Την ανάλυση του πρώην Ειδικού Γραμματέα του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ), Πάνου Κορφιάτη, με τίτλο Η τελευταία πράξη εναντία στον κόσμο της εργασίας; Αναλύοντας το νομοσχέδιο για τα εργασιακά, δημοσιεύει το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, στο πλαίσιο της θεματικής Εργασία-Κοινωνικό Κράτος-Αλληλεγγύη.
Η ανάλυση, που εστιάζει στα βασικά σημεία του υπό κατάθεση σχεδίου νόμου για τα εργασιακά που αφορούν τις εργασιακές σχέσεις και το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, εκκινεί από τέσσερις μεθοδολογικές αφετηρίες : Πρώτον, την κατάσταση της ελληνικής αγοράς εργασίας σε σύγκριση με την ευρωπαϊκή, δεύτερον, τη διαπραγματευτική δύναμη του εργαζόμενου, τρίτον, την έκταση της παραβατικότητας και, τέταρτον, τη συγκυρία που διαμορφώνει η πανδημία, αλλά και η εμπειρία από την προηγούμενη οικονομική κρίση.
Σε ό,τι αφορά τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, ο συγγραφέας επισημαίνει ότι αυτή ανατρέπει ριζικά την έννοια του ωραρίου, ενώ χαρακτηρίζει προφανή την απώλεια εισοδήματος που θα προκύψει από αυτή, και μάλιστα σε μια αγορά εργασίας που, λόγω του χαμηλού επιπέδου των μισθών, οι υπερωρίες ήταν ένα σημαντικό ποσοστό των μηνιαίων αποδοχών των εργαζομένων. Ιδιαίτερα μάλιστα στηλιτεύει την ατομική διαπραγμάτευση του μέτρου, την οποία χαρακτηρίζει «έναν νέο μηχανισμό νομιμοποίησης του δίκιου του ισχυρότερου».
Μάλιστα, ο Π. Κορφιάτης επισημαίνει ότι το ζήτημα δεν είναι μόνο οι ρυθμίσεις, αλλά και ο τρόπος που αυτές θα εφαρμοστούν, υπογραμμίζοντας ότι «η εμπειρία δείχνει ότι τέτοιου τύπου ευελιξίες συνοδεύονται από άνοδο της παραβατικότητας· η ευελιξία γίνεται ευκαιρία παράκαμψης της εργατικής νομοθεσίας». Εστιάζει δε σε τρία σημεία, που θεωρεί ότι αφήνουν ελεύθερο πεδίο σε παραβατικές πρακτικές : Πρώτον, την επιλεκτικότητα και τον διαχωρισμό της εργατικής νομοθεσίας. που εκτιμά ότι θα αποτελέσει «κίνητρο πίεσης των εργαζομένων» και «μηχανισμό επιβράβευσης των χειρότερων εργοδοτών», δεύτερον, τη δυσκολία ελέγχου του μέτρου, τρίτον, τα νομικά κενά που υπάρχουν στο σημερινό νομικό πλαίσιο και ακυρώνουν κάθε δυνατότητα ελέγχου, με χαρακτηριστικότερο τον τρόπο δήλωσης των ετήσιων αδειών αναδρομικά.
Όπως υπογραμμίζει, «στην πράξη σε πολύ μεγάλο βαθμό θα έχουμε το χειρότερο δυνατό σενάριο: και απλήρωτες ώρες εργασίας για τους εργαζόμενους και καταστρατήγηση του δικαιώματός του να αντισταθμίζουν τις ώρες επιπλέον εργασίας με ανάπαυση ή μειωμένο ωράριο».
