Ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ
(Δεν μπορείς να μπεις στο ίδιο ποτάμι για δεύτερη φορά) Ηράκλειτος
Η ηγεμονική εδραίωση του ΠΑΣΟΚ στην ελληνική πολιτική σκηνή είναι αναπόφευκτο να έχει κληροδοτήσει το σύστημα και τους φορείς εκπροσώπησης με σημαντικές λογικές και έξεις που μας υποχρεώνουν να αξιολογήσουμε. Η υποχρέωση αυτή δεν προκύπτει μόνο επετειακά αλλά και από την εν εξελίξει αναδόμηση των πολιτικών συσχετισμών τα τελευταία χρόνια, η οποία και θα γειώσει την πασοκική αυτή κληρονομιά στα νέα δεδομένα.
Συμφέροντα και πολιτικός ανταγωνισμός ήδη έχουν αρχίσει να αξιοποιούν αυτήν την κληρονομιά, ώστε να σπρώξουν τα πράγματα στην κατεύθυνση της υλοποίησης των στρατηγικών τους επιλογών. Ο όρος – κλειδί που συνοψίζει την πασοκική κληρονομιά, στη σχετική πολιτική πολεμική, δεν είναι άλλος από την «πασοκοποίηση». Ήδη ο όρος, που, θεωρητικά τουλάχιστον, απλώς περιγράφει τη διαδικασία διαμόρφωσης της πολιτικής και ιδεολογικής συγκρότησης του ΠΑΣΟΚ, φαίνεται να εργαλειοποιείται από τον εσμό των καθεστωτικών δυνάμεων, ώστε να εξυπηρετεί τις πολλαπλές τους επιδιώξεις. Έτσι, στο πλαίσιο του ιδιαίτερα πολωμένου πολιτικού ανταγωνισμού, η πρόσφατη και πληθωριστική χρήση του όρου «πασοκοποίηση» α) εκφράζει την ελπίδα και την επιδίωξη της κάμψης και του ελέγχου ριζοσπαστικού προσανατολισμού του ΣΥΡΙΖΑ, β) συμβάλλει στο διαμορφούμενο «μίσος» για τη Μεταπολίτευση, όπου η συμβολή του ΠΑΣΟΚ στις φιλελεύθερες, δημοκρατικές και κοινωνικές κατακτήσεις εξομοιώνεται με ατεκμηρίωτες προκαταλήψεις περί «εθνολαϊκισμού», γ) επιδιώκει να εκμεταλλευτεί την κατά παράδοση ελλειμματική και ίσως συμπλεγματική αντιμετώπιση της κομμουνιστογενούς Αριστεράς απέναντι στην Κεντροαριστερά και τη Σοσιαλδημοκρατία (βλ. παρακείμενο άρθρο Κ. Ελευθερίου) και να διασπάσει την ενότητα του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης και, τέλος, δ) θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η αναφορά στην «πασοκοποίηση» εκφράζει και τον φόβο όσων έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους στον ΣΥΡΙΖΑ για μια νέα κοινωνιοκεντρική διευθέτηση των σχέσεων κοινωνίας – κράτους. Φόβος κατανοητός, που προκύπτει από το ενδεχόμενο μήπως ο ΣΥΡΙΖΑ, κάτω από το βάρος της αδράνειας των πασοκικών έξεων, υποταχθεί στις παθογένειες της πασοκικής κληρονομιάς.
Είναι, λοιπόν, προφανές ότι η πολύσημη χρήση του όρου δεν υπονομεύει μόνο τη δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και στεβλώνει τον δημόσιο διάλογο. Γι’ αυτό και μας υποχρεώνει να σταθούμε στο περιεχόμενο του «δημοφιλούς» αυτού όρου. Με την ευκαιρία μάλιστα των σαράντα χρόνων του ΠΑΣΟΚ, ίσως συμβάλλουμε και στην ψύχραιμη αποτίμηση, ωστόσο σύντομη, της πολιτικής του κληρονομιάς.
Η δυναμική και ριζοσπαστική είσοδος του ΠΑΣΟΚ στην πολιτική σκηνή της Μεταπολίτευσης συνοδεύτηκε από μια υπερβολική και ανορθολογική εχθρότητα στη σοσιαλδημοκρατική παράδοση. Η πολεμική του απέναντι στο ισχυρό τότε αυτό ρεύμα της Αριστεράς να δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό του από τους συντηρητικούς του αντιπάλους ως «Αριστερά της Αριστεράς». Στο πλαίσιο των διαδικασιών της δημοκρατικής μετάβασης, το ΠΑΣΟΚ συνέβαλε αποφασιστικά στις δημοκρατικές και κοινωνικές κατακτήσεις της περιόδου που ανέτρεψαν τα συντηρητικά και αυταρχικά φορτία του μετεμφυλιακού σκηνικού. Η οργάνωση και η παρουσία του Κινήματος ως μαζικού, και, έστω κατ’ επίφαση, συμμετοχικού κόμματος ακύρωσε πολιτικές φοβίες του παρελθόντος και αναβάθμισε τις διαδικασίες πολιτικής και κοινωνικής εκπροσώπησης, εντάσσοντας συσσωρευμένα κοινωνικά αιτήματα σε πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς και διαδικασίες. Έτσι, οι από τα πάνω μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε ως κυβέρνηση, παρά τη συχνή αντιφατικότητά τους, νομιμοποιούνταν πάντα με αναφορά σε κοινωνικά αιτήματα και επιδιώξεις.
