Μια κριτική παρουσίαση του βιβλίου του Γιώργου Αλεξάτου “Πλατεία Μπελογιάννη”, εκδόσεις ΚΨΜ.
Ένα μυθιστόρημα εναλλακτικής ιστορίας ή πολιτικής φαντασίας
Στην πραγματικότητα, λίγα πράγματα έχουν γραφτεί για το σοσιαλισμό. Πέρα από τους διαδεδομένους μύθους οι, ας πούμε «κλασικοί», συγγραφείς του μαρξισμού ασχολούνταν κυρίως με την ανάλυση του καπιταλισμού και της αστικής κοινωνίας και πολύ λιγότερο με «συνταγές για το μαγειρείο του μέλλοντος», όπως ανάφερε κάποια στιγμή ο Μαρξ. Στην εποχή του άλλωστε ευδοκιμούσαν πολλοί «προφήτες», οι οποίοι προέβαλλαν τις επιθυμίες τους για το κόσμο σε περιγραφές φανταστικών, μελλοντικών κοινωνιών. Ο Μαρξ, ο Ένγκελς, ο Λένιν, η Λούξεμπουργκ, ο Γκράμσι ή ο Μάο από την άλλη, ασχολήθηκαν κυρίως με τα συγκεκριμένα ζητήματα που θέτει η ταξική πάλη στο έδαφος της αστικής κυριαρχίας. Ο σοσιαλισμός εμφανίζεται ως ορίζοντας, ως πολιτικό και κοινωνικό επίδικο ή ως πλαίσιο πάλης. Μόνο όσοι και όσες από αυτούς ευτύχησαν να εργαστούν στις κοινωνίες που έζησαν τις μεγάλες επαναστάσεις του 20ου αιώνα, αναγκάστηκαν να επεξεργαστούν τα αντίστοιχα συγκεκριμένα ερωτήματα που προκύπτυν στην σοσιαλιστική κοινωνία. Έτσι, οι γενικές περιγραφές μιας μελλοντικής σοσιαλιστικής ή κομμουνιστικής κοινωνίας δεν ανήκουν μάλλον στη σφαίρα της επιστημονικής, ιστορικής ανάλυσης, αλλά στη σφαίρα της ιδεολογίας, της φαντασίας και της λογοτεχνίας.
Αυτό λοιπόν επιλέγει να κάνει ο Γιώργος Αλεξάτος σε αυτό το μυθιστόρημα «εναλλακτικής ιστορίας» και το κάνει μάλιστα πολύ καλά. Φαντάζεται, με εξαιρετικά ρεαλιστικούς όρους που δικαιολογούν την αναφορά σε «ιστορία», πώς θα ήταν μια σοσιαλιστική Ελλάδα και προσπαθεί να την περιγράψει με κάθε δυνατή λεπτομέρεια: από το πώς κυβερνούν οι εργαζόμενοι μέχρι το τί φοράνε και από την οργάνωση της κοινωνικής παραγωγής ως τη σύνθεση της Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ένα μυθιστόρημα «πολιτικής φαντασίας», που όπως και στην περίπτωση της επιστημονικής φαντασίας, η φαντασία είναι ριζωμένη στις δυνατότητες που προσφέρει η ίδια η πραγματικότητα.
Από τη νίκη στον Εμφύλιο ως την Εξέγερση της Ανάκτησης
Το σενάριο λοιπόν που παρουσιάζει ο συγγραφέας δεν είναι καθόλου εξωπραγματικό: χοντρικά, το 1945 το ΚΚΕ προετοιμάζεται έγκαιρα και αποφασιστικά για την αναμέτρησή του με το αστικό κράτος που μόλις αναδιοργανώνεται μετά την απελευθέρωση. Όταν στις αρχές του ’46 η κρατική τρομοκρατία οξύνεται, περνά άμεσα στην ένοπλη πάλη, αιφνιδιάζοντας τον διαλυμένο αστικό στρατό. Σϋντομα, ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας, αξιοποιώντας την εμπειρία και το δυναμικό του ΕΛΑΣ, απελευθερώνει μεγάλα κομμάτια της Βόρειας Ελλάδας ενώ, με την υποστήριξη σοσιαλιστικών χωρών, διαμορφώνει μέχρι το ’49 ένα αρραγές μέτωπο στο μέσο περίπου της χώρας. Τον Αύγουστο του ’49, αντί να πέφτουν τα τελευταία οχυρά στο Γράμο, στην Ελλάδα του συγγραφέα ο ΔΣΕ και οι εργαζόμενοι της Θεσσαλονίκης αποδιώχνουν τα τελευταία αποκομμένα κομμάτα του εθνικού στρατού από την πόλη, κηρύσσοντάς την πρωτεύουσα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Ελλάδας. Τα επόμενα χρόνια, η ΛΔΕ προσπαθεί να συγκροτήσει τη σοσιαλιστική της οικονομία και εξουσία. Πατώντας όμως στο κίνημα του ΕΛΑΣ, η διαδικασία αυτή εμπλέκει και κινητοποιεί μεγάλες μάζες εργαζομένων, οδηγώντας σε ένα σοσιαλισμό με ευρεία λαϊκή συμμετοχή, που στηρίζεται στην αυτοδιαχείριση της παραγωγής. Στον αντίποδα, οι εργαζόμενοι στο «Βασίλειο της Ελλάδος» στο νότο, βιώνουν τη φτώχεια, την εκμετάλλευση και την καταστολή του μετεμφυλιακού κράτους.
