Οταν προσπαθεί κανείς να σκεφτεί τα όσα συνέβησαν τους τελευταίους έξι μήνες, αλλά και τα προηγούμενα πέντε χρόνια, θα καταλήξει αναπόφευκτα στο συμπέρασμα ότι η αδιαλλαξία των δανειστών δεν είναι ο μόνος παράγοντας, που προκάλεσε την οικονομική και κοινωνική καταστροφή, ούτε και ο μόνος λόγος που η σημερινή ελληνική κυβέρνηση υπέστη μια συντριπτική ήττα. Η ελαφρότητα με την οποία χειρίστηκαν τα στελέχη του οικονομικού επιτελείου, όχι μόνο τη διαπραγμάτευση, αλλά κυρίως τη διαμόρφωση της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής (χωρίς να ξεχνάμε την περιβαλλοντική), είχε δύο πολύ αρνητικές επιπτώσεις: πρώτον, δεν στάθηκε δυνατό να δημιουργηθούν ισχυρές συμμαχίες με κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις της Ευρώπης, που θα αναγνώριζαν ότι πίσω από τη διεκδίκηση για διαγραφή χρέους, βρίσκεται ένα σχέδιο για την οικονομία και την κοινωνία και, δεύτερο, δε στάθηκε δυνατό να προβλεφθούν εναλλακτικές προσεγγίσεις, οι οποίες θα επέτρεπαν στην ελληνική κυβέρνηση να προσαρμόσει την αντίστασή της στη σκληρή στάση των δανειστών, και να αντέξει για μεγάλο χρονικό διάστημα, υπερασπιζόμενη το πρόγραμμά της και υλοποιώντας βασικά μέρη του, συνεχίζοντας παράλληλα τη διαπραγμάτευση για το χρέος. Με άλλα λόγια, αν θέλουμε να αλλάξουμε την Ευρώπη και να πολεμήσουμε το νεοφιλελευθερισμό, δεν αρκεί να ζητάμε συνεχώς από τον αντίπαλο να προσαρμόσει αυτός το πρόγραμμά του.
Απλοϊκές λογικές, σημαντικές παραλείψεις
Η λογική του στοιχειώδους σχεδίου της κυβέρνησης για την αντιστροφή της πτωτικής εξέλιξης ήταν απλή: θα μειωθεί σε κάποιο βαθμό το κόστος της διαχείρισης του δημοσίου χρέους, θα αυξηθεί έτσι η ζήτηση και, σύμφωνα με έναν πρωτόγονο κεϋνσιανισμό που κατέληξαν να συμμερίζονται όλα τα οικονομικά στελέχη, «θα πάρει μπροστά η οικονομία, και θα γίνουν επενδύσεις»! Σε αυτή τη λογική προστέθηκε η αύξηση των προνοιακών δαπανών σε ότι αφορά την ανθρωπιστική κρίση, η προσπάθεια επαναφοράς των συλλογικών συμβάσεων και ο αποτελεσματικότερος ελέγχος της παραβατικότητας στην αγορά εργασίας και την απασχόληση. Δεν σχεδιάστηκαν, όμως, αποφασιστικές παρεμβάσεις για το δημόσιο έλεγχο του τραπεζικού συστήματος, τον έλεγχο των εκροών χρηματικού κεφαλαίου ή την ανακατανομή εισοδήματος και πλούτου, από την οποία εξαρτάται σε καθοριστικό βαθμό η παραγωγική και κοινωνική ανασυγκρότηση (ειδικότερα για το σύστημα υγείας και το συνταξιοδοτικό). Δεν αξιοποιήθηκαν δυνατότητες παρεμβάσεων σε ότι αφορά τη δημιουργία συμπληρωματικών νομισμάτων και την ταχεία ανάπτυξη της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, που θα άλλαζαν το συσχετισμό δυνάμεων προς όφελος των αδυνάτων και του κόσμου της εργασίας, επιταχύνοντας την αύξηση της απασχόλησης. Δεν αντιμετωπίστηκε μεθοδικά, και με στόχο την άμεση αξιοποίηση δημοσίων πόρων (εθνικών και ευρωπαϊκών) για την ανασυγκρότηση, η λειτουργία της δημόσιας διοίκησης.