Ως προς δε τις θεωρούμενες ως δικλείδες ασφαλείας, ο Π. Κορφιάτης επισημαίνει ότι η προστασία από την απόλυση έχει αποδειχθεί από προηγούμενες αντίστοιχες ρυθμίσεις ότι δεν περιορίζει τη γενίκευση αρνητικών μέτρων, ενώ ως προς τη θέσπιση της κάρτας εργασίας σημειώνει ότι παραβλέπεται το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να βάλουν όρια στις παραβατικές πρακτικές από μόνοι τους στον χώρο δουλειάς τους. Όπως γράφει χαρακτηριστικά, «οι ίδιοι εργαζόμενοι που τρέχουν στις σκάλες για να μην τους καταγράψει ο έλεγχος του ΣΕΠΕ δεν θα χρησιμοποιήσουν την κάρτα εργασίας για να καταγράψουν κάθε ώρα της δουλειάς τους, γιατί πολύ απλά θα συνεχίσουν να ζουν κάτω από καθεστώς εργοδοτικής τρομοκρατίας». Σημειώνει επίσης ότι αυτή η μετάθεση της ευθύνης στους εργαζόμενους θα υπονομεύσει τόσο τη νομιμότητα των προστίμων στον εργοδότη όσο και τη δυνατότητα δικαστικής διεκδίκησης των υπερωριών από τον εργαζόμενο.
Εξάλλου, όπως υπογραμμίζει ο Π. Κορφιάτης, η λογική της απορρύθμισης του χρόνου εργασίας δεν αφορά μόνο τη διευθέτηση, αλλά μια ολόκληρη δέσμη μέτρων προς αυτή την κατεύθυνση, μεταξύ των οποίων η αύξηση του ανώτατου ορίου υπερωριών, η κυριακάτικη λειτουργία σειράς επιχειρήσεων, η εξαίρεση συγκεκριμένων κλάδων από την προαναγγελία των ωραρίων και των υπερωριών, η θέσπιση του διακεκομμένου ωραρίου στη μερική απασχόληση, αλλά και οι ρυθμίσεις για το διάλειμμα. Όπως τονίζει, «μια τέτοια εξέλιξη όχι μόνο δεν είναι προς όφελος του κόσμου της εργασίας αλλά είναι βαθιά αντιαναπτυξιακή, προκρίνοντας την υπερεκμετάλλευση όσων εργάζονται ήδη αντί της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας».
Στο σκέλος που αφορά τις ρυθμίσεις για το ΣΕΠΕ και τη μετατροπή του σε ανεξάρτητη αρχή, ο Π. Κορφιάτης επισημαίνει ότι το κείμενο του νομοσχεδίου αναλώνεται σχεδόν αποκλειστικά στις αρμοδιότητες και τον τρόπο εκλογής του Διοικητή και του Συμβουλίου Διοίκησης, ενώ τονίζει ότι «αν ο σκοπός ήταν μια συνολική προσπάθεια αναβάθμισης του ΣΕΠΕ θα είχαμε μπροστά μας μια συνολική νομοθετική παρέμβαση στην κατεύθυνση της οργανωτικής και θεσμικής ενδυνάμωσης του».
Υπενθυμίζει μάλιστα ότι το ΣΕΠΕ διαφέρει από την ΑΑΔΕ, την οποία επικαλείται η κυβέρνηση, καθώς δεν είναι εισπρακτικός μηχανισμός, αλλά το βασικό μέσο για να εξασφαλιστούν τα δικαιώματα των εργαζομένων στην πράξη και, επομένως, σύμφωνα με τον συγγραφέα, «η αποστολή του από τη φύση της του επιβάλλει να λειτουργεί με κοινωνικό κριτήριο, υπέρ του αδύνατου», γι’ αυτό και θεωρεί ότι η ανεξάρτητη αρχή εξυπηρετεί ιδανικά μια επιλογή για ένα ΣΕΠΕ περιορισμένης παρεμβατικότητας, ενώ σημειώνει ότι κινδυνεύει με οριστική ακύρωση ο κομβικός ρόλος που θα έπρεπε να έχει το Σώμα στον σχεδιασμό και στην εκπόνηση πολιτικών. Όπως αναφέρει, «η συσσωρευμένη γνώση για την πραγματική κατάσταση της αγοράς εργασίας και το πώς λειτουργεί στην πράξη η εργατική νομοθεσία είναι απαραίτητες για την άσκηση συγκροτημένης πολιτικής υπέρ των εργαζόμενων. Σε μια «απολίτικη» ανεξάρτητη αρχή, η σημερινή περιθωριοποίηση του ΣΕΠΕ από τη διαδικασία λήψης αποφάσεων είναι πολύ εύκολο να παγιωθεί».
