in

Περί θανάτου. Του Χρήστου Λάσκου

Τζωρτζ Στάινερ, Περί θανάτου, αντίποδες 2023, σελ. 124 (μετάφραση: Σεραφείμ Βελέντζας)

 

Καμιά καλή πράξη δεν μένει ατιμώρητη

Όσκαρ Ουάιλντ

 

Ποιος είναι αυτός που δεν αφήνει καμιά καλή πράξη να μείνει ατιμώρητη; Ο κακός Θεός;

Μα, αυτός δεν είναι που χαρίζει τη μεταθανάτια ευτυχία στους αγαθούς; Μια ζωή αιώνια και τέλεια;

Πώς είναι δυνατόν να είναι κακός Αυτός;

Είναι γνωστό ότι το περίφημο πρόβλημα της θεοδικίας έχει απασχολήσει την δυτική φιλοσοφία όσο λίγα άλλα. Αν ο Θεός είναι καλός γιατί επιτρέπει την προφανή κυριαρχία του κακού στον κόσμο; Τις γενοκτονίες, τις θανάσιμες φυσικές καταστροφές, το έγκλημα και τη δολοφονία; Γιατί μας έδωσε έναν κόσμο, όπου δεν φτάνουν όλα τα βάσανα αλλά, στο τέλος μιας σύντομης ζωής, μας περιμένει όλους η μόνη βεβαιότητα, ο θάνατος;

Οι θεολογικές απαντήσεις μπορεί να ικανοποιούν τους πιστούς κάθε θρησκείας -αν και η εμπειρία μου λέει ότι, για τους περισσότερους, μάλλον, δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Από την άλλη, η πεποίθηση του Λάιμπνιτς ότι «ζούμε στον καλύτερο από τους δυνατούς κόσμους» και, απλώς, η περιορισμένη μας διάνοια δεν μας επιτρέπει να το καταλάβουμε δεν φαίνεται να έπεισε κανέναν εκτός από τον ίδιο -όσο κι αν ο Λάιμπνιτς είναι μέγιστος στοχαστής κι έβαλε, στ’ αλήθεια, τα δυνατά του.

Ακόμη κι αν δεν είναι κακός, όμως, ο Θεός, μας λέει ο Στάινερ, «είναι ο αδιάφορος μάρτυρας της σφαγής των αθώων. Ίσως γέρασε ο Θεός του Σινά, ίσως κουράστηκε. Δεν έχει πια τα μέσα να βοηθήσει με οποιονδήποτε τρόπο. Σήμερα αυτός κυρίως χρειάζεται τη συμπόνια και την στήριξη των ανθρώπων» (σελ. 58).

Η Σοά είναι εκεί, για να μας το θυμίζει αιώνια. Η μοναδικότητα του γεγονότος το κάνει υπόδειγμα είτε της κακίας είτε της ανημπόριας του Θεού. Όλες οι απόπειρες να συλληφθεί το ασύλληπτο κατέληξαν συγχυσμένες, ακόμη και απωθητικές. «Τόσο η γλώσσα, όσο και οι ιστορικές, κοινωνιολογικές και ψυχολογικές διαγνώσεις αποδείχτηκαν σχεδόν βλακώδεις μπροστά στα γεγονότα. Πώς να χωνέψει ο νους τα βασανιστήρια και την εξόντωση, το ζωντανό κάψιμο, το ζωντανό θάψιμο ανδρών, γυναικών και παιδιών;» (σελ. 98).

Το κακό, νομίζω, αντίθετα από ό,τι μας λέει η Χάνα Άρεντ, δεν είναι κοινότοπο. Καθόλου κοινότοπο.

Αυτό που είναι κοινότοπο είναι ο προσωπικός θάνατος. Ακόμη, μάλιστα, κι αν παρουσιάζεται με πολλές μορφές, είναι «ίδιος» για όλους.

Δύο από τους κορυφαίους φιλοσόφους του 20ου αιώνα έχουν εκφράσει διαμετρικά αντίθετες απόψεις για τον θάνατο.

Ο Βιτγκενστάιν, ακολουθώντας την επικούρεια παράδοση, θα ισχυριστεί πως ο θάνατος δεν υπάρχει ως εμπειρική πραγματικότητα. Κανένας δεν θα έχει πραγματική εμπειρία του θανάτου του. Όταν εγώ είμαι αυτός δεν είναι, όταν αυτός είναι εγώ δεν είμαι. Δεν μπορούμε, συνεπώς, να πούμε τίποτε για τον θάνατο που να βγάζει νόημα.

