Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύεται στο τεύχος 9 της Σοσιαλιστικής Διεθνιστικής Επιθεώρησης «Κόκκινο». Το θέμα του είναι το διαφορετικό περιεχόμενο που δίνεται στον ολοκληρωτισμό, από τα μέσα της δεκαετίας του ’20 μέχρι σήμερα και από την πολιτική μέχρι τη θεωρία, την ιστορία και τη λογοτεχνία.
Μπορούμε να μιλάμε ακόμα σήμερα για «ολοκληρωτισμό»; Ποιες είναι οι διαφορές αντιολοκληρωτισμού και αντισταλινισμού; Πώς αλλάζει ο «κανόνας» για το τι θεωρείται και τι όχι «ολοκληρωτικό»; Τι εννοούσαν με τη λέξη οι φιλελεύθεροι ιταλοί σοσιαλιστές της δεκαετίας του ’20, οι αριστεροί αντισταλινικοί της δεκαετίας του ’30 και η Άρεντ το ’50 – και τι αργότερα λογοτέχνες όπως οι Σολζενίτσιν και Καίσλερ, φιλόσοφοι σαν τους Τοντόροφ, Γκλυκσμάν και Αρόν, και ιστορικοί σαν τους Φρανσουά Φυρέ και Στεφάν Κουρτουά; Τα ερωτήματα αυτά, που συζητά εκτενέστερα το κείμενο, είχαν απασχολήσει και την κοινή εκδήλωση RedNotebook και R–project για τον (αντι-)ολοκληρωτισμό, τον Ιούνιο του 2017, με ομιλητές τους Α. Νταβανέλο, Σ. Σιαμανδούρα και Δ. Παπαδάτο.
Στις 23 Αυγούστου 2017, η εσθονική προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης οργάνωσε στο Ταλίν «μια ευρωπαϊκή ημέρα μνήμης, σε ανάμνηση των θυμάτων του κομμουνισμού και του ναζισμού». Η επιλογή των όρων (θύματα «του κομμουνισμού»: όχι «του σταλινισμού») δεν ήταν βεβαίως εσθονική ιδιοτυπία. Πέρα από τον αρχικό υπότιτλο της διοργάνωσης, όπου τονίζονταν τα «εγκλήματα των κομμουνιστικών καθεστώτων», οι διοργανωτές επικαλούνταν απλώς το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου «Για την ευρωπαϊκή συνείδηση και τον ολοκληρωτισμό», του 2009. Όσο για τους συντάκτες του ψηφίσματος εκείνου, κι αυτοί με τη σειρά τους παρέπεμπαν σε ψηφίσματα για ανάλογες «ημέρες μνήμης»: μνήμη του τέλους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μνήμη του πραξικοπήματος του Φράνκο στην Ισπανία, μνήμη του ουκρανικού λιμού (1932-33) και της εθνοκάθαρσης στη Σρεμπρένιτσα[1].
Όλοι θύματα: όλοι ίδιοι;
Στην εμμονή αυτή με τη μνήμη, η ισότητα των θυμάτων, το «δικαίωμά» τους δηλαδή να τα θυμόμαστε και να τα τιμούμε, δύσκολα ξεχωρίζει από κάτι oυσιωδώς διαφορετικό: από την προσπάθεια να εξισωθούν οι αιτίες κάθε διαφορετικής απώλειας. Στην περίπτωσή μας, αν και δεν διατυπωνόταν ρητά, η επιλογή της 23ης Αυγούστου ως «Μέρας της Μαύρης Κορδέλας» γινόταν ακριβώς γι’ αυτό: η 23η Αυγούστου 1939 ήταν η μέρα που υπογράφηκε το Γερμανο-σοβιετικό Συμφώνο Μη Επίθεσης, υπογραφή που για τον μεταπολεμικό φιλελεύθερο κόσμο νομιμοποιεί την ίση μεταχείριση ναζί και κομμουνιστών: οι δύο αντίπαλοι «ολοκληρωτισμοί», λέει εδώ το άρρητο επιχείρημα, δεν αλληλοαποκλείονταν, ως φορείς αντίθετων αξιών: το αντίθετο, ενίοτε συνεργάζονταν.
