Το δημοψήφισμα που θα διενεργηθεί στις 5 Ιουλίου ‘συγκροτεί’ μία δομική μετατόπιση της διαπραγματευτικής στρατηγικής της κυβέρνησης. Από τις συνεδριάσεις και τις συσκέψεις της διαπραγματευτικής της ομάδας με τους εκπροσώπους των περίφημων ‘θεσμών’, επέρχεται η μετάβαση στο ‘λαό’. Σε αυτό το πλαίσιο, η απεύθυνση στον ‘κυρίαρχο λαό’ προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά μίας θετικής άρθρωσης, καθότι καθίσταται εκ των πραγμάτων συμμέτοχος στο πολιτικό παίγνιο.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα χρησιμοποιήσει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος (ενδεχόμενο όχι στην πρόταση των δανειστών), ως ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί απέναντι στις πιέσεις των δανειστών, έχοντας ως θεμελιώδη στόχο να εξαναγκάσει τους θεσμούς σε υποχώρηση: έτσι συγκροτείται ένα παίγνιο αμοιβαίων υποχωρήσεων που θα καταλήξει και σε μία επωφελή συμφωνία, σύμφωνα με τις διακηρύξεις της κυβέρνησης.
Απέναντι στην αδιαλλαξία των θεσμών, η κυβέρνηση επιδιώκει να νομιμοποιήσει λαϊκά την διαπραγματευτική της στρατηγική. Πιθανή επικράτηση του όχι δύναται να ανανοηματοδοτήσει το κοινωνικό και πολιτικό πεδίο, καθότι εκ των πραγμάτων θα τεθεί επιτακτικά πλέον στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων το ζήτημα παραμονής της χώρας στην Ευρωζώνη. Και το ερώτημα προκύπτει αβίαστα: ταυτίζεται το όχι στις προτάσεις των θεσμών με τα πολιτικά όρια της κυβέρνησης; Διαθέτει η κυβέρνηση του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς εναλλακτικά ‘εργαλεία’ ‘χαρτογράφησης’ της πορείας του ελληνικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού εκτός Ευρώ; Δύσκολα, αν κρίνουμε από την μέχρι τώρα στάση της. Μία κίνηση υψηλού πολιτικού ρίσκου και συμβολισμού όπως είναι η προσφυγή σε δημοψήφισμα οφείλει να λαμβάνει υπόψη όλες τις παραμέτρους. Θα είναι επίσης πολύ ενδιαφέρον να δούμε ποια θα είναι η εκλογική ‘κίνηση’ του μπλοκ των λαϊκών-κυριαρχούμενων τάξεων το οποίο ουσιαστικά ανέδειξε τον ΣΥΡΙΖΑ στη θέση του κυβερνώντος κόμματος.
Η σύγκρουση δύο διαφορετικών κοινωνικών κόσμων και στρατηγικών αποκρυσταλλώνεται στο περιεχόμενο, στο ίδιο το διακύβευμα του δημοψηφίσματος. Κι είναι ακριβώς αυτή η ‘κίνηση’ που θα διαμορφώσει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της επόμενης Κυριακής.
Οι κοινωνικές τάξεις και δη η εργατική δεν αποτελούν παθητικές συσσωματώσεις μηδενικού αθροίσματος αλλά ενεργοί διαμορφωτές του πολιτικού οικοδομήματος. Πραγματικά, την επόμενη Κυριακή θα κριθεί η μέχρι τώρα διαπραγματευτική στρατηγική της κυβέρνησης, κάτι που διαμορφώνει τους όρους και τις προϋποθέσεις για την επανακανονάρχηση της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας.
Η απόφαση για την διενέργεια δημοψηφίσματος δεν πρέπει να ιδωθεί ξέχωρα από τις γενικότερες εξελίξεις και τους συσχετισμούς δυνάμεων που επικρατούν στο εσωτερικό της Ευρωζώνης. Με το αποτέλεσμα του ή θα διαμορφωθούν οι όροι ποιοτικής εμβάθυνσης και εμπέδωσης της μνημονιακής κανονικότητας (δομικοποίηση του μνημονίου), ή θα χαράξει νέες ατραπούς που θα τείνουν στην αποδέσμευση και στην αποστοίχιση. Το κοντινό μέλλον θα δείξει. Άλλωστε, όπως είπε και ο Λουί Αλτουσέρ, ‘το μέλλον διαρκεί πολύ’.
Το αποτέλεσμα ενός δημοψηφίσματος δεν κρίνεται μόνο από την δεσμευτικότητα του στο παρόν, αλλά και από την επενέργεια του στο άμεσο μέλλον. Λίγους μήνες μετά τις βουλευτικές εκλογές της 25ης Ιανουαρίου, η υλικότητα της συγκρότησης κοινωνικών συμμαχιών/μπλοκ διαμεσολαβείται μέσω του δημοψηφισματικού επίδικου. Το δημοψήφισμα της επόμενης Κυριακής αποτελεί, μία τρόπον τινά έμμεση επανάληψη των βουλευτικών εκλογών της Ευρωπαϊκής πίεσης που είχαν λάβει χώρα τον Ιούνιο του 2012. Τώρα, όπως και τότε, η διαιρετική τομή φιλοευρωπαϊσμός/αντιευρωπαϊσμός ( όχι με την μορφή της ολικής ρήξης και δομικής αποστοίχισης, αλλά με την μορφή και το πλαίσιο της αμφισβήτησης και βελτίωσης της σημερινής αρχιτεκτονικής της) διαγράφεται ανάγλυφα , καθότι αντανακλάται στο ‘χώρο’ της κίνησης των κοινωνικών τάξεων, καθώς και στην πολιτική, προγραμματική και ιδεολογική διαπάλη των πολιτικών κομμάτων. Οι ίδιες οι εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα στον ελληνικό κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό παράγουν πολλαπλούς συμβολισμούς.