Αθωώθηκαν πανηγυρικά στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημμάτων Θεσσαλονίκης οι πέντε πολίτες που είχαν συλληφθεί στις 14 Νοέμβρη 2020 επειδή μοίραζαν προκηρύξεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην αγορά καλώντας στην πορεία του Πολυτεχνείου ΠΡΙΝ εκδοθεί η απόφαση απαγόρευσής της. Η Αστυνομία τους συνέλαβε και η εισαγγελέας τους άσκησε δίωξη για «Διέγερση σε ανυπακοή από κοινού» (αρ. 183 ΠΚ) διότι καλούσαν τους πολίτες να παραβιάσουν την ΚΥΑ της 6ης Νοεμβρίου, χωρίς να δίνουν σημασία ούτε στο γεγονός ότι αυτή η ΚΥΑ επέτρεπε τις συναθροίσεις ούτε στο ότι η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου βάσει της οποίας εκδόθηκε δεν της έδινε σχετική εξουσιοδότηση…
Σε ανάρτησή του στο facebook ο συνήγορος υπεράσπισης των κατηγορούμενων Χαράλαμπος Κουρουνδής τονίζει τα εξής σχετικά με τη δίκη:
«Το δικαστήριο μου φάνηκε ότι κατάλαβε αρκετά νωρίς το πόσο έωλη ήταν η κατηγορία και η πεποίθησή του ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο μετά τις μαρτυρικές καταθέσεις του μέλους του ΔΣ του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης με την Εναλλακτική Πρωτοβουλία Ευκλείδης Μακρόγλου, του καθηγητή Νομικής και προέδρου της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου Ανδρέα Τάκη Doct Ortee και της τότε προέδρου της Ένωσης Νοσοκομειακών Ιατρών Θεσσαλονίκης Dafni Katsimpa. Οι απολογίες των κατηγορουμένων ανέδειξαν ότι η κυβέρνηση και η Αστυνομία έδρασαν σε ένα πλαίσιο πλήρους (παρ)ανομίας. Συνέλαβαν, ταλαιπώρησαν και οδήγησαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου ανθρώπους μόνο και μόνο επειδή διακίνησαν ελεύθερα τις ιδέες τους. Εξάλλου, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας αστυνομικός, θεωρώντας μάλλον πως κάτι τέτοιο είναι εξ ορισμού παράνομο, «η μία προκήρυξη στρεφόταν κατά της κυβερνήσεως [sic] και η άλλη καλούσε στην πορεία του Πολυτεχνείου».
Εξαιρετικό ενδιαφέρον όμως έχει και μια άλλη εξέλιξη. Η Εισαγγελέας της έδρας έδωσε ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι υποβλήθηκαν στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Θεσσαλονίκης σε πλήρη σωματικό έλεγχο. Με απλά λόγια, τους υποχρέωσαν να ξεγυμνωθούν τελείως δήθεν για να ψάξουν για… ναρκωτικά (παραβιάζοντας το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ που απαγορεύει την εξευτελιστική μεταχείριση) και κατόπιν τους άφησαν στα κρατητήρια να περάσουν το βράδυ τους συνωστισμένοι μαζί με άλλους κρατούμενους, πάντα για την προστασία της δημόσιας υγείας. Έτσι, η Εισαγγελέας δεν πρότεινε μόνο την αθώωση των κατηγορουμένων αλλά και τη διαβίβαση της δικογραφίας αρμοδίως ώστε να διερευνηθεί η τέλεση αξιόποινων πράξεων σε βάρος τους. Το δικαστήριο αποδέχθηκε την πρότασή της και στα δύο σκέλη της, οπότε η υπόθεση θα έχει συνέχεια.
Γενικότερα, αυτή η υπόθεση μας δείχνει πολλά για εκείνη την περίοδο, μια περίοδο απαιτητική για τις δημοκρατικές ελευθερίες και το κράτος δικαίου, κατά την οποία η ελληνική κυβέρνηση και Αστυνομία πέρασαν κάτω από τον πήχη. Το γεγονός ότι η Διεθνής Αμνηστία ασχολήθηκε με τη συγκεκριμένη υπόθεση αποδεικνύει τη σοβαρότητα του ζητήματος. Τριάμισι χρόνια μετά, είναι πια ολοφάνερο ότι οι κατηγορούμενοι είχαν δίκιο όταν στοχοποιούσαν την κυβέρνηση για τη διαχείριση της πανδημίας. Ας μας μείνει, λοιπόν, το δίδαγμα: οι δημοκρατικές ελευθερίες υπάρχουν για να ασκούνται. Ιδίως όταν αμφισβητούνται ή σε περιόδους κρίσης. Και ακόμα περισσότερο όταν αυτό δεν αρέσει στην εκάστοτε εξουσία».