Το «Πίσω από τις θημωνιές» της Ασημίνας Προέδρου είναι μια πολύ καλή ταινία. Με στιβαρή κινηματογράφηση, ωραία φωτογραφία, καλές ερμηνείες, με ρυθμό, μια ταινία σφιχτή και γεμάτη, όπως πρέπει να είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μιας δημιουργού που είναι και νιώθει έτοιμη για αυτό το βήμα.
Η ταινία αφηγείται την ιστορία μιας αγροτικής οικογένειας στο Κιλκίς, που βρίσκεται τυχαία πάνω στο δρόμο της μεγάλης προσφυγικής φυγής το 2015. Η φτώχεια, η καταστροφή της αγροτικής παραγωγής, τα δάνεια, οι συνεταιρισμοί, η διαπλοκή, η έμφυλη καταπίεση, η εκκλησία, η αυθόρμητη λαϊκή αλληλεγγύη, μπλέκονται στο πλαίσιο μιας σύνθετης διαπραγμάτευσης, χωρίς να φορτώνουν την ταινία με παραπάνω θέματα από όσα μπορεί να χειριστεί.
Η επιλογή της σκηνοθέτιδας να στήσει την ταινία σπονδυλωτά, ως τρεις διακριτές ιστορίες, αυτή του πατέρα, της μητέρας και της κόρης, καταφέρνει να αναδείξει τις διαφορετικές πλευρές των πολλαπλών καταπιέσεων. Και το καταφέρνει χωρίς να αφήνει σε κάθε ιστορία ενοχλητικά κενά, ούτε να καταφεύγει σε περιττές επαναλήψεις. Βέβαια, δεν αποφεύγει μια – δυο σεναριακές ευκολίες (μόνο στις ταινίες σκοτώνεται τόσο εύκολα ένας άνθρωπος με μια σμπρωξιά), ούτε μερικούς στερεοτυπικούς διαλόγους (δύσκολα μια 18χρονη θα φώναζε στον πατέρα της «όλες μου οι φίλες έχουν το καλύτερο κινητό»), αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες.
Ειδικά η τρίτη ιστορία, αυτή τη κόρης, ξεχωρίζει ερμηνευτικά και κινηματογραφικά. Η Ευγενία Λαβδά δίνει μια ερμηνεία που, όσο τραγική κι αν είναι η ιστορία, κυλάει ανεπιτήδευτα κι απολαυστικά, χωρίς να σου αφήνει την αμηχανία που σου προκαλούν οι ρόλοι των γονιών της, τους οποίους νιώθεις σαν να τους έχεις δει ξανά και ξανά. Αυτοί οι μπούμερ χαρακτήρες έχουν ήδη κουράσει κάπως το ελληνικό σινεμά.
Σε κάθε περίπτωση μπράβο σε όλες και όλους και να πάτε να τη δείτε, αν δεν την είδατε.
…
Όμως, όμως: ένα μικρό ερωτηματικό μου γαργαλάει το λαιμό. Και δεν αφορά μόνο τη συγκεκριμένη ταινία. Μια σειρά ταινιών τα τελευταία χρόνια αποπειράται με παρόμοιο τρόπο να αποκαλύψει το πλέγμα καταπιέσεων, πατριαρχίας και διαπλοκής που κρύβεται στις λεγόμενες «μικρές, κλειστές κοινωνίες» της ελληνικής επαρχίας. Δυο τέτοιες ταινίες για παράδειγμα, πολύ καλές κι οι δυο, είναι «Το μυστήριο της θάλασσας των Σαργασσών» και η «Αγέλη Προβάτων», ενώ στο ίδιο μοτίβο είναι κι η γνωστή σειρά που είναι «καλή για τα ελληνικά δεδομένα».
Ακόμα κι αν είναι κινηματογραφικά καλές (πόσο μάλλον όταν δεν είναι, όπως η γνωστή σειρά), ακόμα κι αν έχουν τις καλύτερες προθέσεις, ακόμα κι αν έχουν δίκιο σε αυτά που «αποκαλύπτουν», μου βγάζουν μια αντίδραση: νιώθω ότι ο σκηνοθέτης ή η σκηνοθέτρια στέκεται απέναντι σε αυτές τις κοινωνίες και επειδή στέκεται απέναντι από μια θέση ανωτερότητας (ηθικής, πολιτιστικής, γνωσιακής κοκ), ένα μικρό κομμάτι μέσα μου προτιμά να πάρει το μέρος του χειρότερου ντόπιου παλιάνθρωπου, παρά αυτού «που ήρθε από την πόλη» για να τους κρίνει.
