in

Ποιοι και γιατί μισούν τη μεταπολίτευση; Του Δημήτρη Λαβατσή

Ποιοι και γιατί μισούν τη μεταπολίτευση; Του Δημήτρη Λαβατσή

Η ανατροπή των αξιών μετά το ‘89-‘93 και η τωρινή ασταθής, λόγω κρίσης, ηγεμονία των αξιών της δεξιάς

Τα 43 χρόνια από την πτώση της χούντας είναι ασφαλώς αρκετά ώστε οι άνθρωποι που είναι σε θέση, λόγω ηλικίας, να έχουν άμεσα και επεξεργασμένα βιώματα από την περίοδο που ξεκίνησε από τότε να έχουν λιγοστέψει απειλητικά. Έτσι εύκολα μπορούν να γίνονται αναφορές στην μεταπολιτευτική περίοδο με βάση ανομολόγητες σκοπιμότητες.

Προσωπικά, έχοντας μια ομολογημένη σκοπιμότητα και θεωρώντας την ιστορική αλήθεια πάντοτε Επαναστατική και επομένως συμφέρουσα, ακόμη κι αν δεν εξωραΐζει τα πράγματα για εμάς τους Αριστερούς, θεωρώ απαραίτητο πλέον  να μιλήσουμε εκ νέου με το δικαίωμα της θεώρησής μας, αλλά και αρνούμενοι να κάνουμε ιδεολογική χρήση της Ιστορίας.

Ας δούμε επιγραμματικά, λοιπόν, λόγω χώρου, τι ήταν η μεταπολίτευση και ποιές ήταν οι προϋποθέσεις της:

1.Η χούντα μετά το 1970-71 χάνει την παθητική ανοχή της κοινωνίας και οι διαπλεκόμενοι με αυτήν (περίπου 10% κατά τους υπολογισμούς συνεργατών του Κων. Καραμανλή) δεν μπορούν να μεσολαβήσουν για μια ελεγχόμενη μετάβαση σε ένα καθεστώς περιορισμένου κοινοβουλευτισμού που θα νομιμοποιούσε την χούντα εσαεί.
Ενώ οι ανάγκες του ελληνικού καπιταλισμού και η παγκόσμια κρίση του 1971-73 πίεζαν σε αυτήν την κατεύθυνση, η ανάπτυξη του αντιδικτατορικού κινήματος και του νεολαιίστικου ριζοσπαστισμού δεν αφήνει αυτή τη δυνατότητα (ελεγχόμενης από τη χούντα μετάβασης) και ακυρώνει κάθε προσπάθεια της χούντας να προσεταιριστεί την πλειοψηφία του παλιού πολιτικού προσωπικού. Το 1973 “ο τόπος βράζει”. Η κατάληψη της Νομικής Σχολής της Αθήνας, τον Φλεβάρη, ξεκινάει το μήνυμα «τι σόι δημοκρατία θα επέτρεπε η χούντα» και το Πολυτεχνείο το ολοκληρώνει. Μόνος δρόμος η απομόνωση του καθεστώτος και ο αγώνας για την πτώση του.

2. Οι κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες και η τεράστια πολιτισμική ανατροπή πολιτικοποιούν μαζικά και πρωτότυπα, υπόγεια και εξαιρετικά αποτελεσματικά, μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Οι ανάγκες της κοινωνίας, συμπιεζόμενες, συσσωρεύουν την ενέργειά της. Θα το πούμε και πάλι: “Ο τόπος βράζει”. Ενώ η καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, με δεκάδες νεκρούς και  χιλιάδες συλλήψεις, καθώς η αποδιάρθρωση των παράνομων οργανώσεων δίνουν την εντύπωση ότι η αστυνομία και η ΕΣΑ ελέγχουν την κατάσταση, στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο.