Εντελώς αντίθετα, ο Χάιντεγκερ θα υποστηρίξει ότι ο θάνατος προσδιορίζει, συμπυκνώνει και περικλείει την ανθρώπινη συνθήκη. Το «είναι-στον-κόσμο», ίσως, πρωτίστως, σημαίνει «είναι-προς-θάνατον». «Ο θάνατος εγγυάται ριζικά την υπαρξιακή πραγματικότητα της ζωής μας. Εξού και το επιτακτικό καθήκον “να πεθάνει κανείς τον δικό του θάνατο”» (σελ. 105). Για τον Χάιντεγκερ, το τίποτα, das Nicht, είναι η πρωταρχική άβυσσος. Και, μάλλον, και η τελική. Όπως το έθεσε ο Σαίξπηρ, we are for the dark.

Είναι πιθανό, βέβαια, να ισχύουν και τα δύο. Και να μην βγάζει νόημα και να καθορίζει απολύτως την ύπαρξη. Γιατί όχι, να καθορίζει την ύπαρξη, ακριβώς, επειδή δεν βγάζει νόημα.

Ο Στάινερ μας οδηγεί να σκεφτούμε (για) τον θάνατο, σκεφτόμενοι όλα όσα συνιστούν τη ζωή.

Πρώτα πρώτα τη φιλία, που είναι σημαντικότερη από τον έρωτα, μια και ο έρωτας δεν επιδιώκει την ισότητα. Ο έρωτας εγκλωβίζεται, πάντα, ό,τι και αν λέμε, σε τρεις λέξεις, που τα λένε όλα: odi et amo, μισώ κι αγαπώ.

Η φιλία είναι ελευθερία, ο έρωτας όχι. Από την άλλη, η εκπνοή της λίμπιντο αφήνει πικρή γεύση. «Τα ταραγμένα ποτάμια πεθαίνουν στην ηρεμία της θάλασσας» (σελ. 25). Η φιλία, όμως, δεν χρειάζεται να πεθάνει, για να οδηγηθεί στην ηρεμία. Είναι μια, μικρή έστω, προστασία απέναντι στον θάνατο.

Στη συνέχεια, ο Στάινερ μας οδηγεί να αναλογιστούμε την φοβερή ανισότητα, που ακολουθεί την ανθρώπινη συνθήκη. Στην ομορφιά, στην υγεία, στην διανοητική και πνευματική δημιουργία. Με κύρια την τελευταία. Σημειώνει πόσο λίγοι είναι αυτοί που δημιουργούν. Είναι “αυτοί που δεν είναι σαν εμάς”. «Σχεδόν όλοι μας ζούμε μια ζωή δεύτερης κατηγορίας. Που μοναδική της μνημόνευση αποτελεί ο τηλεφωνικός ή ο φορολογικός κατάλογος. Δεν έχουμε μεγάλη σημασία» (σελ. 29).

Οι κομμουνιστές  πιστεύουν πως αυτό μπορεί να αλλάξει. Για τον Τρότσκι, στο μέλλον, που θα διαμορφώσει η επανάσταση, όλοι θα ξεπερνάμε τον Αριστοτέλη. Ο Στάινερ δεν το χλευάζει ούτε, όμως, και το πιστεύει. Η υπαρξιακή μας μοίρα είναι πολύ λιγότερο ευοίωνη. Γι’ αυτό, άλλωστε, η βεβαιότητα του θανάτου είναι τόσο οδυνηρή.

Ωστόσο, ο ιδιόρρυθμα φιλελεύθερος στοχαστής, σε μια έκρηξη ριζοσπαστισμού, θα τοποθετηθεί, με «ακραίο τρόπο», στη δυνατότητα να μην προστίθεται στο υπαρξιακό κακό, στην  προσωπική μας κακή μοίρα και το επιπλέον βάρος της κοινωνικής ανισότητας. Να πώς εκφράζει την οργή του ενάντια στα αφεντικά: «Κι όμως, κανένας δεν έχει φτύσει τους μύωπες κτηνάνθρωπους που είναι υπεύθυνοι, πόσο μάλλον να τους πυροβολήσει» (σελ. 48).

Αυτό που αρέσει στον Θεό είναι η Κυρία Πενία.

