Πέθανε την Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου, σε ηλικία 91 ετών, η τελευταία επιζήσασα του Ολοκαυτώματος στον Χορτιάτη, Βασιλική Γκουραμάνη. Η Βασιλική, 13 χρόνων κορίτσι στις 2 Σεπτεμβρίου 1944, είχε καταφέρει να βγει ζωντανή από τον φούρνο της οικογένειας -μαζί με άλλα δύο παιδιά-, μέσα στον οποίο εκτελέστηκαν και κάηκαν οι 70 από τους 146 πολίτες του Χορτιάτη -22 άτομα της οικογένειας Γκουραμάνη- που εκτελέστηκαν «από τους ταγματαλήτες» -όπως τους ονόμαζε η ίδια- του Φριτς Σούμπερτ και τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής.
Η Βασιλική έφυγε από τη ζωή, λίγες μέρες μετά την 77η επέτειο του Ολοκαυτώματος κι ενώ τα φρικιαστικά εκείνα γεγονότα, όπως μας είχε διηγηθεί η ίδια, τα ξαναζούσε κάθε που ξημέρωνε 2 Σεπτεμβρίου, λεπτό προς λεπτό για 77 ολόκληρα χρόνια.
Στη συγκλονιστική αφήγησή της που καταγράφηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών πριν από τρία χρόνια (01.09.2018, «… κάθε 2 Σεπτεμβρίου όλα βρίσκονται μέσα στο μυαλό μου…»), η Βασιλική Γκουραμάνη απαντούσε στην ερώτηση πώς είχε σωθεί «…δεν ξέρω, ούτε που ήξερα τι έκανα, ούτε πού πήγαινα να γλιτώσω, σαν μεθυσμένη, ζαλάδα, δεν ξέρω… κάθε 2 Σεπτεμβρίου, κάθε 2 Σεπτεμβρίου, όλα είναι μέσα στο μυαλό, τα βλέπω όλα μέσα στο μυαλό μου, τα φέρνω όλα μπροστά μου, ενώ κάτι έχω να κάνω, τα έχω όλα μπροστά μου, μια ταινία, κάθε 2 Σεπτεμβρίου, από όταν κάνουμε το μνημόσυνο, όλη τη μέρα είναι αυτή η ταινία, καρφώθηκε στο μυαλό μου και τα θυμάμαι με λεπτομέρειες, αυτόν που είδα στην τηλεόραση, το βρισίδι που μας κάνανε, η θεια μου είχε ένα κοριτσάκι γύρω στα τρία χρονώ, την είχανε σκοτώσει και το παιδί ήταν όρθιο δίπλα της, χαμένο, και του έριχναν καουτσούκια και καίγονταν αυτό και πηδούσε από τον πόνο κι αυτοί γελούσαν, κι ύστερα πήγε το παιδί στους μπαξέδες κι έκλαιγε, το βρήκε ο θειος μου, ήρθε ύστερα ο Ερυθρός Σταυρός και δεν του έδωσε μια ενέσα να πεθάνει να ησυχάσει, το δώσανε πάλι στη γιαγιά του, δεν μπορούσε να του βάλει ρουχαλάκια, ήτανε όλο πληγές, ένα στόμα ανοιχτό είχε μόνο, για κλάμα, ούτε να φάει ούτε τίποτα, έλιωσε, όπως λιώνει το κερί στην εκκλησία, έτσι έλιωσε, δεκαπέντε μέρες έζησε… και πέθανε (κλαίει). Από εφιάλτες άλλο τίποτα. Ολη τη ζωή μου. Πολλές φορές σκέφτομαι πώς και δεν έπαθα τίποτα και από την τόση λαχτάρα. Δεν είναι να πεις ότι τα ξέχασα. Αφού κάθε χρόνο έρχονται από την αρχή».
Το σχετικό ρεπορτάζ συνεχίζει:
Την είχαμε βρει στο ταπεινό σπίτι της στη Χαριλάου, όπου ζούσε με τον καημό ότι ο γιος της είχε φύγει στη Γερμανία προκειμένου να ζήσει την οικογένειά του και, όπως μας έλεγε με καημό, «η εγγονή μου, η μικρή, μου λέει “γιαγιά, εσύ δεν τους χωνεύεις τους Γερμανούς, τώρα δεν θα χωνεύεις κι εμάς;”. Τι να της πω; Εμεινα ορφανή από μικρή, πώς να τους συμπαθώ; Πήγα τώρα τελευταία στη Γερμανία, δέκα μέρες. Ενιωσα περίεργα, θες γιατί έχουμε αυτό το μίσος, του είπα και του γιου μου “τι, στη Γερμανία θα πας;”, αλλά εδώ ήταν άνεργος…».
Κι όταν τη ρωτήσαμε «τι θα λέγατε σε όσους έχουν τα ίδια μυαλά με αυτούς που αποκαλέσατε ταγματαλήτες;», είχε απαντήσει πως «… ε, δεν είναι ωραίο για εμάς που χάσαμε ανθρώπους, αυτοί δεν χάσανε ανθρώπους τους και δεν ξέρουνε τι θα πει Κατοχή… Πράγματα που δεν τα έχεις ζήσει, δεν μπορείς να τα πιστέψεις, τα ακούς και είναι σαν να διαβάζεις ένα βιβλίο, τα ίδια τα παιδιά μας δεν το καταλαβαίνουν, τα λέω στον εγγονό μου, μένει έτσι, δεν μπορεί να το πιστέψει, δεν μπορεί να το χωρέσει το μυαλό τους, να το καταλάβουν. Ούτε αγάπη βέβαια μπορείς να έχεις γι’ αυτούς τους ανθρώπους αλλά ούτε και μίσος, δεν μπορείς να γίνεις τέτοιος, λες ο Θεός ας τους δικάσει, εμείς δεν είμαστε Θεός, μας δίκασαν, αλλά εμείς δεν μπορούμε να δικάσουμε…».