«Ακόμα κι αν υπάρξουν σημάδια ανάπτυξης στην οικονομία», εξηγούσε πέρσι ένας από τους υπουργούς με κεντρικό ρόλο στη διαπραγμάτευση, «γιατί να αφήσουν οι εταίροι σε μας τη διαχείριση του ανοδικού κύκλου, όταν θεωρούν την κυβέρνησή μας αντίπαλο;». Θυμήθηκα τη σκέψη του, κοιτάζοντας το χτεσινό πρωτοσέλιδο της Αυγής –«Διπλός σπινθήρας για ανάπτυξη»–, και πέφτοντας πάνω στην αφίσα μιας πρόσφατης εκδήλωσης του ΣΥΡΙΖΑ: «Ζούμε ήδη την επόμενη μέρα: νέες επενδύσεις, νέες θέσεις εργασίας, οικολογική ανάπτυξη, καινοτομία, υγιής επιχειρηματικότητα».
Δεν έχει μεγάλη αξία να μείνει κανείς στο προφανές – να πει δηλαδή απλά πως, είτε η κυβέρνηση λέει ψέματα, ότι η «ανάπτυξη» δηλαδή είναι άνθρακες, είτε ότι η ίδια πήγε τόσο δεξιά, που οι εταίροι την αφήνουν τελικά να διαχειριστεί αυτή το είδος της ανάπτυξης που «έρχεται». Και για τα δύο έχουν γραφτεί ήδη πολλά. Περισσότερη αξία έχει το πιο δύσκολο πρόβλημα: Αν η «δίκαιη ανάπτυξη» είναι ήδη προ των πυλών, τότε γιατί τα φιλοκυβερνητικά μέσα να προαναγγέλλουν τη διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης «προς άλλους κοινωνικούς χώρους»; Η κοινή λογική λέει πως, αν οι θυσίες πιάνουν ήδη τόπο και οι αδικίες σταδιακά αποκαθίστανται, αυτό φτάνει ώστε ο ΣΥΡΙΖΑ να συνεχίσει να εκπροσωπεί τα στρώματα που του έδωσαν μια ακόμα ευκαιρία το Σεπτέμβριο. Αλλά τότε προς τι η διαμεσολάβηση Παπαδημούλη και Πιτέλα προς τους ευρωπαίους Σοσιαλιστές; Τι χρειάζεται η προσέγγιση με Κουβέλη και Ξενογιαννακοπούλου; Πώς εξηγείται η τόση καθυστέρηση για το συνέδριο; Και σε τι αποσκοπούν ο εκλογικός νόμος και η συνταγματική αναθεώρηση;
Αν κινήσεις όπως αυτές, σε πολιτικό και θεσμικό επίπεδο, έχουν νόημα, είναι γιατί αντιστοιχούν στο τέλος της «αυταπάτης», όπως λέγεται, στο επίπεδο της οικονομίας: Αν ό,τι έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση ήταν η «αυταπάτη» πως τελειώνουν οι θυσίες για τους φτωχούς –ό,τι τότε αποκαλούνταν «ελπίδα» και δημιουργούσε στ’ αλήθεια ελπίδες–, αυτό που μπορεί να τον κρατήσει σήμερα στην κυβέρνηση μοιάζει να είναι η Μεγάλη Πολιτική: αφού οι θυσίες θα συνεχιστούν, αφού οι ανταμοιβές γι’ αυτές είναι πενιχρές, κι αφού ο φόβος της Δεξιάς δεν ξαναβγάζει στο δρόμο όσους βγήκαν μέχρι πέρσι από ελπίδα, η παραμονή στην (όποια) εξουσία παίζεται πλέον στη «σκακιέρα» – σε αυτό που οι παλιότεροι έλεγαν «εποικοδόμημα».
Η προσχώρηση στη Μεγάλη Πολιτική, η συνέχιση εντέλει του «παλιού», είναι το αποτέλεσμα: η αιτία, το κυρίως πρόβλημα, είναι κάτι πιο σοβαρό. Και είναι, νομίζω, η αδυναμία να σκεφτεί κανείς πέρα από το συγκεκριμένο είδος «ανάπτυξης», για το οποίο πανηγυρίζουν σήμερα οι κυβερνώντες. Φυσικά και δεν περίμενε κανείς πως οι εκλογές που έφεραν τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, θα οδηγούσαν αυτές, μόνες τους, στην ανατροπή του καπιταλισμού. Αν όμως έβγαινε κάποιος τότε και έλεγε «ο ΣΥΡΙΖΑ θα κάνει δυο-τρία πράγματα στα δικαιώματα, αλλά μην περιμένετε άλλα», νομίζω πως δεν θάχε τόπο να σταθεί.