Ο κόσμος, που φτιάχνουν τα αφεντικά, είναι ο χειρότερος των δυνατών, μου φαίνεται πως λέει ο Στάινερ. Ο ύστερος καπιταλισμός, αν και δεν του δίνει αυτό το όνομα, χαρακτηρίζεται καταστατικά από το γεγονός ότι “[δ]ιαφημίσεις για κολάν διακόπτουν τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ για το Άουσβιτς”. Την ίδια στιγμή, ο φιλανθρωπο-καπιταλισμός εξαγοράζει, με το “καλό που κάνει”, τη μαφιόζικη προστασία του υπερφυσικού. Σα να λέμε, ο Θεός ως μπράβος.

Θα μπορούσε, άραγε, ο Θεός να αναλάβει έναν άλλο ρόλο; Μίλησα, ήδη, για την θεοδικία. Δεν θα πω άλλα. Ο Στάινερ, όμως, κάθε άλλο παρά “πιστός”, μας καλεί να σκεφτούμε γιατί «[σ]το κατώφλι των θαλάμων αερίων, οι πιστοί εξακολουθούσαν να νηστεύουν και να σιγοψιθυρίζουν τις προσευχές τους» (σελ. 57). Έλλειψη ορθολογικότητας, σφάλμα της καρδιάς, η οποία, όπως έγραψε ο Πασκάλ, “έχει λόγους, που ο νους δεν τους καταλαβαίνει” ή κάτι, που λέει περισσότερα για μας παρά για τον Θεό;

***

Υπάρχει μια και μόνο περίπτωση, στην οποία ο Στάινερ δοκιμάζει την πιθανότητα μιας επαφής με την «αιωνιότητα». Είναι η μουσική. Στην μουσική παίζεται κάτι πολύ σημαντικό. Γι’ αυτό, ίσως, οι τρεις ελληνικοί μύθοι -από τους πιο αρχαϊκούς-  που αφορούν τη μουσική, είναι πνιγμένοι στο αίμα. Ο Ορφέας, ο Μαρσύας και οι καταβροχθισμένοι, από τις Σειρήνες,  ναυτικοί είναι σα να λένε πως στη μουσική συμβαίνει κάτι, που αφορά έντονα τη ζωή και τον θάνατο. Την αιωνιότητα.

«Θα μπορούσε η μουσική εμπειρία να είναι η μόνη συνάντηση του ανθρώπου με τον χρόνο που έχει χειραφετηθεί από τη χρονικότητα έτσι όπως τη γνωρίζουμε στις βιολογικές και ψυχολογικές διαδικασίες; Μήπως η αντίστιξη ή οι αντεστραμμένοι κανόνες ανατρέπουν τον χρόνο όπως καμιά άλλη δυναμική δεν μπορεί; […] Για τον Λάιμπνιτς ο θεός τραγουδάει άλγεβρα. Ο Σοπενχάουερ είναι σίγουρος πως η μουσική θα επιζήσει μετά από την εξαφάνιση του σύμπαντός μας» (σελ. 64). Εδώ, είναι η πρώτη φορά, που ο Στάινερ ακουμπάει μιαν ελπίδα.

Μικρή είναι, ακόμη κι αυτή, η ελπίδα.

Η πιο βαρυσήμαντη ανακάλυψη στην ιστορία του ανθρώπου είναι ο θάνατος. Η ανακάλυψη ότι κάθε ύπαρξη, κάθε ζωή είναι πρόλογος μιας βέβαιης εξαφάνισης.

Μιας διαδικασίας, μάλιστα, που το κύριο χαρακτηριστικό της είναι η μοναχικότητα.

«Στην αυθεντική αγάπη υπάρχει το παράδοξο της μοναχικότητας. Υπάρχει μοναχικότητα στην ερωτική ολοκλήρωση και στη μαγεία της φιλίας. Υπάρχει το παράδοξο της μοιρασμένης αλλά προφυλαγμένης μοναξιάς.

Έτσι θα έπρεπε να καθορίζεται και ο θάνατος» (σελ. 107). Μοναχικός και μοιρασμένος.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

«¡ Vengan zurdos !»: η καταστολή και ο φασισμός της αστυνομίας στην Αργεντινή. Του Ariel Pennisi*

Podcast Ξεφυλλίζοντας τον 20ό Αιώνα: Ο Charles Schermerhorn στη Βόρεια Ελλάδα τη Μεταπολεμική Περίοδο