in

Περιμένοντας τις επενδύσεις. Του Ε. Τσακαλώτου

Περιμένοντας τις επενδύσεις. Του Ε. Τσακαλώτου

Τελικά, οι ιδιωτικές επενδύσεις, όπως ο Γκοντό, δεν ήρθαν, ούτε φαίνονται στον ορίζοντα, με αρνητικές επιπτώσεις για όλους τους σχεδιασμούς των κυβερνήσεων της λιτότητας. Το ερώτημα είναι γιατί;

Γνωρίζουμε από την οικονομική επιστήμη και τη στατιστική ότι ένα μοντέλο -στην περίπτωση μας οικονομικό μοντέλο- δεν ισχύει όταν οι προβλέψεις του συνεχώς κινούνται προς την ίδια λάθος κατεύθυνση, αν δηλαδή συστηματικά υποεκτιμά ή υπερεκτιμά τα μεγέθη. Το ορθολογικό είναι κάποιος να μαθαίνει από τα λάθη του, ώστε οι προβλέψεις του να μην αποκλίνουν πολύ από το τι θα συμβεί τελικά.

Με αυτή την έννοια, δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι ορθολογικοί οι υπεύθυνοι της οικονομικής πολιτικής σε Ελλάδα και Ευρώπη. Όπως δείχνουν τα στοιχεία, οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι και τεχνοκράτες συστηματικά υπερεκτιμούν τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη. Το διάγραμμα που δείχνει τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις επενδύσεις στην Ελλάδα είναι αποκαλυπτικό (η εικόνα δεν θα άλλαζε αν παίρναμε τις προβλέψεις του ΔΝΤ).

Το διάγραμμα παρουσιάζει για κάθε χρόνο ξεχωριστά από το 2010 κι έπειτα την πορεία των προβλέψεων της Επιτροπής για τον ρυθμό μεταβολής των επενδύσεων στην Ελλάδα και το τελικό αποτέλεσμα. Ας πάρουμε ως παράδειγμα το 2011 (η κόκκινη γραμμή). Αρχικά, η Επιτροπή προέβλεπε ότι το 2011 οι επενδύσεις θα μειώνονταν κατά 7% σε σχέση με το 2010. Λίγους μήνες αργότερα, η πρόβλεψη επιδεινώθηκε και έπεσε στο 7,5%. Η αναθεώρηση προς τα κάτω συνεχίστηκε, με την τελική πρόβλεψη τον Οκτώβριο του 2011 να δείχνει μείωση των επενδύσεων κατά 15,9%. Τελικά, η πτώση που παρατηρήθηκε ήταν ακόμα μεγαλύτερη και έφτασε στο 19,6%. Η ίδια εικόνα παρατηρείται και στα επόμενα έτη.

Αυτή η συστηματική υπερεκτίμηση των επενδύσεων (με εξαίρεση το 2010) εξηγεί σε μεγάλο βαθμό και την υπερεκτίμηση του ΑΕΠ, αφού στα υπόλοιπα συστατικά του (κατανάλωση, καθαρές εξαγωγές) οι αποκλίσεις των προβλέψεων δεν ήταν πολύ μεγάλες. Για παράδειγμα, οι αρχικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το ΑΕΠ της Ελλάδας το 2012 έκαναν λόγο για ανάπτυξη 1%. Όσο περνούσε ο καιρός, οι προβλέψεις όλο και επιδεινώνονταν και στα τέλη του 2012 έφτασαν στο -6%. Τελικά, το ΑΕΠ μειώθηκε το 2012 κατά 7%. Η Ελλάδα αποτελεί ένα ακραίο παράδειγμα μόνο, καθώς το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και σε σχέση με τις προβλέψεις για το ΑΕΠ της Ευρωζώνης.

Το μοτίβο των συστηματικών λαθών προς μια κατεύθυνση στις προβλέψεις δείχνει ότι το μοντέλο των κυρίαρχων δυνάμεων απλά δεν ισχύει. Η βασική υπόθεση είναι ότι η οικονομία της αγοράς είναι εγγενώς σταθερή: σε μια κρίση διαθέτει τους αυτόματους μηχανισμούς για να επανέλθει στους κανονικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Το μόνο που χρειάζεται είναι η δημοσιονομική σταθερότητα και η εξάλειψη των εμποδίων στη λειτουργία των αγορών. Η δημοσιονομική προσαρμογή, η μείωση των μισθών, η συρρίκνωση του (κοινωνικού) κράτους και η απελευθέρωση των αγορών εργασίας και προϊόντων υποτίθεται ότι βγάζει μια χώρα γρηγορότερα από την κρίση και διαμορφώνει τις συνθήκες για μια πιο βιώσιμη ανάπτυξη.