3. Το καθεστώς έχει απομονωθεί πλέον από την συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού και ο φόβος δεν αρκεί για να το κρατήσει όρθιο για πολύ. Όταν λοιπόν, μετά την καταστροφή της Κύπρου, το καθεστώς “βρίσκει ευκαιρία“ να καταρρεύσει, η κοινωνική δυναμική στα μεγάλα αστικά κέντρα εκφράζεται ασυγκράτητη.
 

Τι ήταν η μεταπολίτευση;

Περίοδος 1η, Ιούλιος ’74 – Αύγουστος ‘75: Ενώ το αίτημα της μεγάλης πλειοψηφίας είναι “Επιτέλους Δημοκρατία!”, δηλαδή “Δικαιώματα, να μην φοβάμαι το χωροφύλακα, ο στρατός στους στρατώνες, δημοκρατικοί θεσμοί, δικαιώματα ελεύθερου συνδικαλισμού και απεργίας, ΑΠΟΧΟΥΝΤΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΚΑΘΑΡΣΗ”, ο αστικός πολιτικός κόσμος μπορούσε να το μορφοποιεί σε μια πορεία “βλέποντας και κάνοντας”. Η Αριστερά εξαντλημένη από το βάρος της πολιτικής ήττας του πραξικοπήματος του 1967 περιόρισε την στρατηγική της σε αιτήματα απλής ένταξής της στο αστικό κοινοβουλευτικό παιχνίδι από το οποίο σε μεγάλο βαθμό αποκλείονταν καθ’ όλη την περίοδο 1951-67. Η νέα πολιτική του ελληνικού αστισμού, ο αστικός εκσυγχρονισμός, της έδωσε αυτή τη δυνατότητα και οι ηγετικές ομάδες των κομμάτων της Αριστεράς αρκέστηκαν σε αυτήν. Η εξαιρετικά έντονη διάθεση και  διαθεσιμότητα των υποτελών τάξεων για κοινωνικές ανατροπές αφέθηκε χωρίς κεντρικό πολιτικό στόχο από τη μεριά της παραδοσιακής Αριστεράς. Το κενό κάλυψε ο νεφελώδης ριζοσπαστικός λόγος του νέου φαινομένου, του ΠΑΣΟΚ.

Μπορούμε να πούμε συνολικά ότι ενώ οι διαθέσεις της πλειοψηφίας δεν είχαν όριο, η έλλειψη κοινωνικών οργανώσεων (εργατικών συνδικάτων και τοπικών κινήσεων), που η χούντα τις είχε διαλύσει από το 1967, φάνηκε καθοριστική έλλειψη κατά την πρώτη, μετά την πτώση της χούντας, περίοδο. Οι πολιτικές ηγεσίες της Αριστεράς, με την ηττοπάθεια του παρελθόντος τους, αποδέχθηκαν τον μοιραίο και κρυφοχουντικό Καραμανλή σαν αναγκαία μεταβατική λύση και προσπάθησαν να συγκροτήσουν τα κόμματά τους. Το ΠΑΣΟΚ από την άλλη, ενώ τέντωσε την κοινωνική δυναμική στα επί μέρους -συνδικαλιστική δράση, δημοτικές παρατάξεις, μάχες για αποχουντοποίηση- στο κεντρικό  επίπεδο υπέκυψε και αυτό στην αστική νομιμότητα όπως την καθόρισε η κυβέρνηση συνεργασίας Καραμανλή-Μαύρου. Πρώτα, τα αιτήματα μορφοποιούνται με το δημοψήφισμα για το πολίτευμα (προεδρευόμενη δημοκρατία). Έπειτα, οι εκλογές το Νοέμβρη του 1974 νομιμοποιούν πλήρως τον Καραμανλή με τη συνδρομή της ηττοπάθειας της Αριστεράς και του ανεκδιήγητου Μίκη Θεοδωράκη. Τέλος, η καταδίκη των πρωταιτίων του πραξικοπήματος τον Αύγουστο του 1975 σταθεροποιεί την κατάσταση. Παραμερίζεται έτσι το υφέρπον αίτημα συνολικής σοσιαλιστικής ανατροπής που μπορούσε να αναδειχθεί τους πρώτους μήνες μετά την πτώση της δικτατορίας.