Ακόμα κι όταν ο δημιουργός παλεύει να δείξει κατανόηση, ενδιαφέρον, ακόμα κι αγάπη, σαν να κρύβεται από πίσω και μια κάποια υποτίμηση. Οι χαρακτήρες που στήνει μπορεί να είναι καλοί ή κακοί, αλλά συνήθως είναι κάπως απλοϊκοί (για αυτό ίσως και οι ταινίες αυτές καταφεύγουν συχνά σε ευκολίες τόσο στο διάλογο, όσο και στην ιστορία, βλ. παραπάνω). Οι καλοί λειτουργούν από ένστικτο, οι κακοί γιατί τους ανάγκασαν οι συνθήκες. Σπάνια οι άνθρωποι σε αυτές «μικρές, κλειστές, κοινωνίες» είναι σύνθετοι, αντιφατικοί, ή απλά, κάπως μορφωμένοι.
Για να το πω κι αλλιώς, παρόμοια πλέγματα πολλαπλών καταπιέσεων εξυφαίνονται και στα στενά της πόλης τους. Λογικά θα τους είναι πιο οικεία. Γιατί λοιπόν οι κινηματογραφιστές προτιμούν να τα αποκαλύπτουν στην επαρχία; Μήπως εκεί τους είναι πιο εύκολες οι απλοποιήσεις; Μήπως μπαίνουν άθελά τους στο γνωστό δίπολο μεταξύ των «άγριων ινδιάνων» και των «εξαγιασμένων ιθαγενών»; Μήπως αυτή η επιλογή υποκρύπτει έναν εξωτισμό, ή ακόμα έναν λανθάνοντα ελιτισμό, ή, για να το πούμε με πιο φάνσι όρους, μια αποικιοκρατική ματιά;
…
Προς Θεού, δεν τα λέω αυτά για να πω ότι η ελληνική επαρχία είναι καλύτερη από αυτό. Από εκεί είμαι, εκεί έχω εργαστεί για χρόνια και νομίζω ότι την ξέρω κάπως. Έχω κεραστεί τσίπουρα σε καφενεία διακοσμημένα με δάφνες για την «Επανάσταση». Ό,τι και να δείξουν αυτές οι ταινίες, ξέρω ότι υπάρχουν και χειρότερα. Αλλά νομίζω ότι ο ρόλος του κινηματογράφου δεν είναι να «αποκαλύπτει», όπως νομίζουν ιδίως όσοι υιοθετούν μια κακή αντίληψη για την πολιτική τέχνη. Ο ρόλος του κινηματογράφου είναι να ερευνά, να κατανοεί και μαζί του να ερευνάμε και να κατανοούμε κι εμείς.
Και πάνω που σκεφτόμουν πώς γίνεται αυτό στην πράξη και που βρίσκεται η λεπτή γραμμή ανάμεσα στην κατανόηση και την αποκάλυψη, θυμήθηκα την «Αναπαράσταση». Θα έχετε διαβάσει την ιστορία που έχει πει ο ίδιος ο Αγγελόπουλος: όταν, λέει, βρέθηκε περαστικός από το κέντρο της Αθήνας τη δεκαετία του ’60, έπεσε τυχαία πάνω σε μια διαδήλωση. Ακολούθησε τους διαδηλωτές, κυνηγήθηκε από την αστυνομία και τις έφαγε. Μετά από αυτό, λέει, αποφάσισε ότι οφείλει να γυρίσει στην Ελλάδα για να γυρίσει τις ταινίες του: «ήθελα να καταλάβω την ελληνική κοινωνία», είπε.
Η «Αναπαράσταση» λοιπόν ακολουθεί το ίδιο μοτίβο: ένας άνθρωπος από την πόλη πάει στην ελληνική επαρχία για να κάνει μια ταινία πάνω στο πλέγμα φτώχειας, μετανάστευσης, έμφυλης καταπίεσης, αστυνομικής βίας. Ενέχει τον ίδιο λοιπόν κίνδυνο μιας λανθάνουσας «ανθρωπολογίας». Τι έκανε λοιπόν ο Αγγελόπουλος; Την έκανε φανερή! Έβαλε τον ίδιο τον εαυτό του στην ταινία, ως έναν ρεπόρτερ από την πόλη, που παίρνει συνεντεύξεις για το έγκλημα από τους ανθρώπους του χωριού, με ένα ύφος μάλιστα κάπως απαξιωτικό. Λέω λοιπόν, ίσως να μην του έλειπε απλά ένας ηθοποιός, ούτε να ήθελε να δει τη φάτσα του στην οθόνη. Ίσως η παρουσία του να αποτελεί ένα σχόλιο αυτοκριτικής πάνω στην ίδια την πρόθεσή του.
Ο Αγγελόπουλος συνέχισε να κινηματογραφεί την ελληνική επαρχία, σε όλες σχεδόν τις ταινίες του. Συνέχισε να ερευνά και να προσπαθεί να την καταλάβει. Ήξερε όμως ταυτόχρονα τα όρια αυτής της ματιάς. Ακόμα και αυτά τα ανέφερε ρητά, στο τέλος του «Μεγαλέξαντρου», όταν ο μικρός Αλέξανδρος εγκαταλείπει το χωριό και τραβάει για την πόλη: «κι έτσι ο Αλέξανδρος μπήκε στις πόλεις».
Τέλος πάντων, ίσως να είναι λίγο υπερβολή όλα αυτά. Σε κάθε περίπτωση, καλή ταινία.