in

Περί δικαιοσύνης και φιλελευθερισμού. Του Χρήστου Λάσκου

Katrina Forrester, Στη σκιά της δικαιοσύνης -Ο μεταπολεμικός φιλελευθερισμός και η ανακατασκευή της πολιτικής φιλοσοφίας, Πόλις 2022, σελ. 492 (μετάφραση: Θωμάς Ψήμμας)

[Na εστιάζουμε] στα αποκρουστικά κίνητρα και την απληστία των πλούσιων

G. A. Cohen

Έχει νόημα να συζητάμε για τη δικαιοσύνη; Και δεν εννοώ με αυτό τη δικαστική εξουσία, προφανώς, η οποία, στην καλύτερη εκδοχή, έχει ως αποστολή τον έλεγχο της εφαρμογής των νόμων, οι οποίοι, πολλές φορές, κάθε άλλο παρά «δίκαιοι» είναι.

Ακόμη περισσότερο, έχει νόημα να συζητάμε για τη δικαιοσύνη στο πλαίσιο της ριζοσπαστικής Αριστεράς;

Κάποιοι πιστεύουν πως όχι μόνο πρέπει να συζητάμε, αλλά ο βασικός μας στόχος θα πρέπει να είναι η επέλευση της δικαιοσύνης.

Τι επιζητούν, άλλωστε, οι κατώτερες τάξεις και κατηγορίες του πληθυσμού, αν όχι τη δικαιοσύνη; Τα Τέμπη αυτό δεν φωνάζουν, από τα βάθη της ψυχής τους;

Είναι, λοιπόν, η υπεράσπιση και η επιδίωξη της δικαιοσύνης αυτονόητη και στρατηγική έννοια;

Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, δεν είναι.

Ο Μαρξ, για παράδειγμα, ειρωνεύονταν, κατά κάποιο τρόπο, την επίκλησή της. Η πάλη της εργατικής τάξης δεν μπορούσε να βασίσει την καλή της έκβαση σε αιτήματα δικαιοσύνης. Είναι γνωστή, άλλωστε, η λοιδορία απέναντι στον Προυντόν, για την περίφημη φράση του τελευταίου ότι «η ιδιοκτησία είναι κλοπή». Η ιδιοκτησία δεν είναι κλοπή και, από αυτήν την άποψη, δεν μπορεί να διευθετηθεί σε κανένα δικαστήριο, ούτε καν στο Δικαστήριο της Ιστορίας.

Ο Μαρξ, επιπλέον δεν ήταν ούτε «εξισωτιστής». Στην Κριτική του προγράμματος της Γκότα, εξηγεί γιατί η επιδίωξη των κομμουνιστών είναι η ανισότητα: «Στην καθεμιά ανάλογα με τις ανάγκες της, από την καθεμιά ανάλογα με τις δυνατότητές της». Εφόσον ούτε οι ανάγκες ούτε οι δυνατότητες είναι «ίσες», η ρύθμιση δεν μπορεί να στηρίζεται στην εξίσωση.

Η κεντρική έννοια της επαναστατικής Αριστεράς του 19ου αιώνα, αλλά και των επιγόνων της μέχρι και σήμερα, είναι αυτή της ελευθερίας ως αυτοπραγμάτωσης. «Η ελευθερία του καθενός ως προϋπόθεση της ελευθερίας όλων» -πρώτα του καθενός, μετά όλων. Ακόμη και η βασική δομή της κομμουνιστικής κοινωνίας στην ελευθερία βρίσκει την θεμελίωσή της. Πρόκειται για την κοινωνία των «ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών» -γι’ αυτό και ο αντικρατισμός ήταν πάντοτε καταστατική στάση των επαναστατικών οργανώσεων.