Αξίζει να προσεχτούν αυτές οι πολιτικές της μνήμης, οι πρακτικές με τις οποίες θεσμοθετείται η κοινή «αίσθηση του παρελθόντος», σε πανευρωπαϊκή πλέον κλίμακα. Αν και φιλελεύθερες, οι πολιτικές αυτές δεν προβλέπουν χώρο για το «αυθόρμητο», ούτε προκύπτουν από τη «φυσική ροή των πραγμάτων»: οργανώνονται, ακόμα και στις λεπτομέρειές τους. Η διοργάνωση, έτσι, στο Ταλίν περιελάμβανε προσευχή του Αρχιεπισκόπου της εσθονικής Ευαγγελικής Λουθηρανικής Εκκλησίας και, στη συνέχεια, συνάντηση των υπουργών Δικαιοσύνης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με θέμα τη δημιουργία ενός διακρατικού οργάνου που θα διερευνά εγκλήματα των κομμουνιστικών καθεστώτων και αδικήματα επιζώντων που δεν υπόκεινται σε παραγραφή. Η διεθνική διερεύνηση, σύμφωνα με το ρεπορτάζ των ημερών, ήταν πρωτοβουλία της «Πλατφόρμας Ευρωπαϊκής Μνήμης και Συνείδησης» (PEMC): μιας κίνησης που ιδρύθηκε το 2011, στη βάση ακριβώς του ψηφίσματος του Ευρωκοινοβουλίου του 2009.
Γιατί όμως σήμερα ένα τόσο ισχυρό θεσμικό ενδιαφέρον για τον «ολοκληρωτισμό» και τα «εγκλήματα του κομμουνισμού»; Ο φασισμός και ο ναζισμός ηττήθηκαν το 1945, με πρωταγωνιστικό ρόλο των (κάθε λογής) κομμουνιστών· ό,τι βρίσκεται σε άνοδο έκτοτε, εκτός εξαιρέσεων, είναι η Ακροδεξιά. Η «αποσταλινοποίηση» αναγγέλθηκε το 1956 και η κατάρρευση των ανατολικοευρωπαϊκών καθεστώτων, με όλες τις εθνικές αποσχίσεις που τη συνόδευσαν, μετρά ήδη σχεδόν τρεις δεκαετίες. Η επιρροή όσων νοσταλγούν τα καθεστώτα αυτά είναι σήμερα σχεδόν μηδαμινή – παρότι, στα δικά μας, η Δεξιά και τα φιλικά της Μέσα προσπαθούν να πείσουν στα σοβαρά ότι ο σοσιαλφιλελεύθερος ΣΥΡΙΖΑ είναι παραφυάδα του «σταλινισμού». Όσο για τα στρατόπεδα, αυτά τα εργαστήρια απανθρωποποίησης και εξόντωσης, που για την Χάνα Άρεντ ξεχωρίζουν τα νεωτερικά «ολοκληρωτικά» από άλλα αυταρχικά καθεστώτα, σε φιλελεύθερες δημοκρατίες είναι που επιβιώνουν: αυτές κρατούν πίσω από συρματοπλέγματα υπόπτους για τρομοκρατία ή μετανάστες χωρίς χαρτιά. Τι δικαιολογεί, λοιπόν, σήμερα ένα νέο κύμα αντιολοκληρωτισμού στον δυτικό κόσμο, τελευταία δε όλο και πιο θορυβωδώς και στην Ελλάδα[2];
Μεταμορφώσεις του αντιολοκληρωτικού επιχειρήματος
Η αναδρομή στις ρίζες του αντιολοκληρωτικού επιχειρήματος, τις ρίζες με τις οποίες επικοινωνεί (αλλά και από τις οποίες αποκόβεται…) ο σημερινός αντιολοκληρωτισμός, φωτίζει αυτό που είναι και αυτά που επιδιώκει σήμερα το αντιολοκληρωτικό εγχείρημα. Λέω για «ρίζες», και όχι για «αιτίες», εννοώντας τις πολιτικές και (ψυχρο)πολεμικές συγκρούσεις, τις θεωρίες και τις πολιτιστικές πρακτικές (εκδόσεις, συνέδρια, τελετές) που, έναν αιώνα τώρα σχεδόν, βλέπουν στους «ολοκληρωτισμούς» μια θανάσιμη απειλή για τις φιλελεύθερες δημοκρατίες. Μια απειλή, όχι μόνο, και όχι κυρίως, για τις πολιτικές ελευθερίες: όπως θα δούμε, ο Μουσολίνι «επανεκτιμάται» γιατί, αν και κατάργησε τα πολιτικά δικαιώματα, δεν εξαφάνισε πλήρως το οικονομικό laissez–faire. Η «ολοκληρωτική» απειλή, λοιπόν, αφορά τον φιλελευθερισμό κυρίως για την ελευθερία του homo economicus.
