in

ΠΑΣΟΚ -Πρώτη φορά Αριστερά; Του Χρήστου Λάσκου

Βασίλης Ασημακόπουλος, Πρώτη φορά Αριστερά, Andys Publishers, σελ. 562

 

Δεν αμφισβητούμε την πρόθεση. Αμφισβητούμε την δυνατότητα

Ανδρέας Παπανδρέου

 

Οι φράσεις που προηγούνται γράφτηκαν από τον Παπανδρέου το 1977 και αναφέρονται στο Κοινό Πρόγραμμα της Γαλλικής Αριστεράς, ενόψει των εκλογών εκείνης της χρονιάς. Τέσσερα χρόνια μετά, τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ελλάδα, είχαμε ανατροπή των κυβερνήσεων της Δεξιάς.

Η συνέχεια είναι γνωστή, από καιρό. Ούτε «Σοσιαλισμό στις 18» είδαμε εδώ ούτε «Προωθημένη Αντιμονοπωλιακή Δημοκρατία» εκεί.

Τι έγινε, λοιπόν; Ήταν προδιαγεγραμμένη η αποτυχία; Κι αν ο Α. Παπανδρέου αμφισβητούσε τη δυνατότητα ουσιαστικού κοινωνικού μετασχηματισμού στη Γαλλία μήπως είχε περισσότερους λόγους να το κάνει για την Ελλάδα;

Η σχεδόν γκροτέσκα αντιδημοκρατική εσωκομματική οργάνωση του ΠΑΣΟΚ -όποιος διαφωνεί διαγράφεται χωρίς έλεος- δεν προδιέγραφε την κατάληξη; Μπορούσε να γίνει όχημα μιας ριζικής αλλαγής ένας πολιτικός οργανισμός τόσο αντιδημοκρατικός; Ή πρόκειται για κάτι δευτερεύον και «διευθετήσιμο εν καιρώ»;

Ο Βασίλης Ασημακόπουλος μας δίνει την ιστορία αυτού του εσωκομματικού καθεστώτος με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Και πείθομαι πως η απάντηση, που προσωπικά, δίνω στις προηγούμενες ερωτήσεις είναι επαρκώς στοιχειοθετημένη.

Πρόκειται για ένα μόνο από τα δεκάδες ζητήματα, που ο Ασημακόπουλος μας δίνει μια μοναδική δυνατότητα να περιεργαστούμε, να εξηγήσουμε κι, ακόμη περισσότερο, να κατανοήσουμε. Όχι ως ιστοριοδίφες, αλλά ως πολιτικά υποκείμενα οι ίδιοι. Θέλω να πω ότι η μελέτη του βιβλίου μας προσφέρει την εξαιρετική ευκαιρία να στοχαστούμε πάνω σε ερωτήματα, που μας απασχολούν ακόμη στο μέτρο, που είναι άλυτα και στις μέρες μας.

Προφανώς, το να στοχαζόμαστε στη σημερινή συγκυρία πάνω στα ίδια -πανομοιότυπα, πολλές φορές- ερωτήματα, 50 χρόνια μετά, δεν είναι και πολύ καλό. Ωστόσο, έτσι είναι κι έτσι θα πορευτούμε. Η στρατηγική συζήτηση δεν έχει προχωρήσει παρά ελάχιστα -θα έλεγα πως ο Νίκος Πουλαντζάς και, λίγο μετά, ο Ντανιέλ Μπενσαΐντ είναι οι τελευταίοι θεωρητικοί της Αριστεράς, που, με τρόπο ελλιπή και αμήχανο, έστω, έφτασαν τον στρατηγικό προβληματισμό στο απώτατο, μέχρι σήμερα, όριο. Περισσότερο ακόμη,  εμείς βρισκόμαστε πολύ πίσω από αυτό το όριο.

Ο τρόπος που (δεν) έγινε αυτή η συζήτηση, στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, είναι απολύτως ενδεικτική και χαρακτηρίζει, ως προς αυτό,  όλες τις ποικίλες «αριστερές», ανά τον κόσμο. Το χειρότερο, μάλιστα, είναι πως δεν γίνεται καν αντιληπτό το πρόβλημα.