Η 2η ΠΕΡΙΟΔΟΣ της μεταπολίτευσης, που ξεκινάει από τον Αύγουστο του 1975 και φθάνει ως τα τέλη της δεκαετίας του 1980, χαρακτηρίζεται από την συνέχιση της ηγεμονίας των αξιών της Αριστεράς. Η πλειοψηφία της κοινωνίας συνεχίζει πιο οργανωμένα να ζητάει πιο πολλή και ουσιαστική Δημοκρατία, πολιτικά και κοινωνικά Δικαιώματα, αξιοπρεπή εργασία για όλους, δυνατότητα στην μόρφωση και σε επαρκείς υπηρεσίες υγείας, συντάξεις ζωής και όχι πείνας. Ζητάει “Καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο” όπως εύστοχα παρατήρησε κάποιος φίλος. Εν πολλοίς, οι εντονότατοι μαζικοί, καθολικοί, ενωτικοί αγώνες των υποτελών τάξεων το καταφέρνουν: η πολιτική αλλαγή του 1981 εκφράζει και υλοποιεί, εν μέρει πάντα, τα κοινωνικά αιτήματα. Σε επίπεδο οικονομίας έχουμε αναδιανομή εισοδημάτων και άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και εκδημοκρατισμό του κράτους, φυσικά, με όριο την μη αμφισβήτηση του σκληρού πυρήνα του αστισμού.

Το κλίμα στην καθημερινότητα, στις σχέσεις των ανθρώπων στους εργασιακούς και άλλους κοινωνικούς χώρους είναι αισιόδοξο και η ζωή φαίνεται να χαμογελάει για πρώτη φορά στην συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού. Η πλήρης απασχόληση και η ύπαρξη κοινωνικού κράτους είναι κατακτήσεις του εργατικού κινήματος που αναπτύχθηκε με ορμή μαζικά (και γι’ αυτό χωρίς φόβο) και αυτό αποτελεί συνείδηση όλων των ηλικιακών στρωμάτων των εργαζόμενων τάξεων. Βεβαίως ούτε τότε δεν δένανε τα σκυλιά με τα λουκάνικα, ούτε και είχαμε κοινωνία αγγέλων, αλλά υπήρχε μια πολιτική και κοινωνική ηθική που έβαζε φραγμούς στον ατομισμό και την χυδαιότητα της επόμενης περιόδου.

Η 3η ΠΕΡΙΟΔΟΣ της παλινόρθωσης των αστικών αξιών ξεκινάει με την φθορά και τις αντιφάσεις της σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης του ΠΑΣΟΚ μετά τον Οκτώβριο του 1985. Στον τότε Δυτικό κόσμο η επέλαση του νεοφιλελευθερισμού ως προτάγματος αλλά και σαν συγκεκριμένη οικονομική και κοινωνική πρακτική ενισχύεται από την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού στο τέλος της δεκαετίας. Η ανυπαρξία ανατρεπτικής στρατηγικής από τις δυνάμεις της Αριστεράς σε όλη την Ευρώπη (και στην Ελλάδα) δίνει τον απαραίτητο χώρο και αφήνει την πρωτοβουλία των κινήσεων στο νέο φαινόμενο. Η κουλτούρα του ατομισμού, ο ανταγωνισμός με τον διπλανό για την ατομική κοινωνική και οικονομική άνοδο και ο καταναλωτισμός προτείνονται ως πρότυπα ζωής. Να γίνουμε γκλαμουράτα άτομα με δύναμη…

Στην Ελλάδα τα νέα τζάκια και οι Κοσκωτάδες προβάλλονται ως πρότυπα επιτυχημένων ανθρώπων, πρότυπα για τους νέους. Το περιοδικό ΚΛΙΚ, το πρώτο περιοδικό αποκλειστικά life-style φθάνει να πουλάει πάνω από 200.000 τεύχη, προτείνοντας ως νόημα της ζωής αυτοκίνητα με μεταλλικό χρώμα, σινιέ ρούχα και πολυτελή μαγαζιά. Κατά την δεκαετία του 1990, βαθμιαία, τη θέση του πολίτη καταλαμβάνει ο καταναλωτής —πετυχημένος ή καρικατούρα είναι άλλο θέμα.