Η Λαϊκή Δημοκρατία δεν ήταν απαλλαγμένη από φαινόμενα γραφειοκρατίας, κρατικής καταστολής και ηγεμονισμούς: η μαζική συμμετοχή όμως των μαζών και η αδέσμευτη πολιτική της ηγεσίας του ΚΚΕ απέναντι στη Μόσχα οδήγησαν στα μέσα της δεκαετίας του ’60 σε μια νέα επαναστατική διαδικασία, το «κίνημα της Επιτάχυνσης» (μια πετυχημένη εκδοχή της Πολιτιστικής Επανάστασης), που έθεσε ως σκοπό την εμβάθυνση της εργατικής δημοκρατίας, την αποκαθήλωση της κομματικής γραφειοκρατίας και την επιτάχυνση τελικά του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Κομβικός στόχος σε αυτή τη διαδικασία, η υπέρβαση της διάκρισης θεωρητικής και χειρωνακτικής εργασίας: όλοι οι εργαζόμενοι θα μορφώνονται το ίδιο και θα συμμετέχουν εξίσου στο σχεδιασμό και την υλοποίηση της παραγωγής. Όσο το πείραμα ενός σοσιαλισμού με αυτοδιαχείριση και συμμετοχή πετύχαινε στο βορρά, τόσο ο νότος βυθιζόταν στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση, ώσπου το ’67 κυρήσσεται στρατιωτική δικτατορία. Η δικτατορία όμως αδυνατεί να διαλύσει το ισχυρό λαϊκό κίνημα, που στηρίζεται πολιτικά και ιδεολογικά στη ΛΔΕ. Η αποδιάρθρωση του χουντικού στρατού μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα στην Κύπρο, δίνει την ευκαιρία στο παλλαϊκό Δημοκρατικό Στρατό του Βορρά να «σπάσει τα σύνορα και να ενώσει τη χώρα», όπως ζητούσε το σύνθημα της εποχής.
Η νέα, ενωμένη Ελληνική Σοσιαλιστική Δημοκρατία, στην οποία διατηρείται τόσο ο κοινοβουλευτισμός όσο και οι σοσιαλιστικοί θεσμοί, θα δυσκολευτεί να βρει το βηματισμό της, προσπαθώντας να συνδυάσει ανταγωνιστικούς τρόπους παραγωγής και πολύμορφες κοινωνικές αντιθέσεις. Νέα φαινόμενα γραφειοκρατίας, πλουτισμού και διακρίσεων θα αναδυθούν, τα οποία θα κορυφωθούν μετά το ’89, όταν οι «εκσυγχρονιστές» βρεθούν στην πολιτική εξουσία και προσπαθήσουν να καταργήσουν τα σοσιαλιστικά κεκτημένα, ξεκινώντας πάντα από το διαχωρισμό θεωρητικής και χειρωνακτικής εργασίας. Η εργατική τάξη όμως, και ακόμα περισσότερο η νεολαία, δεν πείθονται τελικά να απεμπολήσουν όσα κέρδισαν, ξεκινώντας το χειμώνα του ’91 ένα νέο κίνημα, μέσα από μαθητικές καταλήψεις, που οδήγησε στην εξέγερση της Ανάκτησης. Από τότε η Σοσιαλιστική Ελλάδα, μια χώρα άπλετης ελευθερίας και κατοχυρωμένης ισότητας, παραμένει αναφορά για όλα τα κινήματα του κόσμου, ανατρέποντας σε μεγάλο βαθμό τους συσχετισμούς που προέκυψαν από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Το 2010 πια, και ενώ η Κομμουνιστική Διεθνής ανασυγκροτείται με έδρα το Λαύριο, ο κόσμος δεν μοιάζει και τόσο με αυτόν που ξέρουμε εμείς.