Από το 1923 μέχρι σήμερα, το περιεχόμενο της «ολοκληρωτικής» απειλής αλλάζει διαρκώς: από εποχή σε εποχή, από χώρα σε χώρα, από συγγραφέα σε συγγραφέα. Αλλάζει, όμως, όχι καταπώς θέλει κάποιος ακαδημαϊκός ορισμός για την «ουσία» του φαινομένου· αλλά όπως υπαγορεύει κάθε φορά η πολιτική σύγκρουση και η διαμάχη των ιδεών σε κάθε συγκυρία. Στην πιο διεξοδική διαθέσιμη παρουσίαση της διαμάχης για τον ολοκληρωτισμό[3], ο ιταλός ιστορικός Έντζο Τραβέρσο ξεχωρίζει πέντε διαφορετικές «περιόδους» του αντιολοκληρωτικού εγχειρήματος:
α) 1923-1933, με τον αντιολοκληρωτισμό να αφορά τον ιταλικό φασισμό και τη γερμανική «Συντηρητική Επανάσταση»·
β) 1933-1947, με την εμφάνιση των πρώτων αριστερών και αναρχικών καταγγελιών του σταλινισμού (Βικτόρ Σερζ, Λέον Τρότσκι, Φραντς Μπορκενάου, Μπρούνο Ρίτσι, Τζέιμς Μπάρναμ, Τζωρτζ Όργουελ, Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, Γεβγκένι Ζαμιάτιν, Αλεξάντερ Μπέρκμαν, Ντανιέλ Γκερέν, Μανές Σπρέμπερ και Βασίλι Γκρόσμαν αργότερα κ.ά)·
γ) 1947-1968, με τη διάλυση της αντιφασιστικής συμμαχίας φιλελεύθερων και κομμουνιστών, στα συμφραζόμενα του ψυχροπολεμικού («αντιολοκληρωτικού») αντικομμουνισμού·
δ) 1968-1989, με την «αντιολοκληρωτική» εξίσωση κομμουνισμού και ναζισμού να αμφισβητείται, στο κλίμα του ‘68, των αντιπολεμικών και αντιαποικιακών κινημάτων (αλλά και στο κλίμα της αμφισβήτησης των ΗΠΑ, λόγω της στήριξης δικτατοριών)· και σε δεύτερο χρόνο, τον αντιολοκληρωτισμό να επανανομιμοποιείται, και να αποκτά «πρωτεύουσα» το Παρίσι: λόγω της έκδοσης στα γαλλικά του βιβλίου του Αλεξάντερ Σολζενίτσιν Το Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ. Λόγω της δράσης ενός κύκλου συντηρητικών ακαδημαϊκών γύρω από τον φιλόσοφο Ραιημόν Αρόν. Αλλά και λόγω της υπερπροβολής των γάλλων «Νέων Φιλοσόφων», που συντονίζονται στην προσπάθεια να ανακοπεί η δυναμική του γαλλικού Μάη και του Κοινού Προγράμματος σοσιαλιστών-ΚΚΓ[4]. Τέλος,
ε) μετά το 1989-91 και την πτώση του Τείχους, οπότε και, αντί να εκλείψει, ο αντιολοκληρωτισμός αναβαθμίζεται, βάζοντας στο στόχαστρο ηγέτες από τον Μουσολίνι ως τον Γκορμπατσόφ – και περνώντας οριστικά, από την ανάλυση ενός πολιτικού φαινομένου, στην πολιτική εργαλειοποίηση.
***
Παρακολουθώντας τις μεταμορφώσεις του αντιολοκληρωτικού εγχειρήματος από πιο κοντά –αυτό θα επιχειρήσουμε στη συνέχεια–, βλέπει κανείς πως ο «ολοκληρωτισμός» δεν περιγράφει απλά συγκεκριμένα καθεστώτα: δεν είναι μόνο μια έννοια ή μόνο μια θεωρία. Στην πραγματικότητα είναι το φόβητρο που επικαλείται ο φιλελευθερισμός σε ολόκληρο τον εικοστό αιώνα, προκειμένου να εξασφαλίσει τη νομιμοποίησή του: να πείσει ότι ο ίδιος εκπροσωπεί τη μόνη εκδοχή δημοκρατίας που μπορούμε να σκεφτούμε και να αποκινητοποιήσει πολιτικά τους αντιπάλους του. Από αυτή τη σκοπιά, η εμμονή με τη μνήμη του εικοστού αιώνα (όχι τη μνήμη της επαναστατικής ελπίδας, αλλά του εγκληματικού εκφυλισμού της και της βιωμένης αντεπαναστατικής απελπισίας) δείχνει πως ο «ολοκληρωτικός πειρασμός» είναι σήμερα κάτι ανάλογο: ένας αντίπαλος-φάντασμα, που βοηθά τον φιλελευθερισμό να συγκροτηθεί πολιτικά, όχι στη βάση μιας ελπιδοφόρας υπόσχεσης στους πολλούς, αλλά ενός φόβου που (πρέπει να) σοκάρει και ενός κινδύνου που επείγει να αντιμετωπιστεί. Το μείζον, με αυτή την «αισθηματική αγωγή» που επιχειρεί ο αντιολοκληρωτισμός, είναι ποιος αναγνωρίζεται σήμερα ως τέτοιος κίνδυνος: για ποιο φάντασμα μιλάμε.