Στην ίδια δε κατεύθυνση, ο Π. Κορφιάτης τονίζει ότι η μετατροπή του ΣΕΠΕ σε ανεξάρτητη αρχή «έρχεται να σηματοδοτήσει την απόσυρση του από τον δημόσιο χώρο», ενώ «πλέον, η εκάστοτε πολιτική εξουσία θα μπορεί να αποποιείται των ευθυνών της για το πώς εφαρμόζεται στην πράξη η εργατική νομοθεσία. Αντί να κινητοποιείται για να ανταποκριθεί στις ανάγκες και τις προσδοκίες των εργαζόμενων, θα τους παραπέμπει σε μια ακόμα ανεξάρτητη αρχή».
Ο Π. Κορφιάτης δεν αποφεύγει επίσης να σχολιάσει και τις θεωρούμενες ως θετικές διατάξεις του νομοσχεδίου, αναγνωρίζοντας ότι ορισμένες από αυτές, και ιδίως η ενσωμάτωση των διεθνών συμβάσεων για βία και την παρενόχληση στους χώρους δουλειάς και της ευρωπαϊκής οδηγίας για την επέκταση των δικαιωμάτων των γονέων, καθώς και η εξίσωση της αποζημίωσης απόλυσης εργατοτεχνιτών και υπάλληλων, αποτελούν θετικό βήμα. Υπογραμμίζει, ωστόσο, ότι «τόσο η έκταση και το εύρος των θετικών αποτελεσμάτων των παραπάνω διατάξεων σε σχέση με τα όσα αρνητικά εισάγονται, όσο και η απόσταση από την ψήφιση τους μέχρι την εφαρμογή τους στην πράξη δεν μπορούν να ανατρέψουν τον συνολικό χαρακτήρα του νομοσχέδιου».
Σημειώνει δε σημαντικές καθυστερήσεις, αλλά και κενά στις ρυθμίσεις για την τηλεργασία – ιδίως στο σκέλος της ασφάλειας και της υγείας, καθώς και της κάλυψης του κόστους του εξοπλισμού και της τηλεργασίας -, τονίζοντας ότι «παρά το ότι το ίδιο το κράτος επέβαλε την τηλεργασία από τον Μάρτιο του 2020, η καθυστέρηση στη θεσμοθέτηση μέτρων προστασίας υπήρξε αδικαιολόγητη», με αποτέλεσμα να έχει καθιερωθεί ήδη ένα αρνητικό περιβάλλον, καθώς δυσμενείς όροι εργασίας έχουν ήδη επιβληθεί και εφαρμοστεί για μήνες. Σε κάθε περίπτωση, ο Π. Κορφιάτης τονίζει ότι «τα προβλεπόμενα δεν αποτελούν παρά μια αφετηρία. Η φύση της τηλεργασίας, η δυσκολία ελέγχου και οι πολύπλευρες επιπτώσεις της απαιτούν μια πολύ πιο συγκροτημένη και συνεπή προσπάθεια». Κριτικός είναι δε και στις ρυθμίσεις που αφορούν τους εργαζόμενους στις ψηφιακές πλατφόρμες, για τις οποίες αναφέρει κατηγορηματικά ότι σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν διεύρυνση δικαιωμάτων, αλλά νομιμοποίηση της απασχόλησης με συμβάσεις υπηρεσιών ή έργου.
Τέλος, στο ερώτημα αν είναι αναπόφευκτο ένα μέλλον χωρίς εργασιακά δικαιώματα, ο Π. Κορφιάτης απαντά αρνητικά. Υπογραμμίζει ωστόσο ότι «ο μεγαλύτερος σύμμαχος της κυβέρνησης στην προσπάθεια της να περάσει το νομοσχέδιο δεν είναι η πειστικότητα των επιχειρημάτων της. Είναι το αίσθημα παραίτησης, η πεποίθηση ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο για τον κόσμο της εργασίας», καθώς, όπως σημειώνει, «δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι από το 2010 μια ολόκληρη γενιά έχει μπει στην αγορά εργασίας κάτω από τραγικές συνθήκες, χωρίς εμπειρίες δικαιωμάτων και συλλογικής εκπροσώπησης, με ένα αναγκαστικά χαμηλό πήχη προσδοκιών».