Φυσικά, η συμβολή του αυτή μόνο κατ’ εξαίρεση παρέκκλινε από το πρότυπο εκδημοκρατισμού που είχαν επιλέξει οι πολιτικές και κοινωνικές ελίτ. Ένα πρότυπο που πρόκρινε τον διά των κομμάτων ελέγχο και περιορισμό της κοινωνικής δυναμικής και των κοινωνικών πρωτοβουλιών αυτοθέσμισης.
Όσο αυθαίρετη και υπερβολική ήταν η αρχική του πολεμική απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία τόσο παθητική αποδείχθηκε η εν συνεχεία ένταξή του στις τάσεις της «νέας – σοσιαλδημοκρατίας», η οποία πλέον, χωρίς εναλλακτικό πρόγραμμα και όραμα απέναντι στην προϊούσα καπιταλιστική κρίση, εντάχθηκε στο πλαίσιο που επέβαλε η νεοφιλελέθερη ηγεμονία. Έτσι, το πάλαι ποτέ Κίνημα, με τις μαζικές οργανώσεις σε ολόκληρη τη χώρα, μετατράπηκε σε κυβερνητικό κόμμα, περιόρισε τη δράση του στους θεσμούς «διακυβέρνησης» και προσάρμοσε τον λόγο του και τη νομιμοποιητική βάση της πολιτικής του στα εκάστοτε προτάγματα του κράτους, αδιαφορώντας ή ανταποκρινόμενο επιλεκτικά και πελατειακά στα κοινωνικά αιτήματα.
Ο κυβερνητισμός αυτός του ΠΑΣΟΚ, όχι μόνο δεν οδήγησε στο ξεπέρασμα του έτσι και αλλιώς αρχικού προσωποπαγούς του χαρακτήρα, δημιούργησε χώρο για την πάντοτε καραδοκούσα τεχνοκρατία και οδήγησε σε έντονα φαινόμενα παραγοντισμού και διαφθοράς. Το κόμμα κρατικοποιήθηκε, αφού η λογική του και οι πόροι του (υλικοί, πολιτικοί, συμβολικοί) εξαρτώνταν πάντα από την διαχειριστική του παρουσία στο κράτος. Η κρίση και η πολιτική αντιμετώπισή της απομάκρυνε ακόμη περισσότερο το ΠΑΣΟΚ από την κοινωνική του βάση και και οριστικοποίησε την αποξένωσή του από αυτή. Η κοινωνία δεν αντιμετωπίζεται πλέον με επιλεκτική αδιαφορία, αλλά ως «εχθρός».
Αυτή είναι η δραματική εξέλιξη που μας κληροδοτεί το ΠΑΣΟΚ. Η «πασοκοποίηση» με αυτή την έννοια στοιχειοθετεί απολύτως δικαιολογημένα τους πραγματικούς φόβους της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Ωστόσο, τα αρνητικά αυτά φορτία θα πρέπει να αντιμετωπιστούν χωρίς υπερβολές και παραλυτικές φοβίες. Άλλωστε, στο γενετικό υλικό του πάλαι ποτέ Κινήματος υπήρχαν δημοκρατικές υποσχέσεις και πρακτικές (δημοκρατική μαζική συμμετοχή, αναφορές σε λαϊκά κοινωνικά στρώματα, έμφαση σε συλλογικές διαδικασίες και θεσμούς πολιτικής και κοινωνικής εκπροσώπησης και, παρά τις ιδεολογικές στρεβλώσεις και αντιφάσεις όραμα «κοινωνικής αλλαγής»). Η αξιοποίηση και αυτής της κληρονομιάς, ή ό,τι από αυτή έχει απομείνει στη συλλογική μνήμη, και κυρίως με την αυτοπεποίθηση της στρατηγικής της ριζοσπαστικής αριστεράς που θεμελιώνεται και στηρίζεται στην παρουσία στο κοινωνικό πεδίο όχι μόνον είναι δυνατόν να λειτουργήσει αποτρεπτικά στην κληρονομιά του κρατικού ΠΑΣΟΚ, αλλά μπορεί να συμβάλει και στην πραγμάτωση μιας πραγματικά κοινωνιοκεντρικής νέας Μεταπολίτευσης. Μιας Μεταπολίτευσης που θα αλλάζει τους κοινωνικούς συσχετισμούς και θα ανοίγει τον δρόμο για μια κοινωνική οργάνωση μακριά από τις ψευδαισθήσεις εξανθρωπισμού του καπιταλιστικού πολιτισμού, που αντιμετωπίζει ίσως τη βαθύτερη κρίση του τις τελευταίες πολλές δεκαετίες.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην “Κυριακάτικη Αυγή”