Με την ήττα του φασισμού και του ναζισμού, η απειλή για τις φιλελεύθερες δημοκρατίες ταυτίζεται σχεδόν αποκλειστικά με τον κομμουνισμό και, προοδευτικά, με κάθε εκδοχή Αριστεράς. Την ίδια στιγμή, στελέχη (φιλο)δικτατορικών κινημάτων, φασιστικών και ναζιστικών καθεστώτων βρίσκουν περίοπτες θέσεις στη μεταπολεμική πολιτική σκηνή (από τις κυβερνήσεις Αντενάουερ στη Γερμανία και Μπερλουσκόνι στην Ιταλία ως και τις πρόσφατες ελληνικές «μνημονιακές»). Είναι στο φόντο αυτό που φιλελεύθεροι, πολιτικοί και διανοούμενοι, επιδίδονται, στο όνομα της «αντιολοκληρωτικής» μνήμης, σε μια διαρκή αμφισβήτηση/συντηρητική αναθεώρηση κάθε επανάστασης[5], ριζοσπαστισμού και προοδευτισμού· και την ίδια στιγμή, συμμετρικά, σε προσπάθειες «κατανόησης»/αποστιγματισμού του φασισμού και του ναζισμού[6]. Κάπως έτσι, η απόσταση που χωρίζει την κλασική φιλελεύθερη σκέψη από την αντιδραστική ρητορική μειώνεται ασφυκτικά.
Από τον Τζον Λοκ και το Χένρι Θορώ, και ως τις αρχές του εικοστού αιώνα, ο φιλελευθερισμός αναγνώριζε το «δικαίωμα» στην πολιτική ανυπακοή και την επανάσταση. Αναγνωρίζοντάς το, δεχόταν ότι η Αγγλική και η Γαλλική Επανάσταση υπήρξαν ιδρυτικές στιγμές της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας. Μετά το 1945, αυτό ακριβώς είναι που επιχειρείται να αναθεωρηθεί. Πολιτικά σχέδια που αξιοποίησαν μεταπολεμικά την αντικομμουνιστική εθνικιστική σκέψη και δράση, διαδοχικά κύματα συντηρητικής αναθεώρησης της Ιστορίας και επανεκτιμήσεις φιλοσόφων και ιστορικών του 19ου αιώνα (του Αλεξίς Ντε Τοκβίλ, του Ογκύστ Κοσέν και άλλων), έφεραν έτσι τη νέα φιλελεύθερη σκέψη πολύ κοντά στη σκέψη του Αντιδιαφωτισμού[7]. Ο νέος φιλελευθερισμός ταυτίστηκε με την αντεπαναστατική πίστη ότι «η προσπάθεια να αλλάξουμε τα πράγματα δεν επιδρά ουσιαστικά (επιχείρημα της ματαιότητας)· συνήθως καταλήγει στο αντίθετό της (επιχείρημα του αντίστροφου αποτελέσματος)· και, σε κάθε περίπτωση, θέτει σε κίνδυνο σημαντικά κεκτημένα από το παρελθόν (επιχείρημα της διακινδύνευσης)»[8]. Αν είναι όμως έτσι τα πράγματα, κάθε τέτοια προσπάθεια πρέπει να αποφεύγεται πάση θυσία – άρα με κάθε διανοητικό «δάνειο» και κάθε είδους πολιτική συμμαχία.
Προφανώς, η συνάντηση του αντιδραστικού και του νέου φιλελεύθερου επιχειρήματος δεν εξηγεί από μόνη της γιατί ο αντιολοκληρωτισμός παραμένει ανθεκτικός τρεις σχεδόν δεκαετίες μετά το τέλος του «υπαρκτού». Αν λοιπόν η αντίθεση στον «ολοκληρωτισμό» είναι για δεκαετίες μέρος της κυρίαρχης ιδεολογίας, αν δηλαδή ο αντιολοκληρωτισμός έφτασε να αποτελεί την πολιτική ηθική του μεταπολεμικού φιλελευθερισμού, χρειάζεται να θυμόμαστε ότι κυρίαρχη δεν είναι απλά «η ιδεολογία των κυρίαρχων τάξεων»· είναι αυτή στην οποία, ως έναν βαθμό τουλάχιστον, αναγνωρίζονται μνήμες, προσδοκίες και παραδόσεις των κυριαρχούμενων. Τι έχει να πει στη δική μας περίπτωση αυτό; Ότι οι εγκληματικές αποτυχίες στο όνομα του υπαρκτού κομμουνισμού και η αριστερή καταγγελία τους, η τραγική μοναξιά των εξόριστων στα σοβιετικά στρατόπεδα, και τα «σαμιζντάτ», με τα οποία οι ίδιοι προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν και να σώσουν τη μνήμη, όλα αυτά που για μια ορισμένη Αριστερά του εικοστού αιώνα ήταν τεκμήρια «προδοσίας» ή «ψέματα», ενώ για τη Δεξιά απλώς αδιάφορα (ιδίως η τελευταία δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι το σταλινικό στρατόπεδο ήταν εκφυλισμός και όχι η λογική κατάληξη της επανάστασης), τις τελευταίες δεκαετίες έγιναν επιχειρήματα για «αλλότριους» σκοπούς: μέσα, για τους σκοπούς της κατασκευής μιας «αντιολοκληρωτικής» νέας φιλελεύθερης μνήμης.