Η αποτυχία του μοντέλου οφείλεται σε πολλούς λόγους:

Πρώτον, ορισμένοι μηχανισμοί δεν λειτουργούν. Για παράδειγμα, μπορεί η μείωση των μισθών να αποτελεί κίνητρο για κάποιους επενδυτές, αλλά ο φόβος και η αβεβαιότητα για το μέλλον αναβάλλουν τις επενδύσεις. Όσο μάλιστα το χρέος παραμένει μη βιώσιμο, η αβεβαιότητα θα εντείνεται. Επιπλέον, για τον ίδιο λόγο το πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων δεν έχει αποδώσει, ενώ και η διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι οι επενδύσεις μειώνονται μετά την ιδιωτικοποίηση ενός οργανισμού κοινής ωφέλειας.

Δεύτερον, υπάρχουν πολλές αντίρροπες δυνάμεις που αντισταθμίζουν την επίδραση των μηχανισμών της αγοράς. Ο αποπληθωρισμός στον οποίο έχει εισέλθει η ελληνική οικονομία, δηλαδή η συνεχής μείωση του επιπέδου των τιμών, εκτός του ότι τείνει να αυξάνει την πραγματική αξία των χρεών (δημόσιων και ιδιωτικών), οδηγεί πολίτες και επιχειρήσεις στο να αναβάλλουν τις αγορές ή τις επενδύσεις τους. Η όξυνση των ανισοτήτων επίσης μειώνει τη συνολική ζήτηση της οικονομίας – οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι, αλλά δεν επενδύουν ή καταναλώνουν το επιπλέον εισόδημά τους.

Βρισκόμαστε πλέον σε μια κατάσταση -σε αντίθεση με τις επιδιώξεις του Μνημονίου- όπου οι επενδύσεις όχι μόνο είναι πολύ χαμηλές σε απόλυτο μέγεθος, αλλά έχει μειωθεί και η συμμετοχή τους στο ΑΕΠ (από 27% του ΑΕΠ το 2007 σε 12,6% του ΑΕΠ το 2013). Κι ακόμα χειρότερα, η κυβέρνηση θα μειώσει τις επενδυτικές δαπάνες του Δημοσίου το 2015 κατά 400 εκατ. ευρώ – καταγράφοντας ιστορικά το πιο χαμηλό επίπεδο ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Στον αντίποδα αυτής της αποτυχημένης πολιτικής, χρειάζεται η εφαρμογή ενός εναλλακτικού μοντέλου. Δεν μπορούμε πλέον να περιμένουμε πότε θα ανταποκριθεί ο ιδιωτικός τομέας στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για να έρθουν οι επενδύσεις και να ξεκινήσει η ανάπτυξη. Είναι αναγκαίο ένα θετικό σοκ στη ζήτηση και στις επενδύσεις, το οποίο στη σημερινή κατάσταση μπορεί να έρθει μόνο από τον δημόσιο τομέα. Ανεξάρτητα από το βέλτιστο μέγεθος του κράτους, σήμερα πρέπει να αυξηθούν οι κρατικές δαπάνες και ιδιαίτερα οι επενδυτικές, για να σπάσουν οι πολλοί φαύλοι κύκλοι που κρατούν την οικονομία στο τέλμα. Αυτός είναι ο καλύτερος δρόμος για την επανεκκίνηση της οικονομίας, ώστε οι πολίτες να αισθανθούν μια ελπίδα για ανάκαμψη, να δημιουργηθούν θέσεις απασχόλησης και να απομακρυνθεί ο φόβος, ο μεγαλύτερος εχθρός των επενδύσεων.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην “Αυγή της Κυριακής”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Τα πάντα βαίνουν καλώς; Του Γ. Αβαρλή

Έκθεση τεκμηρίων-φωτογραφιών με θέμα: Μνήμες Κατοχής-απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης