στην κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία, στη φιλανθρωπία, σε λειτουργίες κοινής ωφέλειας, αθλητικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις, ιατρικές και άλλες προνοιακές δράσεις προς όφελος της πόλης με την οποία συνδέονται. Και προφανώς έχουν, ως αντίδωρο, μεγάλα οφέλη, ιδίως με την αναγνώρισή τους, ως μη κερδοσκοπικών-κοινωφελών οργανισμών και τις συνεπαγόμενες φοροεκπτώσεις και φοροαπαλλαγές, παίζοντας πολύ και στο πεδίο της εθελοντικής προσφοράς (απλήρωτης ή υποαμοιβόμενης εργασίας αλλά με υποσχετικές για μελλοντική ανταμοιβή). Τέτοιο είναι στην Ελλάδα το καθεστώς των διαφόρων ιδρυμάτων με επωνυμίες αποθανόντων συνήθως (αν και μερικές φορές δεν περιμένουν καν να πεθάνουν πρώτα) μεγαλοεπιχειρηματιών και πολιτικών, πάντοτε ευεργετών.
Στα καθ’ ημάς, αντ’ αυτού, θάλλει το σύστημα της απ΄ευθείας ανάθεσης (για υπηρεσίες προς τρίτους) και της αυτεπιστασίας (για εσωτερικά έργα-in house υλοποίησης) με υψηλούς προϋπολογισμούς αρχιτεκτονικών-πολεοδομικών και κτιριοδομικών προγραμμάτων.
Συνοψίζοντας, η τυπολογία του φυσικού πανεπιστημιακού χώρου είναι αποκρυσταλλωμένη σύμφωνα με τρία πρότυπα:
Μεγάλα κτιριακά συμπλέγματα στον πυκνό αστικό κεντρικό ιστό, ως απομεινάρια της ιστορικής αρχιτεκτονικής πανεπιστημιακής παράδοσης. Κάποια σε λειτουργία (ΕΚΠΑ) και άλλα σε προϊούσα εγκατάλειψη (ΕΜΠ).
Μεγάλες πανεπιστημιουπόλεις στην αστική περιφέρεια και σε αποστάσεις 10-20 χλμ. από το αστικό κέντρο.
Αστικές πανεπιστημιουπόλεις σε επαφή με την πόλη και ιδίως με το κέντρο της. Τέτοια είναι η πανεπιστημιούπολη του ΑΠΘ, όπως προέκυψε ως υβρίδιο των δύο προηγούμενων μορφών, συνδυάζοντας αρετές και των δύο. Δηλαδή αρχιτεκτονική ποιότητα (Καραντινός, Βαλεντής, Φινές κλπ.) με εξασφάλιση ελεύθερων χώρων (πάρκα, πλατείες) και βλάστησης.
Θα κλείσω με λίγα λόγια ειδικά για το ΑΠΘ.
Το ΑΠΘ, σε αντίθεση με το Αθήνησι, που ιδρύεται το 1837 επί ακμάζουσας βαυαροκρατίας και ως χώρος παίρνει τα εμβληματικά και μνημειακά χαρακτηριστικά της θεσμισμένης κεντρικής αστικής κρατικής δομής, ιδρύεται λίγο μετά τη μικρασιατική καταστροφή, σε περίοδο εθνικής περισυλλογής και ανασύνταξης (1925) μα και αμφισβήτησης παραδοσιακών βεβαιοτήτων: Ρώσικη και κεντροευρωπαϊκές επαναστάσεις, ανάδυση του φασισμού. Άνθηση κινημάτων Λόγου και Τέχνης με τις κοινωνικές τους προεκβολές-Νταντά, Σουρεαλισμός, Φουτουρισμός κλπ.
Χωροθετείται αρχικά εκτός πόλης, στη Βίλλα Αλατίνη, στο Ντεπώ αλλά σύντομα πλησιάζει στην πόλη, καταλαμβάνοντας την παλιά οθωμανική σχολή δημόσιας διοίκησης, Ιδαδιέ, δυτικότροπου νεοκλασικού αρχιτεκτονικού ρυθμού, που το 1913 μετατρέπεται σε στρατιωτικό νοσοκομείο. Εκεί στεγάζεται σήμερα η Φιλοσοφική Σχολή. Κοντά όμως, στην απέναντι γειτονιά, βρίσκεται το στρατόπεδο (campus) της έφιππης χωροφυλακής, της οποίας οι σπαθοφόροι επανειλημμένα επιτέλεσαν με μοχθηρία το αιμοβόρο έργο τους- κατάληψη του Πανεπιστημίου το 1931 και πρόσκληση της χωροφυλακής για εκκένωσή του από τον κατοπινό δωσίλογο πρύτανη Βιζουκίδη, απεργία καπνεργατών τον Μάη του ’36 κλπ.