Φυσικά τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι.
1. Ο ολοκληρωτισμός ως ιμπεριαλισμός, ο αντιολοκληρωτισμός ως φιλελεύθερος αντιφασισμός
Λίγους μήνες μετά τη σύναψη του Συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μολότοφ, το 1939, ο Αμερικανός ιστορικός Κάρλτον Χέιζ διοργανώνει ένα συνέδριο για τον ολοκληρωτισμό στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ, υπό την αιγίδα της Αμερικανικής Φιλοσοφικής Εταιρείας. Στην εισήγησή του τονίζει πως «ολοκληρωτισμός» δεν είναι απλά οι δικτατορίες: ως πολιτικό φαινόμενο, αυτές μετρούν, στη μια ή την άλλη εκδοχή τους, 25 αιώνες. Δύο είναι τα στοιχεία που κάνουν τον ολοκληρωτισμό ένα νεωτερικό φαινόμενο: Οι μεν Μουσολίνι, Χίτλερ και Στάλιν δεν προέρχονται από τις ανώτερες τάξεις, αλλά στηρίζονται σε λαϊκά κινήματα και μαζική προπαγάνδα· τα δε καθεστώτα των οποίων ηγούνται, συγκεντρώνουν όλες τις πολιτικές, διοικητικές και οικονομικές λειτουργίες μέσα στο κράτος και εργαλειοποιούν στο έπακρο την επιστημονική και τεχνική πρόοδο[9].
Αυτή είναι η πρώτη ακαδημαϊκή προσπάθεια να αναλυθεί ο ολοκληρωτισμός ως τύπος καθεστώτος και ως έννοια· όμως, καθαυτό το πολιτικό φαινόμενο δεν είναι υπόθεση πρώτα των «ειδικών». Αναζητώντας τις συνθήκες που το έκαναν δυνατό, η Χάνα Άρεντ στέκεται καταρχάς στην απαίτηση του ολοκληρωτισμού για παγκόσμια («ολική») κυριαρχία, αξίωση που στηρίζεται βεβαίως στην καπιταλιστική συσσώρευση: «Πριν από την ιμπεριαλιστική εποχή», γράφει η Άρεντ, «δεν υπήρχε κάτι όπως η παγκόσμια πολιτική, και χωρίς αυτήν, η αξίωση του ολοκληρωτισμού για παγκόσμια κυριαρχία δεν θα είχε νόημα»[10]. Δεν είναι ολοκληρωτικός κάθε ιμπεριαλισμός. Χωρίς όμως τον ιμπεριαλισμό, δεν υπάρχει αυτό που, το 1914-15, κάνει τον Γερμανό στρατηγό Έριχ Λούντεντορφ, μετέπειτα υποστηρικτή των ναζί, να μιλά για «ολικό πόλεμο». Σε αντίθεση λοιπόν με τον Κλαούζεβιτς, που βλέπει στον πόλεμο την «πολιτική με άλλα μέσα», ο Λούντεντορφ εξηγεί ότι στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στον οποίο ο ίδιος συμμετείχε, είναι η πολιτική αυτή που υποτάσσεται στις πολεμικές συνθήκες: υποτάσσεται, καταρχάς με την έννοια της κινητοποίησης όλων των ανθρώπων και των μέσων παραγωγής για τις ανάγκες του πολέμου· αλλά και με την έννοια της κατάργησης, στις συνθήκες αυτές, των ορίων ανάμεσα στον άμαχο και τον στρατιώτη[11].
Πολιτική-πόλεμος: Λίγους μήνες μετά την «Πορεία στη Ρώμη» και την άνοδο τον Μουσολίνι στην εξουσία, ο φιλελεύθερος Τζοβάνι Αμέντολα καταγγέλλει στην εφημερίδα Il Mondo (12.5.1923) ότι οι φασίστες εξωθούν σε παραίτηση τα στελέχη της τοπικής αυτοδιοίκησης σε όλη την Ιταλία, εγκαθιστώντας δικές τους διοικήσεις: δεν χρησιμοποιούν, λέει ο Αμέντολα, το σύστημα της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας, αλλά το «ολοκληρωτικό σύστημα».