Το βιβλίο, λοιπόν, του Ασημακόπουλου, εκτός του ότι αποτελεί εξαιρετικό υπόδειγμα εφαρμοσμένης πολιτικής επιστήμης, που εξιστορεί την πορεία ενός πολιτικού οργανισμού, ο οποίος καθόρισε την πορεία του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού επί μισό αιώνα, εκτός του ό,τι επιχειρεί, πολύ παραγωγικά, νομίζω, να φτιάξει μια γενεαλογία του φαινομένου, με την έννοια περίπου, που δίνει στον όρο ο Φουκώ, κάνει και κάτι πιο σημαντικό. Επαναφέρει, μέσω αυτής της ιστορικής γενεαλογίας τη στρατηγική συζήτηση στο επίκεντρο. Άρα, το βιβλίο μιλάει κατεξοχήν και για το σήμερα.

Έγραφε ο Γκράμσι, στα Τετράδια της Φυλακής: «Τι θα είναι η ιστορία ενός κόμματος; […] Μόνον από τον περίπλοκο πίνακα ολόκληρου του κοινωνικού και κρατικού συστήματος (και συχνά με διεθνείς επεμβάσεις) θα βγει η ιστορία ενός κόμματος και γι’ αυτό μπορεί να πει κανείς ότι γράφω την ιστορία ενός κόμματος δε σημαίνει τίποτε άλλο παρά ότι γράφω τη γενική ιστορία μιας χώρας […]».

Αυτό κάνει ο Ασημακόπουλος, με πολύ πλήρη και περιεκτικό τρόπο.

Γράφει μια ορισμένη «γενική ιστορία της χώρας» χωρίς, καθόλου, να κάνει ιστοριογραφία. Πρόκειται για ιστορικό πόνημα, που είναι, όμως, επαρκέστατα θεωρητικά ενημερωμένο και με σκοπό: να αντλήσει συμπεράσματα, που να έχουν, κατά το δυνατόν, διαχρονική αξία.

Το εκτενές εισαγωγικό μέρος, αρθρωμένο σε πέντε κεφάλαια –Κοινωνικές τάξεις στην μαρξιστική θεωρία, Κίνηση των εθνικών κοινωνικών σχηματισμών, Κίνηση των κοινωνικών τάξεων στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, Θεωρία πολιτικών κομμάτων και βασικά χαρακτηριστικά της ιστορικής εξέλιξης της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, Σχετικά με το κράτος– είναι τόσο αυτάρκες, που θα μπορούσε να είναι ένα ξεχωριστό βιβλίο. Με σπάνιες θεωρητικές αρετές σε σχέση με τα περισσότερα σημερινά πολιτικά βιβλία, που χαρακτηρίζονται από ασύγγνωστο εμπειρισμό.

Και γιατί, θα μπορούσε να πει κάποιος, χρειάζεται αυτό το εκτενές εισαγωγικό; Που δεν είναι και τόσο εκτενές τελικά δεδομένου του πλούσιου περιεχομένου του.

Ε, λοιπόν, χρειάζεται και παραχρειάζεται.  Όπως στη Φιλοσοφία, έτσι και στην κοινωνική επιστήμη δύο πράγματα είναι μεθοδολογικά κρίσιμα. Το ένα αφορά την σειρά έκθεσης. Το άλλο -και συναφές- έχει να κάνει με το περίφημο «πρόβλημα της αρχής». Πώς ξεκινάω; Από πού αρχίζω;

Το πρόβλημα είναι ιδιαζόντως κρίσιμο και μη αποφεύξιμο στο μέτρο που η αρχή, σε μεγάλο βαθμό, προδιαγράφει τόσο το δρόμο όσο και το τέλος.

Ο Ασημακόπουλος επιλέγοντας αυτήν την αρχή μας προετοιμάζει και, μάλιστα, μας προετοιμάζει καλά για μια πραγμάτευση της εξέλιξης του ΠΑΣΟΚ  και, μαζί, της πρόσφατης ιστορίας της Ελλάδας με οδηγό την κοινωνική σύγκρουση, την ταξική πάλη. Παίρνει κατά γράμμα, θα έλεγα, την απόφανση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου  πως η ιστορία όλων των έως τώρα κοινωνιών είναι ιστορία ταξικών αγώνων. Και όλων των πολιτικών μορφών και σχηματισμών, προφανώς.

