Fredric Jameson, Μια αμερικανική ουτοπία, μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας, σελ. 444, εκδόσεις angelus novus
Το 1989, ελάχιστοι υπερασπίζονταν τη Σοβιετική Ένωση. Οι περισσότεροι συμφωνούσαν πως η γραφειοκρατία της ήταν ετοιμοθάνατη […] Γιατί, λοιπόν, είχε τέτοια επίδραση η κατάρρευσή της [σε όλη την Αριστερά];
Τζόντι Ντιν
Είναι πολύς καιρός τώρα, που οι οργανώσεις και οι άνθρωποι της Αριστεράς έχουν, ολοκληρωτικά σχεδόν, εγκαταλείψει τη συζήτηση αναφορικά με τα ζητήματα της στρατηγικής. Αυτά, δηλαδή, που αφορούν το ριζικό μετασχηματισμό του κόσμου. Οι λόγοι είναι πολλοί κι ένας από τους πρώτους είναι η ιστορική ήττα του ταξικού κινήματος, τμήμα του οποίου ήταν η πολιτική Αριστερά.
Στο παράθεμα, που προηγείται, η Ντιν αναρωτιέται -ρητορικά, όμως- σχετικά με τις επιπτώσεις αυτού, που υπήρξε κάτι κατοπινότερο από το κύκνειο άσμα. Κάτι που δεν τελείωσε με ένα κρότο ούτε με ένα λυγμό, αλλά μέσα στη βαθιά περιφρόνηση. Που κανείς δεν θέλησε να το υπερασπιστεί -και πρώτα απ’ όλους η ίδια η εργατική τάξη.
Ο Τζέιμσον είναι γνωστός για μια έκφραση που έχει μετατραπεί σε ποπ διατύπωση: είναι ευκολότερο να φανταστούμε το τέλος του κόσμου παρά το τέλος του καπιταλισμού. Σε μια εξέλιξη της φράσης, που πάει πέρα από τη «φαντασία», ο Άγκον Χάμζα θα γράψει πως είναι ευκολότερο να τελειώσουμε τον κόσμο παρά να τελειώσουμε τον καπιταλισμό. Και θα συμπληρώσει: «Χωρίς ένα παγκόσμιο οργανωμένο κίνημα, η επανάσταση είναι απλώς αδιανόητη. [Α]ν δεν καταφέρουμε να δημιουργήσουμε ένα ισχυρό διεθνές κίνημα, τότε η πιθανότερη έκβαση θα είναι άλλος ένας παγκόσμιος πόλεμος» (σελ. 221).
Η πρωτοφανής ιστορικά ανημπόρια της Αριστεράς, που έχει μετατραπεί πια ακόμη και σε έλλειψη διάθεσης να οργανώσει ένα κίνημα υπέρβασης της καπιταλιστικής ύβρης, επέτρεψε, αν δεν εξώθησε, σε μια κατάσταση, στην οποία «[η] λαϊκή κουλτούρα σήμερα είναι γεμάτη οράματα που δείχνουν ότι μόνο μια αποκαλυψιακή Ημέρα της Κρίσης, που θα μας φέρει (πίσω) στο επίπεδο μηδέν της ύπαρξης, μπορεί να «επανεκκινήσει» της Ιστορία» (σελ. 191). Με τα λόγια του Τζέιμσον, «ακόμη και η αξιοσημείωτη αναβίωση και νέα άνθηση των μαρξιστικών αναλύσεων του καπιταλισμού και των αντιφάσεών του παραμένει περιέργως προσκολλημένη σε ένα αδύνατο παρόν χωρίς άλλο ορατό ιστορικό μέλλον πέραν της καταστροφής» (σελ. 98).
Η Αριστερά, ακόμη και στην πιο ριζοσπαστική αντικαπιταλιστική της εκδοχή λειτουργεί μέσα στο καπιταλιστικό πλαίσιο. Με αυτήν την έννοια, στην πραγματικότητα λειτουργεί αναπόδραστα στην υπηρεσία του κεφαλαίου. Όλα όσα θεωρούταν αστικά ιδεώδη, όπως η τυπική δημοκρατία, η φορολογική δικαιοσύνη, η ίδια η υπεράσπιση του συντάγματος -για τον Τζέιμσον πρόκειται για το πιο αντεπαναστατικό κείμενο στις ΗΠΑ- οι συχνές «νίκες» επί της ακροδεξιάς, αλλά υπέρ του ακραίου κέντρου (βλ. Μακρόν vs Λεπέν), είναι σήμερα οι μείζονες στόχοι της αριστερής πολιτικής.
