Oliver Gloag, Ξεχάστε τον Καμύ, μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου 2023, σελ. 180
Ωραία το παίζουν οι μη βίαιοι: ούτε θύματα ούτε δήμιοι! Καλώς, λοιπόν!
Ζαν -Πωλ Σαρτρ
Το δοκίμιο του Καμύ “Ούτε δήμιοι ούτε θύματα” έκανε θραύση, λίγο μετά τη μεταπολίτευση, και στη χώρα μας. Τα τραπεζάκια, που πουλούσαν βιβλία, στο Αριστοτέλειο, το είχαν όλα. Το βιβλιαράκι είχε εκδοθεί από τον «Ελεύθερο Τύπο», έναν από τους πιο επιδραστικούς αναρχικούς εκδοτικούς οίκους της εποχής εκείνης το 1979, τη χρονιά, δηλαδή των μεγάλων καταλήψεων στα πανεπιστήμια, των πρώτων αγώνων που κατάφεραν την κατάργηση ενός νόμου του καραμανλικού κράτους.
Η περίοδος εκείνη και μερικά χρόνια μετά, από μια άποψη, ήταν ό,τι κοντινότερο υπήρξε στα κινήματα του ’68 στην Ευρώπη. Αντιαυταρχικό, ακόμη περισσότερο, ιδιότυπα αντιεξουσιαστικό, λίγο σαν καρναβάλι, έδωσε τη δυνατότητα να έρθουν στο προσκήνιο θεματικές, οι οποίες -φυσικά και από την Αριστερά της εποχής- θεωρούταν απολύτως περιθωριακές. Η διανοητική συνθήκη επέτρεπε να γίνουν και να ειπωθούν πολλά έως τότε παραγνωρισμένα, έως και αόρατα.
Ο Καμύ, λοιπόν, εκλήφθηκε ως συμβατός με μια ορισμένη αναρχία.
Παράδοξο, θα έλεγα. Ο δε Σαρτρ θα έφριττε.
Η συνέχεια του παραθέματος, που προηγείται, άλλωστε, είναι η εξής:
“Αφού δεν είστε θύματα, όταν η Κυβέρνηση που ψηφίσατε, όταν ο Στρατός που υπηρέτησαν οι μικρότεροι αδελφοί σας, χωρίς δισταγμούς και τύψεις κάνουν “γενοκτονία”, τότε είστε αναμφίβολα δήμιοι”.
Ο Σαρτρ τα γράφει αυτά στον πρόλογο του βιβλίου του Franz Fanon Της γης οι κολασμένοι. Βιβλίο μανιφέστο της ανάγκης για τα θύματα να δράσουν όσο βίαια απαιτείται ενάντια στους δήμιους, ώστε να πάψουν να είναι θύματα. Πρόκειται για μια κραυγή, που σπάει τη μειλιχιότητα πολλών ευγενών ψυχών, τα οποία «αναγνώριζαν» μια κάποια αδικία στη συνθήκη του αποικιοκρατούμενου, αλλά, ως συνεπείς οπαδοί της κατηγορικής προσταγής, που επιτάσσει να «είμαστε εναντίον της βίας, από όπου κι αν προέρχεται» καλούσαν, ακριβώς, να μην είμαστε ούτε δήμιοι ούτε θύματα. Τι να είμαστε, λοιπόν;
Να πώς το βλέπει ο Φανόν -οπτική, που μοιράζεται απολύτως ο Σαρτρ:
“Η αποικιοκρατία δεν είναι μια σκεπτόμενη μηχανή ούτε ένα σώμα προικισμένο με ορθό λόγο. Είναι βία στη φυσική κατάσταση και μπορεί να καμφθεί μόνον από μια ισχυρότερη βία”.
Η προσφυγή στην αντιαποικιοκρατική αντιβία, σε μια περίοδο, μάλιστα, που η εξέγερση στην Αλγερία και η αγριότητα της Γαλλικής αποικιοκρατίας είναι στην αποκορύφωσή τους, είναι τόσο εύλογη, που η «αγανάκτηση» απέναντι στη βία, γενικώς, είναι γνήσια αγανάκτηση απέναντι στους μαυριδερούς και μόνο.