Είναι λοιπόν στην πολιτική αντιπαράθεση που ακούγεται πρώτη φορά ο όρος «ολοκληρωτισμός» – και αφορά τους φασίστες. Μετά δε τον Αμέντολα, ακολουθεί ο Καθολικός γερουσιαστής Λουίτζι Στούρτσο, με το Ιtalia e fascismο (1926) να αποτελεί την πρώτη επεξεργασία της έννοιας[12]. Είναι η εποχή που, σεβαστό τμήμα του φιλελεύθερου, μη κομμουνιστικού πολιτικού κόσμου, παίρνει θέση κατά του φασισμού – και το κάνει συχνά με κόστος. Κι ενώ το 1921 ο φιλελεύθερος πρώην πρωθυπουργός Τζοβάνι Τζολίτι συμμαχεί εκλογικά με τον Μουσολίνι, φιλελεύθεροι σοσιαλιστές, όπως ο Κάρλο Ροσέλι ή ο Πιέρο Γκομπέτι, θα δοκιμαστούν σκληρά από το φασιστικό καθεστώς (ο πρώτος, αργότερα, θα πολεμήσει στην Ισπανία τον Φράνκο, δίπλα σε αναρχικούς και σοσιαλιστές).
Οι φασίστες αποδέχονται τον όρο «ολοκληρωτισμός»: Από το 1925 ο Μουσολίνι μιλά για την «ισχυρή ολοκληρωτική βούληση» του φασιστικού εγχειρήματος. Το 1932, μαζί με τον φασίστα θεωρητικό Τζοβάνι Τζεντίλε γράφουν το λήμμα «φασισμός» της Ιταλικής Εγκυκλοπαίδειας, εξηγώντας εκεί πως «για τον φασίστα όλα είναι μέσα στο κράτος: τίποτα το ανθρώπινο ή το πνευματικό δεν υπάρχει, κι ακόμα περισσότερο δεν αξίζει, έξω από το κράτος. Μ’ αυτή την έννοια», καταλήγουν, «ο φασισμός είναι ολοκληρωτικός»[13]. Για «ολικό κράτος» γράφει στη Γερμανία και ο Καρλ Σμιτ (1931), που θα συνεργαστεί με τους ναζί. Και λίγο νωρίτερα, ο εθνικιστής συγγραφέας Έρνστ Γιούνγκερ δίνει έμφαση στην «ολική» κινητοποίηση της «Συντηρητικής Επανάστασης», στον κινηματισμό της δηλαδή, στον αντίποδα του «κρατισμού» που εκθειάζει ο Σμιτ (Η μαζική κινητοποίηση, 1930).
2. Ο αντιολοκληρωτισμός ως αριστερή/αναρχική καταγγελία του σταλινισμού
Οι εξισώσεις κομμουνισμού και φασισμού βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη ολόκληρη τη δεκαετία του ’20, στη Γερμανία, την Αγγλία και αλλού· όμως μέχρι το 1933 επιχειρούνται μόνο από σοσιαλδημοκράτες, φιλελεύθερους και συντηρητικούς. Η «τομή» στ’ αριστερά γίνεται το 1933, όταν ο εξόριστος βελγορώσος αναρχικός Βικτόρ Σερζ, που στηρίζει τον Λένιν από το ’19 όντας στη Ρωσία, γράφει σε μια μικρή ελευθεριακή εφημερίδα, την Προλεταριακή Επανάσταση (αργότερα και στις Αναμνήσεις ενός επαναστάτη), αποκαλώντας το σοβιετικό καθεστώς «ολοκληρωτικό, καστοκρατικό, απόλυτο κράτος, μεθυσμένο από εξουσία, για το οποίο ο άνθρωπος δεν έχει καμιά σημασία».
Λίγο νωρίτερα, το δυστοπικό Εμείς, του Γεβγκένι Ζεμιάτιν, γίνεται το πρώτο έργο που λογοκρίνει η Κρατική Επιτροπή Εκδόσεων της ΕΣΣΔ (Goskomizdat). Εκδίδεται έτσι πρώτα στα αγγλικά, στη Νέα Υόρκη, τρία χρόνια μετά την ολοκλήρωσή του (1924). «Όλη η ρωσική λογοτεχνία», γράφει ο Αμερικανός κριτικός Τζορτζ Στάινερ, «είναι ουσιωδώς πολιτική [καθώς] παράγεται και δημοσιεύεται υπό την απειλή της πανταχού παρούσας λογοκρισίας. Το ρωσικό αριστούργημα υφίσταται σε πείσμα του καθεστώτος»[14] – κι αυτό αφορά από νωρίς και το σοβιετικό καθεστώς. Μετά και την ποιητική συλλογή Ρέκβιεμ (1935-40), η Άννα Αχμάτοβα περνά υπό τη διαρκή επιτήρηση των σοβιετικών αρχών, ο γιος της συλλαμβάνεται και τα ποιήματά της δεν ξαναδημοσιεύονται στη Ρωσία παρά το 1956.