Το βιβλίο γράφει την ιστορία του ΠΑΣΟΚ σε συνάφεια με τους ταξικούς αγώνες, που διέτρεχαν την εποχή που καλύπτεται, μεταξύ 1974 και 1990. Από τον εργοστασιακό συνδικαλισμό μέχρι τους αγώνες στο δημόσιο, στις τράπεζες και την κοινωνική ωφέλεια έχουμε αποτυπώσεις συσχετισμών, που προσδιορίζουν, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, και την πορεία του κομματικού σχηματισμού. Δεν μπορεί να συντεθεί, επομένως, καμιά γενεαλογία χωρίς την προνομιακή αναφορά στην ταξική πάλη.

Ο Ασημακόπουλος είναι προφανές πως αφιέρωσε μεγάλο μόχθο, για να καταφέρει να μην κάνει ενδιαφέρουσα, αλλά ρηχή, ιστοριογραφία. Και δεν πήγε χαμένος.

Το 4ο Μέρος του βιβλίου –Ερμηνευτικά σχήματα ανάλυσης του ΠΑΣΟΚ- μας φέρνει μπροστά σε θέματα που μας απασχολούν ακόμη. Η πραγμάτευση της σχέσης του ΠΑΣΟΚ με τον λαϊκισμό, τις πελατειακές σχέσεις, τον αρχηγισμό και τον εθνικισμό, μας δίνει τη δυνατότητα να (ξανα)σκεφτούμε τον λαϊκισμό, τον πελατειασμό, τον αρχηγισμό και τον εθνικισμό. Πρόκειται για πράγματα τόσο επίκαιρα όσο και τότε.

Ας σταχυολογήσω μερικά θέματα, που η επεξεργασία τους -πολλές φορές, αρκεί και η απλή υπενθύμιση- βοηθάει να καταλάβουμε και να βγάλουμε χρήσιμα συμπεράσματα. Αναφερόμενος στην προδικτατορική περίοδο, ο συγγραφέας σημειώνει:

«Την περίοδο 1965 -1967 η κεντροαριστερά αναδεικνύεται ως το ηγεμονικό πολιτικό ρεύμα εντός του λαϊκού μπλοκ απέναντι στο κυρίαρχο κοινωνικό μπλοκ και στη δομή εξουσίας της προδικτατορικής Ελλάδας. Η υπέρβαση της ΕΔΑ από την κεντροαριστερά πραγματοποιείται, [μεταξύ άλλων], λόγω των πιο ριζοσπαστικών θέσεων της κεντροαριστεράς σε σχέση με την ΕΔΑ σε μια συγκυρία έντονης κινητικότητας του λαϊκού παράγοντα» (σελ. 135). Η ΕΔΑ, κολλημένη σε έναν αμυντισμό και νομικισμό εντελώς αναντίστοιχο με τις διαθέσεις των κατώτερων τάξεων σχεδόν περιθωριοποιήθηκε. Η ταξική πάλη, που ήταν μόνιμη επωδός στην θεωρία, καθόρισε την θέση της, ως παρακολουθηματική.

Κάτι αντίστοιχο συνέβη και μεταπολιτευτικά, όταν τα κομμουνιστικά κόμματα ήταν κατά πολύ «μετριοπαθέστερα» του ΠΑΣΟΚ. Και πολύ πιο παρωχημένα στην πρακτική τους. Χαρακτηριστική είναι η εχθρότητα απέναντι στο σημαντικότερο φαινόμενο της εργατικής κινητοποίησης της εποχής εκείνης, που ήταν το εξαιρετικά ελπιδοφόρο κίνημα του εργοστασιακού συνδικαλισμού. Ο εγγενής συντηρητισμός της παραδοσιακής Αριστεράς ρίχνει βαριά τη σκιά του πάνω σε όλη την μεταπολιτευτική περίοδο. Και εξηγεί την αδυναμία της να παίξει καίριο ρόλο στις εξελίξεις. Η μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ συνδέεται, μεταξύ άλλων, και με αυτήν, την ψοφοδεή, πολλές φορές, πολιτική κληρονομιά.