Ο Gloag παραθέτει στοιχεία, που δείχνουν πως, πάντοτε, οι ίσες αποστάσεις δεν είναι και πολύ ίσες. Στις 8 Μαΐου 1945, ημέρα λήξης του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, στις πόλεις Σετίφ και Γκελμά οργανώνονται διαδηλώσεις από τους Αλγερινούς για την απελευθέρωση ενός ηγέτη τους και την ανεξαρτησία της Αλγερίας. Η αστυνομία επιτίθεται, οι συγκρούσεις επεκτείνονται, άμαχοι Γάλλοι σκοτώνονται. Παρεμβαίνει ο στρατός, η πολεμική αεροπορία ρίχνει 41 τόνους βομβών στα εξεγερμένα χωριά, ναυτικό και στρατός βομβαρδίζουν με όλμους. Ο απολογισμός είναι περίπου 10000 νεκροί, σύμφωνα με τους Γάλλους, 17000 κατά τους Αμερικανούς. Επρόκειτο, για άλλη μια φορά, για κρατική σφαγή άμαχων πληθυσμών. Ο Καμύ έκανε ρεπορτάζ στην Αλγερία κατά τη διάρκεια αυτών των γεγονότων. Να, η περιγραφή, που δίνει: “Οι σφαγές της Γκελμά και του Σετίφ προκάλεσαν στους Γάλλους της Αλγερίας βαθιά αγανάκτηση και δυσαρέσκεια. Η καταστολή που ακολούθησε ανέπτυξε στις αραβικές μάζες ένα αίσθημα φόβου και εχθρότητας”.
«Για τον Καμύ, επομένως, η «σφαγή» είναι οι κάπου εκατό νεκροί Γάλλοι […] Αντίθετα, ο θάνατος πάνω από 10000 Αλγερινών αμάχων, που δολοφονήθηκαν συστηματικά […] δηλώνεται με τη σεμνότυφη λέξη «καταστολή»» (σελ. 36).
Άλλωστε, o Καμύ δεν μασάει πάντα τα λόγια του. Καταμεσής της αλγερινής αντιαποικιακής πάλης, το 1958, θα εκτιμήσει ότι “[π]ρέπει να θεωρήσουμε τη διεκδίκηση της εθνικής ανεξαρτησίας της Αλγερίας εν μέρει (sic, Χ.Λ.) ως έκφραση ενός νέου αραβικού ιμπεριαλισμού”!
Ένα χρόνο αργότερα, θα δηλώσει, τηρώντας την ίδια γραμμή: “αν η Αλγερία γίνει ανεξάρτητη, θα εγκαταλείψω τη Γαλλία. Θα φύγω στον Καναδά”.
Ίδια είναι η στάση του και απέναντι στις σφαγές στη Μαδαγασκάρη, το 1947, όταν οι Γάλλοι δολοφονούν, σύμφωνα με την εκτίμηση ειδικών, περί τους 100000 Μαλγάσιους. Ο Καμύ, διατηρώντας την «απόστασή του» από τη βία, «απ’ όπου κι αν προέρχεται», θα πει: “[α]ντί για γνώμη, έχω περισσότερο την ίδια απέχθεια και για τις δυο μεθόδους”.
«Ελέγχει» τους δικούς τους Γάλλους, όταν δικαιολογούνται, δηλαδή όταν επικαλούνται το γεγονός ότι «και οι Μαλγάσιοι αντάρτες βασάνισαν Γάλλους». Σύμφωνα με τον Καμύ, “η δειλία και η εγκληματικότητα του εχθρού δεν δικαιολογεί να γίνουμε κι εμείς δειλοί και εγκληματίες”. Οι αποικιοκρατούμενοι, λοιπόν, είναι δειλοί και εγκληματίες. Οι, αναμφισβήτητα πολιτισμένοι, αποικιοκράτες Γάλλοι δεν πρέπει να τους μιμηθούν -αυτό είναι όλο!