Η Αριστερά δεν είναι σε θέση όχι να ανατρέψει τον καπιταλισμό, αλλά ούτε καν να τον ενοχλήσει, έστω λιγάκι. Ενώ «η αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι ανεπανόρθωτα διεφθαρμένη και ανίκανη να εκπληρώσει τις υποσχέσεις της […] τα αριστερά κόμματα πάντα συνθηκολογούν όποτε παίρνουν την εξουσία» (σελ. 16). Υποταγμένη σε μια συνθήκη ριζικού παροντισμού, όπου ο χρόνος εκλείπει, όπου «όλα είναι χώρος», στο πλαίσιο της «παγκοσμιοποίησης» είναι ανήμπορα, ελάχιστα, έστω, να διαμορφώσουν το μέλλον. Σύμφωνα με το Τζέιμσον, στη νέα διαλεκτική του πανταχού παρόντος χώρου με το βίωμα του χρονικού παρόντος, η ιστορία, η αίσθηση της ιστορίας είναι ο μεγάλος χαμένος: Το παρελθόν έχει περάσει, δεν μπορούμε να φανταστούμε το μέλλον.
Είναι εύλογο, λοιπόν, να κατισχύσει ο κυνισμός, ο γενικευμένος κυνισμός. Με μια έννοια, όλοι είμαστε μαρξιστές. Κατανοούμε την καταστροφική δυναμική του καπιταλισμού και τις λεηλασίες του. Η κοινωνία είναι μπροστά στα μάτια μας, διαφανής. Ενώ κατανοούμε, όμως, δεν διανοούμαστε ότι μπορούμε να σταματήσουμε την «πρόοδο» πριν να είναι αργά -αν δεν είναι ήδη.
Να είσαι κυνικός σημαίνει «να ξέρεις τι κάνεις, αλλά, παρ’ όλ’ αυτά να το κάνεις».
Κανείς δεν ξεγελιέται, κανείς δεν φενακίζεται, δεν παραπλανάται. Και, ταυτόχρονα, κανείς δεν αντιδρά.
Ο Τζέιμσον, επαναδιατυπώνοντας το γκραμσιανό «απαισιοδοξία της νόησης, αισιοδοξία της βούλησης», θα γράψει: κυνισμός της νόησης, ουτοπισμός της βούλησης. Στο δοκίμιό του θα στοχαστεί, λοιπόν, πάνω στις δυνατότητες της διατύπωσης της ουτοπίας κι έτσι και στις δυνατότητες της ίδιας της ουτοπίας. Θα στοχαστεί πάνω στις δυνατές μορφές της. Ποια θα είναι η υλική της βάση; Ποια τέχνη θα της αντιστοιχεί; Ποια λογοτεχνία θα παράγεται στον κομμουνισμό; Πόση εργασία και πόση σχόλη κι ηδονή; Πώς θα καλοδέχεται και τα πιο ανάρμοστα καπρίτσια; Πώς θα αντιμετωπίζει τα «θλιβερά πάθη» των ανθρώπων; Δεδομένου ότι «[σ]ήμερα, καμία ουτοπία, που υπόσχεται τον μοναχισμό του Τόμας Μορ ή τον αριστερό πουριτανισμό τόσων και τόσων νεότερων επαναστατικών παραδόσεων», πώς θα «παίξει» με τις πιο εξωφρενικές, από τη σημερινή σκοπιά, ιδέες; Πώς θα είναι ένας «παράδεισος για τεμπελχανάδες» χωρίς αυτό να βλάπτει την κοινωνία;
Ο κομμουνισμός είναι μια «τελειότητα», από αυτές που μόνο ο φιλοσοφικός Θεός διαθέτει; «Μπορεί κανείς να πιστέψει στα σοβαρά ότι η βαθιά αντιπάθεια που νιώθει μερικές φορές ένα άτομο για κάποιο άλλο θα εξαφανιστεί σε έναν τέλειο κόσμο; Ή ότι η αντιπαλότητα θα εξαλειφθεί από τις νεότερες γενιές, όποιου είδους ανταμοιβές κι αν αντικαταστήσουν τα χρήματα και το κέρδος; […] Ή, τέλος […], ότι ο φθόνος, […] θα σταματήσει με κάποιον τρόπο να βασανίζει τα ατελή βιολογικά πλάσματα που είμαστε και που δεν θα πάψουμε να είμαστε, ακόμα και στον «παράδεισο»» (σελ. 89);
Ούτε γίνεται ούτε απαιτείται. Δεν είναι ούτε δυνατό ούτε επιθυμητό για τον κομμουνισμό, την αταξική κοινωνία, να είναι «τέλεια».