Για πρώτη φορά ίσως στην νεοελληνική ιστορία, η δεξιά κερδίζει σε επίπεδο αξιών την κοινωνική πλειοψηφία. Οι αξίες της ηγεμονεύουν, δηλαδή θεωρούνται ανώτερες ή οι μοναδικές ρεαλιστικές. Η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, συμπαρασύρει τις ήδη παρακμασμένες σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές στην Ευρώπη.

Έτσι με διαφορετικό βηματισμό σε διάφορες χώρες στις 5 ηπείρους αλλά και στην ελληνική περίπτωση, στην οποία αναφερόμαστε, ο κόσμος των κυρίαρχων τάξεων είχε την ψευδαίσθηση ότι έφθασε στο τέλος της ιστορίας, στον καλύτερο των δυνατών κόσμων. Αυτόν όπου όλα είναι εμπόρευμα και το νόημα της ζωής είναι η αγορά τους.

Μέχρι που το 2008 η μεγάλη κρίση στην Βορειοαμερικανική ήπειρο και μετά το 2010 στην Ευρώπη και στην Ελλάδα μας δείχνει δύο βασικά πράγματα για την κοινωνική εξέλιξη:

1.Ότι ο καπιταλισμός παράγει τις ίδιες τις κρίσεις του και μαζί με αυτές ανοίγει δυνατότητες για μια ενδεχόμενη ανατροπή του.

2. Ότι στον καπιταλισμό η έξοδος από την κρίση περνάει μέσα από την επιδείνωση της κατάστασης των υποτελών κοινωνικών τάξεων και επομένως είναι εγγενής η τάση των τάξεων αυτών να τροποποιήσουν τον καπιταλισμό ή και να τον ανατρέψουν. Αυτή η τάση είναι τόσο πιο έντονη όσο λιγότερο μπορεί να πείσει η άρχουσα τάξη ότι το δικό της συμφέρον είναι συμφέρον ολόκληρης της κοινωνίας. Είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της παρούσας κρίσης ότι ενώ στις δύο προηγούμενες μεγάλες κρίσεις του καπιταλισμού, στη δεκαετία του 1930 και στη δεκαετία του 1970, η άρχουσα τάξη είχε πρόταση εξόδου από την κρίση (κεϊνσιανισμός του Ρούσβελτ, νεοφιλελευθερισμός της Θάτσερ και του Ρήγκαν), σήμερα δεν έχει απολύτως τίποτα. Η κρίση στην Ελλάδα μετά το 2010 πολιτικοποίησε την εφησυχασμένη μέχρι τότε κοινωνική πλειοψηφία και παρήγαγε το αίτημα μιας άλλης κοινωνία. Το έλλειμμα όμως της αυτοπρόσωπης συμμετοχής του κόσμου της εργασίας -τα συνδικάτα έχουν φθαρεί μετά το ‘90 ή δεν υπάρχουν!- οδηγεί σε μεγάλο βαθμό στην ανάθεση στο κόμμα-σωτήρα και στον ηγέτη του. Η δε συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2015 απογοήτευσε οικτρά και ξαναφέρνει στο προσκήνιο, κάνει επίκαιρους, τους ακραίους του νεοφιλελευθερισμού που είχαν λουφάξει από το 2012.
 