Η μεγάλη πρόκληση, αυτό που έφερε τόσους και τόσο διαφορετικούς στην κάλπη, ήταν η αντιμετώπιση της ανεργίας και της φτώχειας μέσα στην κρίση: σε μια συνθήκη, δηλαδή, που τα κέρδη δεν είναι ποτέ αρκετά και όσο εγγυημένα θα ήθελα οι επενδυτές, που ο φτηνός δανεισμός είτε σπανίζει είτε απλώς δεν επαρκεί (γι’ αυτό και από τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού, η συζήτηση βρίσκεται σήμερα στα «χρήματα εξ ουρανού», τα «helicopter money»), και που, για όλους αυτούς τους λόγους, οι ιδιωτικές επενδύσεις σπανίζουν επίσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε την πρόκληση, ξέροντας πόσο δυσμενές ήταν για τέτοια ευθύνη το περιβάλλον διεθνώς.
Πού βρισκόμαστε σήμερα; Ο ίδιος αναγγέλλει ως επίτευγμα την επιστροφή στο φτηνό δανεισμό και προπαγανδίζει ως «δίκαιη» την ανάπτυξη που περιμένει από τις ιδιωτικές επενδύσεις, όταν το μείζον για τους επενδυτές είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους – εξού και μέχρι τώρα «ανάπτυξη» ίσον ιδιωτικοποιήσεις, με όρους ταπεινωτικούς για το Δημόσιο.
Το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι, βεβαίως, πρόβλημα ελληνικό – και σωστά σημείωνε κάπου ο Ανδρέας Καρίτζης πως, όσοι δεν είμαστε πια με τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορούμε να κρυφτούμε πίσω από την (πολύ) δεξιά στροφή του. Με διαφορετικούς όρους, το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζουν η Ισπανία του Ιγκλέσιας, η Βρετανία του Κόρμπιν, η Βραζιλία της Ρούσεφ, η Βενεζουέλα του Μαδούρο.
Η ανταπόκριση στο πρόβλημα δεν ήταν παντού η ίδια. Ο Ιγκλέσιας δηλώνει σήμερα «ούτε δεξιός, ούτε αριστερός». Ο Κόρμπιν υποστηρίζει την παραμονή της Βρετανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς το Remain του να κινητοποιεί, στη χώρα του ή διεθνώς, όπως πέρσι το ελληνικό «Όχι». Η πεποίθηση ότι «η Ντίλμα παραδόθηκε στις αγορές»[1] ήταν ήδη εδραιωμένη ακόμα και σε συμβούλους της Ρούσεφ, πολύ πριν εκδηλωθεί το πραξικόπημα της Δεξιάς εναντίον της. Και αντίστοιχα ισχύουν, παρά τις διαφορές, και αλλού.
Aναγνωρίζοντας τη σοβαρότητα του προβλήματος, όσες και όσοι φύγαμε από τον ΣΥΡΙΖΑ το περασμένο καλοκαίρι, δεν το κάναμε στις 13 Ιουλίου, όταν η «σκληρή διαπραγμάτευση» κατέληξε σε σκληρό Μνημόνιο – έστω κι αν πολλές και πολλοί είχαμε προειδοποιήσει για την κατάληξη αυτή. Αποφασίσαμε να φύγουμε όταν, εκείνου που για μας ήταν πρόβλημα υπαρξιακό για την Αριστερά, για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ήδη μη θέμα: η αφετηρία για μια «φυγή προς τα μπρος» – μάλλον προς την «ανάπτυξη», που σήμερα πανηγυρίζεται. Αυτό, θα πει κανείς, τελείωσε τότε. Και σωστά. Όμως τα επιχειρά του, μαζί με το μείζον στρατηγικό πρόβλημα, συνεχίζονται. Εμείς διαλέξαμε: αν δεν μπορείς να κάνεις τα πράγματα όπως τα θες, τουλάχιστον ας μην τα ευτελίζεις. Πανηγυρίζοντας την ήττα, και ο ΣΥΡΙΖΑ διάλεξε.