Ο σοσιαλισμός ως πεδίο ταξικής πάλης
Η σοσιαλιστική Ελλάδα του Γιώργου Αλεξάτου είναι μια χώρα που αξίζει να ζεις. Πρώτα από όλα, προσφέρει στους εργαζόμενους ένα αξιοπρεπέστατο επίπεδο διαβίωσης. Ο συγγραφέας επιμένει συνεχώς σε αυτό, και καλά κάνει, γιατί μετά από δεκαετίες αστικής προπαγάνδας (και σοσιαλιστικής αποτυχίας) έχουμε ξεχάσει ότι ο σοσιαλισμός ιστορικά είναι ένας υλικός και όχι ηθικός στόχος: δεν είναι μια πολυτελής ονειροπόληση (θυμάστε το γνωστό ρητό «δεν μας φτάνει η φτώχεια μας, θέλουμε και κομμουνισμό), άλλα ένα πρακτικό σχέδιο της εργατικής τάξης με σκοπό την κατάργηση της εκμετάλλευσης, ώστε οι εργαζόμενοι να ζουν καλύτερα.
Κυρίως όμως δεν είναι βαρετή: μακρύα από μια εικόνα μακάριας ενότητας, η σοσιαλιστική κοινωνία σπαράσσεται από βαθειές αντιθέσεις. Η ανάδυση μάλιστα των μαζών στο προσκήνιο επιταχύνει τη συγκρότηση κινημάτων, ακόμα πιο μαζικών και ριζοσπαστικών, γύρω από αυτές τις αντιθέσεις, οδηγώντας σε οξύτατες κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις, που υπερβαίνουν κάθε πλαίσιο πολιτικής ορθότητας. Ο σοσιαλισμός δεν «επαναστατικοποιεί» μόνο τα μέσα παραγωγής, αλλά πολύ περισσότερο, τις κοινωνικές σχέσεις, τις πολιτικές διαδικασίες, την πολιτιστική δημιουργία. Έτσι η «εναλλακτική ιστορία» των 60 χρόνων σοσιαλισμού στην Ελλάδα, όπως την αφηγείται ο Γιώργος Αλεξάτος, είναι μια ιστορία συνεχών πολιτικών διαμαχών, κοινωνικών συγκρούσεων και λαϊκών εξεγέρσεων.
Στις αντιθέσεις αυτές, στις οποίες αφιερώνεται το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, εμπλέκονται τα εκατοντάδες χιλιάδες μέλη του ΚΚΕ και των κλαδικών του οργανώσεων, των διαφορετικών τάσεων του κόμματος (οι οποίες αρχίζουν σταδιακά να λειτουργούν ανοιχτά), των συνδικάτων (που συνεχίζουν να κάνουν απεργίες και στο σοσιαλισμό), των άλλων αριστερών κομμάτων και οργανώσεων (που νομιμοποιούνται ή ενσωματώνονται ακόμα και στο ΚΚΕ), ακόμα και των δεξιών κομμάτων (που παύουν να κυνηγιούνται), των εκατοντάδων πολιτιστικών ομάδων, θεωρητικών λεσχών, περιοδικών κοκ. Πολλοί και πολλές από τους παραπάνω, πολιτικά στελέχη, αγωνιστές ή καλλιτέχνες, είναι πραγματικά ιστορικά πρόσωπα που μέσα από τις σελίδες του βιβλίου βρίσκουν μια «εναλλακτική βιογραφία», αντίστοιχη με τις συνθήκες της σοσιαλιστικής Ελλάδας: φανταστείτε τον Ανδρέα Παπανδρέου ή τον Κώστα Σημίτη στη πρωθυπουργία μιας σοσιαλιστικής χώρας, τον Άσιμο και τον Πουλικάκο αναρχικούς καλλιτέχνες στη σοσιαλιστική Θεσσαλονίκη και το Νίκο Πουλαντζά στο Ινστιτούτο Μαρξιστικών Ερευνών της πόλης μας.
Ακόμα πιο ενδιαφέρον όμως είναι ο τρόπος που περιγράφεται η εμπλοκή των μαζών: ο συγγραφέας έχει το ιδιαίτερο ταλέντο να «μεταφέρει» ακόμα και τα συνθήματα που φωνάχτηκαν σε κάθε μεγάλη κινητοποίηση, συνεχίζοντας την κινηματική παράδοση των έμμετρων, ρυθμικών συνθημάτων, την οποία μοιράζονται τα ελλαδικά κινήματα με αυτά του αραβικού και του λατινικού κόσμου.