Ήταν, λοιπόν, ο Μαρξ φιλελεύθερος; Κάθε άλλο. Οι κομμουνιστές υπήρξαν διαχρονικά αντι-φιλελεύθεροι, έστω κι αν, στις απαρχές του εργατικού κινήματος, συμμάχησαν με φιλελεύθερους ενός είδους, σε συγκεκριμένες συγκυρίες. Ήξεραν, όμως, πάντοτε ότι ο φιλελευθερισμός υπήρξε συνειδητά αντεργατικός και με έντονο μίσος για τις «βρωμερές τάξεις», άρα με έντονο μίσος για τη δημοκρατία. Η διαχρονική στάση τους υπέρ της τιμηματικής και εναντίον της καθολικής ψηφοφορίας είναι ένα μόνο από τα πειστήρια. «Χωρίς περιουσία ούτε και εκλογή» ήταν το μότο τους, ως που οι εργατικοί και φεμινιστικοί αγώνες, από κοινού, τους εξανάγκασαν να υπαναχωρήσουν με βαριά καρδιά.

Η Αριστερά, ιστορικά, είναι δημοκρατική και γι’ αυτό αντι-φιλελεύθερη. Στη δική της αντίληψη, οι ατομικές ελευθερίες και δικαιώματα είναι στοιχείο της ελευθεριακής υπόστασής της, που δεν έχει σχέση με τον φιλελευθερισμό. Η κατάργηση της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης είναι ο στόχος, όχι η «αποκατάσταση της δικαιοσύνης». Εδώ η ταξική ισχύς είναι που μετράει και όχι η «ενσυναίσθηση».

Στο κάτω κάτω, γιατί δεν είναι «δίκαιο» οι πιο προικισμένοι και σκληρά κοπιώντες να παίρνουν μεγαλύτερο -ή και πολύ μεγαλύτερο- κομμάτι της «πίττας»;

Είναι, όμως, η επίκληση της δικαιοσύνης άσκοπη σε οποιαδήποτε συγκυρία; Μ’ όλο που η μαρξική επιχειρηματολογία είναι πειστικότατη, κατά τη γνώμη μου, η συναισθηματική δύναμη της έννοιας την κάνει κατάλληλη σε συγκεκριμένες περιστάσεις.

Δεν το θέτω με την έννοια που το κάνει ο αριστερός λαϊκισμός του Λακλάου και της Μουφ. Γιατί είμαι πεπεισμένος ότι η «δικαιοσύνη», ως κενό σημαίνον, δεν μπορεί να  φτιάξει αλυσίδες ισοδυναμίας, που να οδηγούν σε διαρκείς και βαθείς μετασχηματισμούς, σε μια περίοδο κλιματικής κρίσης, επίτασης της εκμετάλλευσης, εμβάθυνσης της οικονομικής κατάπτωσης, τεράστιων διακινδυνεύσεων, υγειονομικών, διατροφικών, ενεργειακών,… όπου ο στρατηγικός ριζοσπαστισμός είναι εκ των ων ουκ άνευ.

Η πληθωριστική επίκληση της δικαιοσύνης, ωστόσο, είναι μια αδήριτη πραγματικότητα. Όπως και της ισότητας. Είμαστε, συνεπώς, υποχρεωμένοι να ασχοληθούμε.

Το βιβλίο της Κατρίνα Φόρεστερ είναι μια καλή αφορμή. Η Φόρεστερ εξιστορεί την εξέλιξη των θεωριών της δικαιοσύνης, ως μέρος της πολιτικής φιλοσοφίας του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα, με αρκετά εύληπτο τρόπο. Και η δουλειά του μεταφραστή έχει συμβάλλει ουσιαστικά. Η ανάγνωση του βιβλίου μπορεί, ωστόσο, να βοηθηθεί ιδιαίτερα με την ταυτόχρονη ανάγνωση του σπουδαίου έργου του Will Kymlicka, εκδομένου επίσης από την Πόλι (Η πολιτική φιλοσοφία της εποχής μας).