Τώρα όλα είναι μια αιώνια σύγχυση
Ποιος είναι το τέρας, ποιος ο άνθρωπος;
(Ρέκβιεμ)
Ο Βασίλι Γκρόσμαν, πολεμικός ανταποκριτής της σοβιετικής Krasnaya Zvezda, και επί 1000 μέρες στην πρώτη γραμμή του μετώπου απέναντι στους ναζί, ζητά την έκδοση του αριστουργήματός του, Ζωή και πεπρωμένο, το 1960: η KGB θα διαρρήξει το σπίτι και θα κατασχέσει τα χειρόγραφά του. Μέχρι το 1964 που πεθαίνει, ο ίδιος δεν θα δει το βιβλίο δημοσιευμένο. Πιο τυχερός, ο Ανατόλι Ριμπακόφ γράφει την τετραλογία Τα Παιδιά του Αρμπάτ μεταξύ 1966 και 1983, και τη βλέπει τυπωμένη το 1987. Όσο για τον Βαρλάμ Σαλάμοφ, που περνά 17 χρόνια στο στρατόπεδο της Κολιμά, ως και τη δεκαετία του ’60 κυκλοφορεί της ιστορίες του κομμάτι κομμάτι, με σαμιζντάντ:
«Ο γείτονάς του» -διηγείται σε μια από τις Ιστορίες από την Κολιμά– «πέθανε χτες, απλώς πέθανε, δεν ξύπνησε, και κανένας δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει από τι πέθανε, λες και η αιτία θανάτου ήταν μόνο μία, πολύ καλά γνωστή σε όλους. Ο επιστάτης χάρηκε που ο θάνατος συνέβη το πρωί και όχι το βράδυ – το ημερήσιο συσσίτιο του πεθαμένου θα έμενε στον ίδιο»[15].
Όμως, παρά την τραγική ζωή του στο στρατόπεδο και τα καταναγκαστικά έργα, ο Σαλάμοφ θα διαλέξει έναν δρόμο διαφορετικό από αυτόν του, επίσης έγκλειστου σε στρατόπεδο, Αλεξάντερ Σολζενίτσιν, συγγραφέα του πολυδιαφημισμένου Αρχιπελάγους Γκουλάγκ. «Συμμετείχα κι εγώ», γράφει κάπου ο Σαλάμοφ, «σε μια χαμένη μάχη για πραγματική ανανέωση της ζωής». Και οι σχέσεις του με τον Σολζενίτσιν, που επιλέγει αντίθετα τη στράτευση με τη φιλελεύθερη Δύση στον Ψυχρό Πόλεμο, θα επιδεινώνονται διαρκώς.
3. Ο αντιολοκληρωτισμός ως ψυχροπολεμικός αντικομμουνισμός και αποστιγματισμός του φασισμού
Για χρόνια μέχρι την έκδοση του Αρχιπελάγους στα γαλλικά (1973), οι μαρτυρίες των εξορίστων στα σοβιετικά στρατόπεδα, επισκεπτών ή συμμετεχόντων στο μέτωπο της Ισπανίας (λ.χ. η Επιστροφή από τη Σοβιετική Ένωση, του Αντρέ Ζιντ, ή το Φόρος τιμής στην Καταλονία, του Τζορτζ Όργουελ) αφήνουν την φιλελεύθερη Δύση παγερά αδιάφορη[16]. Κι αυτό ενώ ο Ψυχρός Πόλεμος βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, με ένα ρεπερτόριο που, από την πλευρά της, ήδη στα τέλη του ’40, περιλαμβάνει ευρεία γκάμα δραστηριοτήτων: χρηματοδότηση αντικομμουνιστικών-«αντιολοκληρωτικών» εκδόσεων και άλλων πολιτιστικών δραστηριοτήτων από τη CIA, σε 35 χώρες, μέσω του Συμβουλίου για την Πολιτιστική Ελευθερία (ξεκίνησε το 1950 και αποκαλύφθηκε το 1967)[17]· έρευνες, αργότερα, της ομάδας Team B της CIA (με επικεφαλής τον αντικομμμουνιστή σοβιετολόγο Ρίτσαρντ Πάιπς)· μυστικές αντικομμουνιστικές επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη, όπως η Gladio/Stay Behind στην Ιταλία, με υποστήριξη ακροδεξιών βομβιστών ενεργειών· και βεβαίως στήριξη πραξικοπημάτων και δικτατοριών. Αυτός ο τελευταίος είναι και ο λόγος που τα καθεστώτα του «υπαρκτού» αποκαλούνται ευκολότερα «ολοκληρωτικά», και προς αποφυγή δυσάρεστων συνειρμών, όχι «δικτατορικά».