Πώς δεν «θα γινόμασταν Αλβανία»
Μέσα από όλες αυτές τις αντιπαραθέσεις, ο συγγραφέας φυσικά σκιαγραφεί τις δικές του πολιτικές απόψεις, όχι μόνο για το σοσιαλισμό, αλλά και για τον κοινωνικό ανταγωνισμό τώρα, στον καπιταλισμό στον οποίο βρισκόμαστε, αφού δυστυχώς το ’49 τελικά χάσαμε. Ο καθένας και η καθεμία που εμπλέκεται από αυτή ή την άλλη σκοπιά στις σημερινές αντιθέσεις, μπορεί να σκεφτεί πολύ πάνω σε αυτές τις απόψεις. Θα ξεχωρίσουμε για παράδειγμα τη συζήτηση προδικτατορικών αγωνιστών της ΕΔΑ, που υποστηρίζουν ότι η πολιτική δουλειά πρέπει να συνδυάζεται με την άμεση αλληλεγγύη στους εργαζόμενους και τους ανέργους που υφίστανται περισσότερο τις συνέπειες της κρίσης, ένα καυτό ζήτημα του σήμερα. Από την άλλη, μας ενοχλεί πολύ που το μόνο «σκόντο» ελευθερίας που κάνει ο συγγραφέας στην αναπτυγμένη πια σοσιαλιστική κοινωνία του 2010 είναι ο έλεγχος της μετανάστευσης (χωρίς μάλιστα να διευκρινίζει πώς θα αποτρέπονται οι «υπεράριθμοι»).
Πάντως, η σημαντικότερη πολιτική άποψη που αναδύεται είναι η υπεράσπιση του σοσιαλισμού ως ιστορικού επίδικου. Ιδιαίτερα μετά την ήττα του ’89, κάθε πολιτική θέση που αναζητά μια άλλη κοινωνία, που αμφισβητεί τον καπιταλισμό, ή έστω βασικές του επιλογές, προσκρούει πάνω στην αφοπλιστική απάντηση: «ναι, αλλά αλλιώς θα είμασταν Αλβανία». Αυτή η πρόσκρουση, θυμίζει λίγο το λακανικό αφορισμό για τη σχέση συμβολικού και πραγματικού, όπου η ιδεολογία προσκρούει στην πραγματικότητα όπως ο μεθυσμένος στην κολόνα της ΔΕΗ. Σε αυτή την περίπτωση όμως, ο ισχυρισμός «θα γινόμασταν Αλβανία» δεν είναι η πραγματικότητα την οποία υποδύεται απέναντι στη «σοσιαλιστική ιδεολογία», αλλά ένας άλλος συμβολισμός, μια άλλη ιδεολογία ή ακόμα περισσότερο μια άλλη «εναλλακτική ιστορία», σαν αυτή που παρουσίασε εδώ ο συγγραφέας. Και αν ο συγγραφέας προσπάθησε να τεκμηριώσει τη δική του εναλλακτική πάνω σε πραγματικές ιστορικές δυνατότητες, να τη συνδυάσει με συγκεκριμένα γεγονότα και να σκεφτεί τις προϋποθέσεις και τους όρους με τους οποίους θα χτιζόταν μια σοσιαλιστική Ελλάδα αν ο Εμφύλιος είχε άλλο νικητή, ο καφενειακού τύπου ισχυρισμός «θα γινόμασταν Αλβανία» στηρίζεται αποκλειστικά σε μια εκ των υστέρων μετάθεση και προβολή των μετασχηματισμών και των σχέσεων που συνέβησαν στην ΕΣΣΔ, την Αλβανία ή την Κορέα. Επειδή λοιπόν η μόνη ιστορική πραγματικότητα με βάση την οποία μπορούμε να κρίνουμε ως ευτυχή ή ατυχή την έκβαση του ελληνικού εμφύλιου, από τη σκοπιά πάντα της κοινωνικής πλειοψηφίας, είναι η αθλιότητα του μετεμφυλιοπολεμικού κράτους, της Μακρονήσου, της φτώχειας, της μετανάστευσης, και της δικτατορίας, μπορούμε με σιγουριά να αναφωνήσουμε «δυστυχώς κέρδισε ο αστικός στρατός και γίναμε Ελλάδα». Τώρα, για το τί θα γινόμασταν αν κέρδιζε ο Δημοκρατικός, ας αφήσουμε και εμείς τη φαντασία μας να οργιάσει, όπως έκανε και ο συγγραφέας.
Νίκος Νικήσιανης, ομάδα alterthess