Ο Καμύ, όμως, είναι δημοσιογράφος, λογοτέχνης, αλλά και φιλόσοφος. Ένας «φιλόσοφος του παραλόγου».
«Το παράλογο στον Καμύ αποτελεί παραδόξως ένα σύστημα και έναν τρόπο να δοθεί νόημα σε έναν κόσμο χωρίς νόημα. Υπάρχουν δύο παράλογα στον Καμύ. Το πρώτο κάνει μια διαπίστωση: νόημα δεν έχει ούτε η ζωή ούτε ο θάνατος. Το δεύτερο κομίζει μια παραίνεση: πρέπει να ζεις τη ζωή σου σαν “παράλογος άνθρωπος”, αποδεχόμενος ότι η ανθρώπινη νοημοσύνη είναι ανίκανη να δώσει νόημα στον κόσμο» (σελ. 33). Βέβαια, κάποια στιγμή θα δηλώσει, με απόλυτο τρόπο: “Πιστεύω στη δικαιοσύνη, αλλά θα υπερασπιστώ τη μάνα μου πριν από τη δικαιοσύνη”. Που σημαίνει, ίσως, πως κάποιο «νόημα» υπάρχει, πράγμα που σχετικοποιεί το «παράλογο του κόσμου». Θέλω να πω, εδώ η βιολογία δίνει μια μοναδική απάντηση: το συγκεκριμένο -η μάνα- επιλέγεται πάντα απέναντι στο αφηρημένο -την ισότητα, την αδελφοσύνη, τη δικαιοσύνη, ακόμη και την ελευθερία (των άλλων, ιδίως). Τι περισσότερο να ζητήσουμε κόντρα στο «παράλογο»;
Ο Σαρτρ δεν εκτιμούσε καθόλου τη φιλοσοφική παιδεία, πολύ περισσότερο τη σχετική συμβολή του Καμύ. Όποιος έχει διαβάσει την Κριτική του Διαλεκτικού Λόγου ή το Είναι και Μηδέν του πρώτου και το Μύθο του Σισύφου του Καμύ, είναι εύκολο να επιβεβαιώσει την κρίση του Σαρτρ.
Η προσφυγή στο «παράλογο» γίνεται προσχηματική, όταν, όπως προείπα, επιλέγεται το συγκεκριμένο έναντι του αφηρημένου, των «αξιών». Ο Σαρτρ, αντιστρέφοντας, του επιστρέφει:
«Ένα παιδί πέθαινε, κι εσείς κατηγορούσατε τον παραλογισμό του κόσμου και τον τυφλό και κουφό Θεό, που είχατε δημιουργήσει για να μπορείτε να τον φτύνετε κατάμουτρα. Όμως ο πατέρας του παιδιού, αν ήταν άνεργος ή χειρώνακτας, κατηγορούσε τους ανθρώπους: ήξερε καλά ότι ο παραλογισμός της κατάστασής μας δεν ήταν ίδιος στο Πασί και στην Μπιγιανκούρ» (σελ. 104).
Υπάρχει, όμως, κάτι ακόμα. Είναι σαν η σκέψη του Καμύ να ωθεί σε ένα είδος «υπαρξιακού καταναλωτισμού» (!)
«Ο Μύθος του Σισύφου είναι επίσης ένας κατάλογος παραδειγμάτων από παράλογες ζωές […] Ο Δον Ζουάν είναι για τον Καμύ ένας παράλογος άνθρωπος, ένα από τα μεγάλα του πρότυπα. Διότι ο παράλογος άνθρωπος είναι ένας ατομικιστής. Είναι ελεύθερος από τους κοινούς νόμους, που εφαρμόζονται στους κοινούς ανθρώπους […] Αυτό που κάνει τον άνθρωπο παράλογο είναι η θέλησή του να προτάσσει μια ηθική «της ποσότητας» αντί της «ποιότητας», όπερ αφορά βέβαια και τις γυναίκες. Δεν υπάρχει συνεπώς μεγάλος έρωτας: “να μην πιστεύει στο βαθύτερο νόημα των πραγμάτων είναι ίδιον του παράλογου ανθρώπου”. Πρέπει να κάνει γρήγορα, δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο: “για όποιον αναζητά την ποσότητα των ηδονών, μόνο η αποδοτικότητα μετρά”. Εμφανιζόμενος ως εξπέρ στις κατακτήσεις, ο Καμύ εξηγεί τις «θυσίες» του και το γεγονός ότι η ζωή του τείνει προς την “άγρια ασωτία μιας ύπαρξης προσηλωμένης σε χαρές δίχως αύριο”» (σελ. 159).