Ο Τζέιμσον θα προσφύγει στο Λακάν, για να διευκρινίσει τα σχετικά ζητήματα. Γιατί η ψυχή, αυτή με τα «θλιβερά πάθη», είναι ουσιωδώς κοινωνική. Ο Άλλος -ως η κοινωνία ή η οικογένεια ή ο άλλος- είναι πάντοτε παρών, η ατομική επιθυμία είναι επιθυμία για τον Άλλο, η επιθυμία του Άλλου. Δεν είναι μια θετική επιθυμία, αλλά μάλλον φθόνος της απόλαυσης (jouissance) ή της ικανοποίησης του Άλλου, ως εάν να μας έκλεψε την απόλαυση. «Ο φθόνος», έλεγε ο Θωμάς Ακινάτης, «είναι η θλίψη για το αγαθό του πλησίον».
Η επιθυμία είναι επιθυμία για την επιθυμία. Η απόλαυση δεν μπορεί να ικανοποιηθεί. Η έλλειψη αυτή, ως μόνιμο γνώρισμα της ανθρώπινης κατάστασης, είναι ένα διηνεκές κάλεσμα για ένα φθόνο του Άλλου. Οι άλλοι είναι, πράγματι, η κόλαση και αυτή η κόλαση υπάρχει ακόμα και στον «παράδεισο».
Ο κομμουνισμός δεν είναι η κοινωνία της «απόλυτης και απόλυτα διασφαλισμένης» ευτυχίας. Είναι η κοινωνία, ωστόσο, που θα καταστρέψει κάποια από τα σημαντικότερα εμπόδια για την αναζήτηση της ευτυχίας. Όπως το έχει θέσει ο Γκόραν Θέρμπορν, κανένα πολιτικό σχέδιο δεν μπορεί να υποσχεθεί ευτυχία, υπάρχει μια υπαρξιακή διάσταση στην ανθρώπινη ζωή, που δεν υπόκειται σε κοινωνική ρύθμιση. Αυτό δεν σημαίνει πως θα πρέπει να κρατήσουμε τις κακές κοινωνίες μας, επειδή δεν έχουμε ένα εσχατολογικό αίτημα μπροστά. Υπάρχουν πράγματα απαίσια, η εκμετάλλευση, η καταπίεση οι πόλεμοι, η μαζική πείνα, οι συστηματικές διακρίσεις, η οικολογική καταστροφή, που είναι επαρκείς λόγοι, για να ισχυριζόμαστε την ανάγκη επαναστατικής, ριζικής αλλαγής του υπάρχοντος.
Ναι, αλλά, αφού και τα πιο ριζοσπαστικά κόμματα αδυνατούν να επιτεθούν πρακτικά στον καπιταλισμό; Αν δεν μπορούν να το κάνουν, ας το λένε συνεχώς και παντού. Να μιλάνε για τον κομμουνισμό και όσα συνδέονται μαζί του από τώρα. Αυτό που καθόλου δεν κάνουν, δηλαδή.
Να αναδεικνύουν, π.χ., τον αντεπαναστατικό ρόλο των εθνών -κρατών. Να αρνούνται την «αποδοτικότητα» με παρρησία. Να μιλούν, να ονομάζουν το τέρας, να κατακλύζει ο κομμουνισμός το λόγο τους.
Να απευθύνονται στην εργατική τάξη. Εκτός από την κοινωνική τάξη, όλα τα υποψήφια «υποκείμενα» της χειραφέτησης, «φυλές, κλαν, ομάδες, κοινότητες, Gemeinschaften, Gessalschaften, όχλοι, δημοκρατίες, αβασίλευτα πολιτεύματα, συνεταιρισμοί, ακόμη και πλήθη, […] όλ[α] τους αποδεικνύονται και ελαττωματικ[ά] και ιδεολογικ[ά]» (σελ. 40).
Ο Τζέιμσον θα προτείνει μια στρατηγική «προσέγγισης του στόχου», που εύκολα χαρακτηρίζεται παράδοξη. Η, από τώρα οικοδομούμενη δυαδική εξουσία, η μόνη γενική μορφή που μπορεί να έχει η κομμουνιστική στρατηγική, αποκτά μια ειδική εκδοχή, έκπληξη πραγματική. Δεν θα πω, όμως, κουβέντα.
Το δοκίμιο του Τζέιμσον συνοδεύεται από συμβολές, μεταξύ των οποίων και του Ζίζεκ, που συζητούν μαζί του, εμπλουτίζοντας τον τόμο.
Εξαιρετική μετάφραση, άψογη εκδοτική δουλειά, μοναδική προσφορά στους «ανήμπορους αριστερούς».