Φαντασίωσεις αυταρχικής έμπνευσης
Με μια αφέλεια, που είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς, επιχειρήθηκε η χρησιμοποίηση ενός κρατικού μηχανισμού, που είναι συγχρόνως διαβρωμένος από ιδιωτικά συμφέροντα, έρμαιο των πελατειακών σχέσεων με την πολιτική ελίτ και επομένως αδιαφανής και αναποτελεσματικός. Η σημερινή διοίκηση, μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και όταν μπορεί να αξιοποιηθεί το προσωπικό, έχει τη δυνατότητα να συμβάλει σε ένα σχέδιο ανασυγκρότησης. Πρόκειται για υπηρεσίες, που είναι το προϊόν δεκαετιών άλωσης από ιδιωτικά και πολιτικά συμφέροντα και ενίσχυσης αυτών των σχέσεων κατά την τελευταία πενταετία. Το όποιο σχέδιο άσκησης πολιτικής με κρατικές υπηρεσίες και δημόσιους πόρους, απαιτεί την επεξεργασία ενός πρόσθετου σχεδίου για την αναμόρφωση της λειτουργίας των υπηρεσιών αυτών και την αποτελεσματική ενεργοποίησή τους, χάρη στη στήριξη και την πρωτοβουλία μέρους, τουλάχιστον, του υπαλληλικού προσωπικού. Η ιδέα που κυκλοφόρησε και σε κυβερνητικά κείμενα, ότι χρειάζονται «μάνατζερ» στη δημόσια διοίκηση, δεν είναι παρά μια φαντασίωση αυταρχικής έμπνευσης, που αγνοεί ότι οι διοικητικές υπηρεσίες είναι κατ’ εξοχήν χώροι εντάσεως γνώσης και συλλογικών μορφών οργάνωσης της εργασίας, όπου η αποτελεσματικότητα είναι επιπλέον συνάρτηση της αποδοχής των στόχων και μεθόδων.
Επειγόντως σχεδιασμός!
Μετά την ήττα της 12ης Ιουλίου, η συζήτηση για έναν άλλο προσανατολισμό και, πόσο μάλλον, για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της συμφωνίας με τους θεσμούς, δεν έχει στην πραγματικότητα ξεκινήσει. Κάποιες φήμες για Plan B από ‘δώ, κάποιες «εναλλακτικές» ιδέες από ‘κεί και πάμπολλα πολιτικά στελέχη, που θεωρούν ότι η «δικαίωσή» τους θα γεννήσει αναγκαστικά το νέο και το ριζοσπαστικό. Και από την άλλη μεριά η αίσθηση ότι η πρόσκαιρη πολιτική σταθερότητα θα εξασφαλίσει και την επιτυχή κατά κάποιο τρόπο υλοποίηση της συμφωνίας.
Υπάρχουν εύλογα ερωτήματα: ακόμα και αν όλα πάνε σύμφωνα με τις προβλέψεις και, πόσο μάλλον, στην πολύ πιθανή περίπτωση, που θα οδηγηθούμε εκτός Ευρώ, με ποιο τρόπο θα στηριχθεί ο πληθυσμός, πώς θα βρεθεί η «ταξική μεροληψία» στο επίκεντρο των άμεσων αλλά και των μακροπρόθεσμων επιλογών; Χρειάζεται επειγόντως ένας σχεδιασμός. Αλλά ο σχεδιασμός δεν είναι μια συνάντηση φίλων, μια ανταλλαγή απόψεων μεταξύ ανθρώπων με επιστημονικές γνώσεις, δεν είναι μια επίδειξη γνώσεων κομματικών στελεχών.
Είναι μια δουλειά, επίμονη, μακρόχρονη, δημόσια, υπό συνεχή έλεγχο, επιστημονικό και κοινωνικό, η οποία πρέπει να αποτελεί την καρδιά της πολιτικής και κοινωνικής δράσης και το υλικό της διαπαιδαγώγησης και επιμόρφωσης των στρατευμένων ανδρών και γυναικών.
Πηγή: Η Εποχή