Ο Σαρτρ, μάλλον εύλογα, θα δει σε αυτά κακοχωνεμένο Νίτσε και ακόμη πιο κακοχωνεμένο Χάιντεγκερ.
Θα μπορούσε να πει κάποιος, βέβαια, τι μας νοιάζουν σήμερα, όλα αυτά;. Και γιατί, ενώ, ας πούμε το θέμα είναι ο Καμύ, δίνουμε τόσο συχνά το λόγο στον Σαρτρ;
Στο τελευταίο, η καλύτερη απάντηση είναι αυτή που έδωσε ο Πωλ Νιζάν. Ο Σαρτρ πάει πάντα μαζί με τον Καμύ γιατί ο Καμύ “είναι μια δραστική αντι-Σαρτρ ουσία”. Διαχρονικά και μέχρι σήμερα. Τα μαντρόσκυλα, όπως χαρακτηρίζει ο Νιζάν τους καθεστωτικούς δημόσιους διανοούμενους, πριν ακόμη από τους «Νέους Φιλοσόφους» και μέχρι τους Ανρί -Λεβί, Ονφρέ και άλλους σημερινούς αντικομμουνιστές και ισλαμοφάγους, συνεχίζουν να βλέπουν το φάντασμα του Σαρτρ και να επικαλούνται διαρκώς τον Καμύ. Οι ακροκεντρώοι του έχουν ιδιαίτερη εκτίμηση. Ακόμη και ο Μακρόν τον έχει κορώνα στο κεφάλι του.
Η στάση του Καμύ απέναντι στην Αλγερία ή στη Μαδαγασκάρη, όπως εκτέθηκε πιο πριν, συνάδει τόσο με αυτήν, που παίρνουν τα μαντρόσκυλα, απέναντι σε όσα κάνει το Ισραήλ εδώ κι ένα χρόνο -αυτοάμυνα με 50000 άμαχους νεκρούς από το Νετανιάχου, σφαγή από τη Χαμάς- που είναι σαν να παρακολουθούμε μια αληθινή μετεμψύχωση.
De te fabula narratur, θα λέγαμε και στους δικούς μας πατριώτες αντίστοιχους[1].
Γιατί, όπως γράφει ο Σαρτρ -νάτος πάλι!-, προς τους «ψευτοδιανοούμενους», «αφ’ ης στιγμής απαγορεύεις τη βία στους καταπιεσμένους, μικρή σημασία έχει αν απευθύνεις ήπιες κατηγορίες στους καταπιεστές […] Αυτοί ξέρουν καλά ότι τέτοιες κατηγορίες είναι σκέτη βιτρίνα, καθώς ο ψευτοδιανοούμενος στόχο έχει να απαγορεύσει στις πραγματικές δυνάμεις των καταπιεσμένων να μετατραπούν σε διεκδικήσεις υποστηριζόμενες με τα όπλα» (σελ. 92).
[1] Αν μπεις στον «κακό το δρόμο», βέβαια, σε παίρνει η μπάλα, ακόμη κι αν δεν είσαι ψευτοδιανοούμενος. Όποιος θέλει να το διαπιστώσει, ας δει το άρθρο του πιο σοβαρού, ίσως, φιλελεύθερου στη χώρα μας, του Αριστείδη Χατζή, στην Καθημερινή της 13ης Δεκεμβρίου. Πραγματικά αποκαλυπτικό.