Την εποχή εκείνη στο ΑΠΘ φοιτούν κάποιες εκατοντάδες φοιτητών, μεταξύ των οποίων κι ο πατέρας μου, του οποίου αξιοποίησα μαρτυρίες.
Ψυχή και εγκέφαλος του ΑΠΘ η Φιλοσοφική με τους μεγάλους δασκάλους-Θεοδωρίδη, Κακριδή, Τριανταφυλλίδη, Ρωμαίο, Αποστολάκη- που γύρω της δημιουργούνται βαθμιαία η ΣΘΕ και η Νομική, η Γεωπονική και η Ιατρική.
Χρόνια μετά και τη λήξη του Εμφυλίου ιδρύονται η Πολυτεχνική, η Οδοντιατρική κλπ., σε ίδιες υποδομές που ανεγείρονται στον χώρο του παλιού εβραϊκού νεκροταφείου, όπου τότε ακόμα χάσκουν συλημένα μνήματα που όλα βεβηλώθηκαν το 1943 από τους Ναζί και, κυρίως, από τους ντόπιους αντισημίτες συνεργάτες τους.
Ο χώρος του εβραϊκού νεκροταφείου ήταν εκτός αστικού ιστού, στα κοντινά περίχωρα της τότε πόλης, που παρακολουθεί τη σταδιακή ακανόνιστη διάχυσή της, εκείθεν του κατοπινού campus, προς Τριανδρία, Κάτω Τούμπα και 40 Εκκλησιές.
Σημειωτέον, ότι μάρμαρα του εβραϊκού νεκροταφείου χρησιμοποιήθηκαν ως δομικά υλικά, ακόμη και στον Ναό του Αγίου Δημητρίου.
Σήμερα η πανεπιστημιούπολη ΑΠΘ έκτασης περίπου 35ha βρίσκεται σε στενή επαφή με την πόλη και ιδίως με το κέντρο της. Καθορίζεται απ’ αυτήν, κινούμενη στους ρυθμούς της. Αλλά και την καθορίζει με τη ζωντάνια της φοιτητικής κοινότητας, ιδιαίτερα σε περιστάσεις κοινωνικής έντασης και πύκνωσης της πολιτικής δράσης, όπως η τωρινή.
Αλήθεια, ποιός θα ήταν ο αντίκτυπος των κινητοποιήσεων τις περιόδους 2006-2008, 2011-2012 και τώρα, αν το Πανεπιστήμιο ήταν στα Βασιλικά ή τη Θέρμη, ή έστω στη Σταυρούπολη (Στρ. Π. Μελά); Ή και παλιότερα η επίδραση της κατάληψη της Πολυτεχνικής τον Νοέμβρη του ’73 κι ακόμα παλιότερα οι καταλήψεις του ’31 και του ’67;
Γι’ αυτό και υπήρξαν σχέδια επί σχεδίων απομάκρυνσης Σχολών και πρωτίστως της Πολυτεχνικής. Βέβαια γι’ αυτήν δεν ήταν μόνο πολιτικής ουσίας σχέδια (αποφυγή επαφής της συνήθως πολιτικά ταραχώδους Πολυτεχνικής με την πόλη) αλλά και επιχειρηματικής στόχευσης επέκταση κερδοφόρων, δηλαδή αγοραίων δραστηριοτήτων μερίδας καθηγητών, που απαιτούν όλο και μεγαλύτερες επιφάνειες για τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες.
Το θέμα της απότμησης και απομάκρυνσης Σχολών του ΑΠΘ από την πανεπιστημιούπολη δεν έχει κλείσει. Οι αντίστοιχες αποδομητικές εξελίξεις του ΕΜΠ και του ΕΚΠΑ, που εξορίσθηκαν στις υπώρειες του Υμηττού ας μας κρατούν σε εγρήγορση.
*Ο Χρ. Ταξιλτάρης είναι καθηγητής στο τμήμα Αγρονόμων Τοπογράφων Μηχανικών ΑΠΘ