Η Φόρεστερ ακολουθεί την κοινή παραδοχή ότι η πολιτική φιλοσοφία της εποχής μας αρθρώνεται γύρω από το έργο του John Rawls. H Θεωρία της δικαιοσύνης (1971) -και αυτή, στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Πόλις- αποτελεί ακόμη και σήμερα την παρέμβαση με την απολύτως μεγαλύτερη επίδραση. Ο «φιλελεύθερος εξισωτισμός» του Ρωλς είναι ο άξονας γύρω από τον οποίο διεξήχθη η συζήτηση αναφορικά με τη δικαιοσύνη. Το σύνολο, σχεδόν, των έργων, που επηρέασαν τον στοχασμό γύρω από τη δικαιοσύνη, συμπράττουν ή απορρίπτουν, συνομιλούν, πάντως, αναγκαστικά μαζί του.

Η συγγραφέας, λοιπόν, επιλέγει, σωστά νομίζω, να κινηθεί στη βάση της γενεαλογίας της σκέψης του Ρωλς, με τις καμπές και τις συνέχειές της, από τον μεταπόλεμο κι έπειτα. Παρακολουθώντας την εξέλιξη των ιδεών του, παρουσιάζει και τις εναλλακτικές, σε κάθε φάση, θεωρίες και τον τρόπο, με τον οποίο συνδιαλέγονται μαζί του. Παρουσιάζει τις σχολές της σύγχρονης πολιτικής φιλοσοφίας, από τους υπερδεξιούς libertarians, με ηγέτη τον Nozick μέχρι τους αναλυτικούς μαρξιστές, με εμβληματική μορφή τον G.A.Cohen -και, ως ενδιάμεσους, τους φιλελεύθερους Dworkin και τον Amartya Sen -μεταξύ πολλών άλλων. Συνδέει την διατύπωση των επιχειρημάτων με το ευρύτερο συγκείμενο της εποχής, στην οποία αυτά διατυπώθηκαν. Από αυτήν την άποψη, εκτός από φιλοσοφία και ιστορία των ιδεών, το βιβλίο αποτελεί και πολιτική ιστορία.

Εμάς μας αφορά, κατεξοχήν, νομίζω, η τροπή που πήρε η συζήτηση μετά την εμφάνιση και ολοσχερή επικράτηση της Νέας Δεξιάς, από τα 80ς και έπειτα. Η καθοριστικής σημασίας κατίσχυση του νεοφιλελευθερισμού είναι που κάνει επιτακτική τη γνώση όσων και στο επίπεδο των ιδεών επιχείρησαν να του αντισταθούν. Δεδομένου ότι η παρέμβαση του Ρωλς, ανεξάρτητα, ακόμη, και από τις πραγματικές δικές του επιδιώξεις, συνδέθηκε με εγχειρήματα υπεράσπισης του, πολλαπλώς βαλλόμενου, κράτους πρόνοιας, από το Ρίγκαν και την  Θάτσερ μέχρι τον Μιλέι και τον Μασκ, σήμερα, το καθιστά ακόμη επίκαιρο.

Στη Θεωρία της δικαιοσύνης, ο Ρωλς εξέθεσε το όραμά του για μια δίκαιη και «εύτακτη» κοινωνία, η οποία ρυθμιζόταν από τη σύλληψη της δικαιοσύνης, που ο ίδιος αποκαλούσε «δικαιοσύνη ως ακριβοδικία» (justice as fairness).

«Το βιβλίο αντιμετωπίστηκε ως μια αναβίωση της φιλελεύθερης παράδοσης του κοινωνικού συμβολαίου, εν μέρει εξαιτίας της πιο διάσημης και ενθυμητικής ιδέας του, της “πρωταρχικής θέσης”. Εκεί, τα πρόσωπα συναντιούνται πίσω από ένα “πέπλο άγνοιας”, που τα καθιστά τυφλά μπροστά στα κοινωνικά τους χαρακτηριστικά -τα πράγματα που απέκτησαν εξαιτίας κοινωνικής ενδεχομενικότητας και φυσικής ατυχίας. Από την στιγμή που βρίσκονται πίσω από το πέπλο, συμφωνούν στο πώς θα δομούνταν μια δίκαιη κοινωνία χωρίς τα εν λόγω ενδεχομενικά γεγονότα να στέκονται εμπόδιο στις επιλογές τους. Ο Rawls ισχυρίστηκε ότι τα πρόσωπα θα επέλεγαν δύο αρχές δικαιοσύνης ως πρότυπα αξιολόγησης της δικαιοσύνης μιας κοινωνίας. Η πρώτη ήταν μια αρχή ατομικής ελευθερίας που επικύρωνε τα βασικά δικαιώματα και ελευθερίες των πολιτών. Η δεύτερη ήταν μια αρχή ισότητας. Περιλάμβανε την “αρχή της διαφοράς”, η οποία διαρρύθμιζε τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες ώστε να λειτουργούν προς όφελος των λιγότερο προνομιούχων μελών της κοινωνίας, και όριζε ότι τα αξιώματα θα πρέπει να είναι ανοιχτά για όλους, υπό συνθήκες “ακριβοδίκαιης ισότητας ευκαιριών”. Η κοινωνία εκλαμβάνονταν ως ένα “συνεργατικό σχήμα για αμοιβαίο πλεονέκτημα”. Ο καθένας θα ωφελούνταν περισσότερο εάν βρίσκονταν εντός του εν λόγω σχήματος, παρά έξω από αυτό. Τούτες οι αρχές υπήρχαν προκειμένου να διασφαλίζουν ότι τα πλεονεκτήματα της ιδιότητας του μέλους θα κατανέμονταν με (ακριβο)δίκαιο τρόπο. Εξασφάλιζαν ότι τα πράγματα δεν θα ανήκαν στους ανθρώπους από τύχη και ότι οι ανταμοιβές για τις προσπάθειες των ατόμων δεν θα γινόταν τροχοπέδη για την κοινωνική σταθερότητα» (σελ. 29).

Ο Ρωλς, ως φιλελεύθερος ήταν υποστηρικτής μιας «ιδιοκτησιακής δημοκρατίας» και ως εξισωτιστής υπεράσπιζε μια διανεμητική πολιτική υπέρ των λιγότερο προνομιούχων. Αυτός του ο εξισωτισμός τον έκανε να έρχεται κοντά, πολλές φορές, στις αντιλήψεις του σοσιαλιστικού χώρου. Για παράδειγμα, «[ό]ταν δημοσιεύτηκε η πολυαναμενόμενη κριτική της αξιοκρατίας από τον Michael Young το 1958, ο Ρωλς συμφώνησε με το επιχείρημά του […] ότι η “αξιοκρατία” ή ένα σύστημα “φυσικής ελευθερίας”, όπου τα φυσικά ταλέντα αυτά καθεαυτά καθορίζουν τις ευκαιρίες ζωή, συνίσταται απλώς σε μια “ίση ευκαιρία να αφήσουμε πίσω τους λιγότερο τυχερούς”» (σελ. 60). Εντυπωσιακή διατύπωση, αν σκεφτούμε το πόσο ψοφοδεώς η σημερινή κυβερνητιστική Αριστερά ψέλνει σε όλους τους τόνους τον ύμνο της αξιοκρατίας.

Επανέρχομαι στο αρχικό ζήτημα. Έχει θέση η δικαιοσύνη στο πλαίσιο μιας κομμουνιστικής πολιτικής; Κι αν έχει, ποιο είναι το είδος της παρουσίας της;

Σίγουρα δεν μπορεί να αποτελεί άξονα του χειραφετητικού προτάγματος. Το οποίο έχει τύχη μόνο στο μέτρο που εντοπίζει τη θεμελιώδη δικαιολογητική βάση των επιλογών του στην επίθεση στην εκμετάλλευση, στην εργατική ταξική πάλη και στην επιδίωξη της αλλαγής των παραγωγικών σχέσεων. Θέματα, λοιπόν, ιδιοκτησίας, κατοχής και κυριότητας  βρίσκονται στο επίκεντρο, διαμορφώνοντας μια ριζική διαχωριστική με τη φιλελεύθερη-εξισωτιστική παράδοση.

Ωστόσο, μια μινιμαλιστική αξιοποίηση εννοιών ηθικού τύπου σαν τις ρωλσιανές, υπό όρους, μπορεί να αποτελέσει ωφέλιμη συμβολή. Ιδίως, σε ό,τι αφορά την αποδόμηση των ευθέως αντιδραστικών ιδεολογιών, που επικράτησαν τις τελευταίες δεκαετίες.

Χαρακτηριστική είναι η αναίρεση των ιδεών περί διανομών κατά Παρέτο, όπου η μόνη αναδιανομή που επιτρέπεται είναι αυτή, που δεν «υποβαθμίζει» την θέση κανενός ατόμου. Αν δέκα άνθρωποι έχουν εισόδημα 10 δισεκατομμυρίων ευρώ και δέκα εκατομμύρια εισόδημα 10 χιλιάδων ευρώ, οποιαδήποτε αναδιανομή, που αυξάνει το εισόδημα των δεύτερων, αλλά μειώνει, έστω και λίγο, αυτό των πρώτων, είναι απολύτως απαράδεκτη!

Η συζήτηση για τη δικαιοσύνη, προσφιλής καταφυγή για τις κατώτερες τάξεις και τα θύματα των πολλαπλών εκμεταλλεύσεων και καταπιέσεων της εποχής μας, προσφέρει εργαλεία, πολλές φορές πολύτιμα. Τουλάχιστον, για την εκκίνηση της πορείας προς μια ριζική αποδόμηση.

Ακόμη και ως κενό σημαίνον, η δικαιοσύνη μπορεί να αξιοποιηθεί, αρκεί να είναι συνδεδεμένη με ένα σαφές και ευκρινές μετασχηματιστικό πρόγραμμα, που επικεντρώνει στις παραγωγικές σχέσεις και αντιλαμβάνεται την πολιτική σύγκρουση όχι ως «αγωνισμό» στο πλαίσιο της φιλελεύθερης πολιτείας, αλλά ως ανηλεή ταξική πάλη.

Η πολιτική φιλοσοφία, υπό την καθοριστική επιρροή  του Ρωλς, επέκτεινε την αναζήτησή της σε πολλά από τα φλέγοντα ζητήματα της εποχής: από τον πόλεμο, τον ιμπεριαλισμό, την κλιματική κρίση, την οικονομική κατάπτωση, τον διαρκώς διευρυνόμενο κατάλογο των διακινδυνεύσεων και απειλών. Πρόσφατα, μέρος της συζήτησης έχει γίνει και το ζήτημα της αποκατάστασης των ιστορικών «αδικιών», που η αποικιοκρατία επέφερε στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη.

Η συζήτηση παραμένει ενδιαφέρουσα. Οι εκδόσεις Πόλις συνεχίζουν να προσφέρουν πολύτιμες υπηρεσίες στη γνωριμία του ελληνικού κοινού με αυτές τις ιδέες. Τολμώ, λοιπόν, να προτείνω να αναλάβουν και την έκδοση των βασικών κειμένων του G. A. Cohen, στο μέτρο, μάλιστα, που ο αναλυτικός μαρξισμός, ως ρεύμα της πολιτική φιλοσοφίας είναι αυτό που, εντελώς άδικο, παραμένει το πιο παραγνωρισμένο.

Μια τέτοια πρωτοβουλία θα ήταν πραγματικά πολύτιμη σε μια εποχή που οι «αντικρατικές» ιδέες  της αιώνιας Δεξιάς, αλλά και του ακραίου Κέντρου, υποβοηθούν στην καταθλιπτική κατίσχυση ενός πανίσχυρου και ιδιωτικοποιημένου καπιταλιστικού κράτους, το οποίο, στους καιρούς του επελαύνοντος τραμπικού πλουτοφασισμού, συνιστά κρίσιμη πολιτική παρέμβαση.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ο ορατός εχθρός-Ποιος έκανε το φύλο ιδεολογία; Tης Jennifer Guerra

8 & 29/4: Δύο παρουσιάσεις του alter-βιβλίο στο Manifesto