Γιατί οι πολιτικοί της εξουσίας μισούν τη μεταπολίτευση;

Αυτοί δεν μπορούν να παράγουν κανένα σχέδιο πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης που να ικανοποιεί την πλειοψηφία. Το μόνο που τους μένει, μαζί με την καταστολή που ζητάνε συνεχώς από την κυβέρνηση της συνθηκολόγησης, είναι να συκοφαντούν τους αγώνες του παρελθόντος. Και να επιμένουν ακατάπαυστα ότι πρέπει απλώς να υποταχθούμε στην μητέρα τους, την καπιταλιστική αγορά, και στους κανόνες του κέρδους με όποιο κόστος.

Προς τούτο, βασιζόμενοι στην απόσταση του χρόνου που αναφέραμε πιο πάνω, αποδίδουν στους κοινωνικούς αγώνες των δύο πρώτων περιόδων της μεταπολίτευσης (1974-89) τα δεινά της πολιτικής και ηθικής σήψης της 3ης περιόδου η οποία είναι κατ’ εξοχήν η δικιά τους. Κατηγορούν τους αγώνες για κοινωνική δικαιοσύνη και τα καλά αποτελέσματα τους για όλα τα δεινά και την κοινωνική και οικονομική κρίση που παρήγαγε η περίοδος κατά την οποία αυτοί πήραν το πάνω χέρι και ξεσάλωσαν. Η περίοδος αυτή ξεκίνησε από το 1990 και μετά το διάλειμμα 1993-96, η πολιτική των νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ διεύρυνε τις κοινωνικές ανισότητες και συρρίκνωσε τη Δημοκρατία προς όφελος της εξουσίας του Κεφαλαίου. Είναι ακριβώς αυτές οι πολιτικές αυτής της τρίτης περιόδου που υπερχρέωσαν το ελληνικό κράτος και μας έφεραν στο σημερινό αδιέξοδο.

Επειδή, όμως, δεν τους συμφέρει, ούτε τους Μητσοτάκηδες, ούτε τους Βορίδηδες, ούτε τους Λοβέρδους και τις Γεννηματά να είναι ειλικρινείς, χρησιμοποιούν τον γενικό όρο «ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ» για να φορτώσουν αυτά που είναι πρόσφατα και επομένως γνωστά με βιωματικό τρόπο στον σημερινό πληθυσμό. Συκοφαντούν τους κοινωνικούς αγώνες για Δημοκρατία και Ισότητα της περιόδου 1974-89 για να διαβάλουν και τις αντίστοιχες κινητοποιήσεις 2011-2015, αλλά και τις μελλοντικές.

Έχουν δηλαδή κάθε λόγο να μισούν εκείνη την περίοδο γιατί γνωρίζουν τις πονηριές της Ιστορίας και ότι παρά την ήττα και τον εξευτελισμό της πρώην Αριστεράς, του ΣΥΡΙΖΑ, είναι δυνατόν η Αδικία και οι ανικανοποίητες ανάγκες που μας ταπεινώνουν (αυτές που ζούμε) να παράγουν μια νέα Αριστερά ευρύτερη αλλά και σαφώς πιο ταξική.

Ας μας πούνε, όμως, όλοι οι παραπάνω, που τολμάνε να χυδαιολογούν για την μεταπολίτευση: ήταν πιο ωραία στη χούντα όταν το παρακράτος έγινε επίσημο κράτος; Θεωρούν ιδανική Δημοκρατία το παντοδύναμο παρακράτος των ταγματασφαλητών από το 1946 έως το 1967 που έκανε κουμάντο σε κάθε βήμα της καθημερινής ζωής;

 

*Το παρόν άρθρο αποτελεί αναθεωρημένη εκδοχή άρθρου που δημοσιεύτηκε στο astaparis.gr

πηγή: Yabasta.gr

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Σε κίνδυνο δύο μεγάλα έργα στην Πιερία

Οι χαρούμενες διακοπές της καγκελαρίου. Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου