Τις τελευταίες τρεις ημέρες διακινούνται μαζικά σκίτσα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που απεικονίζουν μια Ιρανή που αφαίρεσε τα ρούχα της εν είδει διαμαρτυρίας έξω από το Ισλαμικό Πανεπιστήμιο Αζάντ της Τεχεράνης, δύο χρόνια μετά τη δολοφονίας της Μάχσα Αμίνι που είχε οδηγήσει στην ομώνυμη εξέγερση. Έχει επισημανθεί ορθά στο ελληνικό πλαίσιο, ότι μέσα από την αναπαραγωγή ψηφιακών σκίτσων της κοπέλας όπου φοράει μόνο τα εσώρουχα της και στέκεται σαν ηρωίδα πάνω από γυναίκες με μαύρα τσαντόρ που φαίνονται απειλητικές, δύναται να υπονοούνται αντιμουσουλμανικά στερεότυπα, όπως και υποκρύπτονται λόγοι υποδήλωσης της υπεροχής της Δύσης.
Παράλληλα όμως με αυτήν την κριτική διαπίστωση, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια έχει αναφερθεί αύξηση στη συμμετοχή γυναικών στην ηθική αστυνομία (Guidance Control) και στην ίδρυση γυναικείων αστυνομικών σωμάτων στο Ιράν, όπως και έχει ενταθεί η δράση της πρώτης μετά την άνοδο της συμμετοχής των γυναικών σε διαμαρτυρίες και εξεγέρσεις την τελευταία δεκαπενταετία. Μάλιστα, μια διοικήτρια του γυναικείου τμήματος των ειδικών δυνάμεων (Special Units Command of FARAJA), η Heydari, είχε δηλώσει μετά την ίδρυση του πρώτου γυναικείου αστυνομικού σώματος ότι «ο πρώτος στόχος του συγκεκριμένου σώματος είναι να ελέγχει τις γυναίκες που διαδηλώνουν». Η εμφάνιση των γυναικών ως ενεργά υποκείμενα διαμαρτυρίας ώθησε το καθεστώς να λάβει συγκεκριμένα μέτρα για την ενίσχυση της «Ισλαμοποίησης». Το πανεπιστήμιο βρέθηκε στο επίκεντρο αυτών των προσπαθειών, καθώς θεωρήθηκε πολιτισμικός δούρειος ίππος για την εισχώρηση δυτικών αξιών. Η αναδιαμόρφωση του πανεπιστημιακού χώρου στο Ιράν οδήγησε σε έμφυλους διαχωρισμούς στον φοιτητικό πληθυσμό, περιορισμό του αριθμού των γυναικών φοιτητριών, περιορισμό των σπουδών που ήταν διαθέσιμες σε αυτές, καθώς και κατάργηση μαθημάτων που κρίθηκαν ως δυτικές επιρροές.
Σε αυτό το πλαίσιο, μέσω της αύξησης των γυναικείων εκφράσεων της αστυνόμευσης, το τσαντόρ μετατράπηκε σε σύγχρονο σύμβολο της αστυνομικής διακυβέρνησης και της καταστολής των γυναικών εξαιτίας της χρήσης του εκ μέρους της ηθικής αστυνομίας. Αντίστοιχα το πέπλο (hijab) νωρίτερα, δηλαδή μετά την Ισλαμική Επανάσταση του 1979, είχε εισαχθεί για να παράξει νοηματοδοτήσεις σχετικά με τη διακυβέρνηση, την οικονομική λειτουργία και τη διάκριση μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου στο ιρανικό καθεστώς μέσω της οριοθέτησης του ρόλου των γυναικών. Στην Ισλαμική Δημοκρατία, το πέπλο δεν λειτουργεί απλώς ως ένα γυναικείο ένδυμα ή στοιχείο του πολιτιστικού εποικοδομήματος, αλλά αποτελεί επίσημο σύμβολο που επιδιώκει να συνδέσει τις γυναίκες με το κράτος και τις επιταγές της εξουσίας. Η υποχρεωτική επιβολή του πέπλου σηματοδοτεί την υποταγή στην εξουσία, η οποία θεσμοθετήθηκε μέσω νόμων και των δομών ιδιοκτησίας που διαμορφώνουν την ιρανική κοινωνία, και συνθέτουν τη φαρέτρα της ισλαμικής κυβερνησιμότητας.
Η δημόσια συζήτηση για αυτά τα ζητήματα πρέπει όχι μόνο να καταδικάζει τις αντι-μουσουλμανικές τάσεις και την επιβολή της δυτικής υπεροχής, αλλά και να λαμβάνει υπόψη τον ιδιαίτερο ρόλο του τσαντόρ που έχει αναδυθεί μέσα από το σώμα της ηθικής αστυνομίας. Γιατί είναι διαφορετικό ζήτημα να αναπαρίστανται στα σκίτσα γυναίκες της ηθικής αστυνομίας, όπου το τσαντόρ αποτελεί μέρος της αστυνομικής στολής και σύμβολο καταστολής, και άλλο να εμφανίζονται καθημερινές μουσουλμάνες γυναίκες ως «απολύτως καταπιεσμένες και συντηρητικές» ή ακόμα και «άσχημες». Οι γυναίκες που υπηρετούν στην ηθική αστυνομία δεν είναι απλά μουσουλμάνες, αλλά όργανα του καθεστώτος που αναβαθμίζουν τη θέση τους στην κοινωνία μέσω της υπακοής στον ισλαμικό νόμο, εφαρμόζοντας κατασταλτικά μέτρα απέναντι σε άλλες γυναίκες. Αυτά τα μαυροφορεμένα όργανα της τάξης πειθαρχούν και καταστέλλουν άλλες γυναίκες, μουσουλμάνες και μη.
Ανάλογες (αλλά και διαφορετικές) διαδικασίες αναβάθμισης της γυναικείας θέσης έχουν εμφανιστεί και στο Ισραήλ και πιο πρόσφατα στη Νορβηγία και στη Σουηδία, όπου γυναίκες υποτίθεται ότι κατακτούν την ισότητα και μέσω της υποχρεωτικής τους συμμετοχής στον στρατό και της ανάληψης στρατιωτικών αποστολών. Η ένταξή τους στον στρατό και σε άλλες κρατικές υπηρεσίες προβάλλεται ως ένα βήμα προς την «ισότητα» που προωθούν τα αστικά δημοκρατικά ιδεώδη. Αμβλύνει άραγε αυτή η ένταξη ουσιαστικά τον έμφυλο καταμερισμό της εργασίας και τις πατριαρχικές μορφές εξουσίας και βίας που συχνά διαιωνίζονται στην καθημερινή ζωή, πέρα από το προφανές δηλαδή διαιωνίζει την ήδη υπάρχουσα μιλιταριστική εξόντωση των εθνικά και θρησκευτικά Άλλων;
Εν ολίγοις, σε πολλές και διαφορετικές περιπτώσεις, η γυναίκα ως σύμβολο ενσωματώνεται στην ευρύτερη εθνική κοινότητα, που αποτελείται από όσους είναι διατεθειμένοι να πολεμήσουν και να σκοτώσουν για την πατρίδα ή να καταστείλουν τον εσωτερικό εχθρό, χαράσσοντας τη θέση τους σε μια ιδέα ισότητας ανάμεσα στους πολίτες-οπλίτες του έθνους-κράτους. Στο πλαίσιο των αστυνομικών και στρατιωτικών γυναικείων σωμάτων, το τσαντόρ φαντάζει πιο τρομακτικό με την πρώτη ματιά αλλά συχνά δεν διαφέρει στον πειθαρχικό και κατασταλτικό χαρακτήρα από τα ρούχα παραλλαγής, το κράνος και το όπλο, τα οποία ως σύνολο είναι πλήρως συνηθισμένα και αποδεκτά σε όσους αποδέχονται την αναγκαιότητα της υπεράσπισης της πατρίδας και της εθνικής κυριαρχίας ακόμα και μέσα από σφαγές και βιασμούς. Ο οριενταλισμός όμως, όπως και ο αντίστροφος οριενταλισμός συνεχίζουν να κυριαρχούν σε συνθήκες διαδοχικών πολέμων, κυρώσεων και ανακατατάξεων, παρουσιάζοντας την πραγματικότητα αποκλειστικά με ουσιοκρατικούς και γεωπολιτικούς όρους.
Κλείνοντας αυτό το μικρό κείμενο, το σκίτσο που κατηγορήθηκε ως κατασκεύασμα «του δυτικού φεμινισμού» που παρουσιάζει τις μουσουλμάνες ως τρομακτικές και άσχημες, εν τέλει φαίνεται να έχει δημιουργηθεί από μια Ιρανή animator, την Fargol Ghadimi που ζει και δουλεύει στην Τεχεράνη. Και το ερώτημα τελικά καταλήγει να είναι το εξής: δικαιούνται οι Ιρανές να κατακρίνουν τις μουσουλμάνες γυναίκες που αποτελούν θεσμοθετημένα όργανα της ηθικής αστυνομίας που τις ελέγχει και τις καταστέλλει; Η απλά θα πρέπει να σωπαίνουν εξαιτίας του κινδύνου της οικειοποίησης του λόγου τους από τη Δύση;