Να κάτι ακόμη διαχρονικό και καίριο σε ό,τι αφορά την ελληνική κοινωνική δομή και τις στρατηγικές επιπτώσεις από την στάση απέναντί της:

Αναφορικά με τις δημοσιονομικές επιπτώσεις της κοινωνικής πολιτικής των πρώτων χρόνων της πασοκικής διακυβέρνησης, μπορούμε να πούμε πως «[τ]ο δημοσιονομικό άνοιγμα και ως εκ τούτου η αύξηση των δημοσίων ελλειμμάτων οφείλεται στην υστέρηση των δημοσίων εσόδων που δεν ακολούθησαν τους ρυθμούς αύξησης των δημοσίων δαπανών και όχι σε υπερδιόγκωση του κράτους. Αυτό αντανακλάται στην αδυναμία διεύρυνσης της φορολογικής βάσης που σηματοδοτεί την «απροθυμία» της κυβέρνησης να έρθει σε αντιπαράθεση με αστικά και μικροαστικά στρώματα και ειδικότερα με το εξαιρετικά εκτεταμένο καθεστώς της μικροϊδιοκτησίας ως μορφή συσσώρευσης και κοινωνικής αναπαραγωγής» (σελ. 275).

“Ο μύθος για μας ομιλεί”. Η πληθωριστική -αποκλειστική, πολλές φορές- απεύθυνση της σημερινής μαζικής Αριστεράς στη «μεσαία τάξη» είναι στρατηγικά ευνουχιστική για οποιοδήποτε πρόγραμμα της πιο στοιχειώδους βελτίωσης της ζωής των εργατικών τάξεων στη χώρα μας.

Αν θέλουμε να περιγράψουμε τη σημερινή κατάσταση  θα λέγαμε ότι ολόκληρες γενιές, στο παρόν και το μέλλον, έχουν καταδικαστεί σε μια ανυπόφορη, ειδικά για τις κατώτερες τάξεις, χαμοζωή. Με σκατοδουλειές και εξευτελιστικούς μισθούς, που αντιστοιχούν σε αγοραστική δύναμη λίγο πάνω από την, τελευταία στην ΕΕ, Βουλγαρία. Με ακραία ανασφάλεια και εξάρτηση από τα κέφια του αφεντικού, μικρού και μεγάλου, πολλές φορές, ιδίως του «μικρομεσαίου». Με άσκηση αληθινής τρομοκρατίας στους χώρους δουλειάς. Με πλειοψηφικές καταστάσεις μαύρης εργασίας, με τις περισσότερες υπερωρίες απλήρωτες, χωρίς ασφάλιση και με εκβιασμούς, ακόμη και για την καταβολή του μισθού.

Πώς αντιμετωπίζεται αυτό; Ας πάμε πίσω στο 1984 κι ας δώσουμε το λόγο στον Τζέημς Πέτρας:

Η μόνη πιθανότητα επιτυχίας είναι «[να μπουν] οι παραγωγικές (εργατικές, Χ.Λ) τάξεις στην πρώτη γραμμή της μάχης και να έχουν τη δυνατότητα να απειλήσουν την κυριαρχία των μη παραγωγικών τάξεων, του μπλοκ των μικρομεσαίων και των γραφειοκρατών». Σαράντα χρόνια απόσταση, μια ανάσα δρόμος.

Η μικρή σταχυολόγηση έδειξε, νομίζω, την επικαιρότητα του βιβλίου. Το οποίο δίνει δεκάδες ακόμη ευκαιρίες ιχνηλάτησης της σημερινής περιόδου και της σημερινής συγκυρίας. Η διαρκής επανάληψη της μέρας της μαρμότας, που συνιστά την ιστορία της ελληνικής Αριστεράς, εμφανίζεται ανάγλυφα στην ανάλυση του Ασημακόπουλου. Που μιλάει περισσότερο για τώρα παρά για τότε.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Θα ταξιδεύεις με τον OΣΕ αλλά δεν θα ταξιδεύεις με τρένο… 

Απόφαση Έγκρισης (Αντι)περιβαλλοντικών Όρων για την Ελληνικός Χρυσός από την κυβέρνηση