Μέχρι λοιπόν το 1973, τον τόνο στο αντιολοκληρωτικό εγχείρημα δεν θα δίνουν οι έγκλειστοι στα στρατόπεδα, συχνά αριστεροί και αναρχικοί, και οι δικές τους μαρτυρίες. Αλλά διανοούμενοι όπως ο αυστριακός οικονομολόγος και φιλόσοφος Φρίντριχ Χάγεκ, ο πρώην μαρξιστής αυστριακός Καρλ Πόπερ, ο Αιζάια Μπέρλιν στις ΗΠΑ και ο Ραιμόν Αρόν στη Γαλλία[18]. Για τον Χάγεκ, ο ολοκληρωτισμός είναι η αντίθεση σε μια ελεύθερη κοινωνία, και ελεύθερη είναι η κοινωνία που βασίζεται στην «υπαγωγή του ανθρώπου στις απρόσωπες δυνάμεις της αγοράς (βλ. Road to Serfdom 1944). Κρατική παρέμβαση στην οικονομία, μαζικά κόμματα και αντιατομικισμός: αυτές είναι για τον Χάγεκ οι ρίζες των ολοκληρωτισμών του 20ού αιώνα. Για τον Πόπερ, φτάνουν ακόμα πιο πίσω: στο «τέλειο κράτος» του Πλάτωνα, στο εμπόλεμο κράτος χωρίς ηθική του Χέγκελ και βέβαια στους «ιστορικούς νόμους», στον ιστορικισμό του Μαρξ (στη σκέψη του οποίου, ωστόσο, ο Πόπερ αναγνωρίζει ένα ορισμένο ηθικό φορτίο).
Στην ψυχροπολεμική συζήτηση για τον «ολοκληρωτισμό», θα δίνεται συχνά χώρος σε αντιφρονούντες: τον Αλμπέρ Καμύ, τον Άρθουρ Καίσλερ, τον Βασίλι Γκρόσμαν, ή στον επιζήσαντα των ναζιστικών στρατοπέδων Νταβίντ Ρουσέ, που σύρεται στα δικαστήρια από το κομμουνιστικό περιοδικό Les Lettres Françaises για τη δράση του ενάντια στα στρατόπεδα στην ΕΣΣΔ (και δικαιώνεται δικαστικά το 1951). Δίνεται χώρος, έστω κι αν οι «φιλοξενούμενοι» δεν συμμερίζονται απαραίτητα τον πυρήνα του αντιολοκληρωτικού επιχειρήματος, τον πολιτικό και οικονομικό φιλελευθερισμό[19].
Προτού οι μαρτυρίες από τα στρατόπεδα, αρχής γενομένης από το Αρχιπέλαγος, γίνουν το προπαγανδιστικό «υπερόπλο» του αντιολοκληρωτισμού, η Χάνα Άρεντ παρατηρεί ότι «οι πρώην κομμουνιστές παίζουν […] τον ρόλο τους κατά βάση ως ειδικοί, καλούμενοι από την ελεύθερη κοινωνία να βοηθήσουν στη μάχη κατά του ολοκληρωτισμού, γιατί υποτίθεται ότι ξέρουν καλύτερα τα μέσα του εχθρού – συνεπώς είναι οι πλέον αρμόδιοι για το σχεδιασμό των μέσων με τα οποία αυτός θα εξουδετερωθεί»[20]. Τέτοια είναι η περίπτωση, στη δεκαετία του ’70, του πρώην μοαϊκού Αντρέ Γκλυκσμάν που, μετά το γαλλικό ’68, θα δει στα ανθρώπινα δικαιώματα τη μόνη εναπομείνασα υπερασπίσιμη μάχη, καταλογίζοντας στον Μαρξ ότι άνοιξε το δρομολόγιο για τη «λατρεία ενός κράτους που τρομοκρατεί για το καλό του κόσμου»[21].
Εξέχοντα ρόλο μεταξύ των «πρώην» έχει ο πολυβραβευμένος Γάλλος ιστορικός Φρανσουά Φυρέ, πρώην μέλος του ΚΚΓ, συνεργάτης του Μισέλ Ροκάρ (της δεξιάς πτέρυγας των Γάλλων Σοσιαλιστών), μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας και πρόεδρος του Ιδρύματος Σαιν-Σιμόν, ο Φυρέ έγινε γνωστός σε ένα ευρύτατο κοινό χάρη και στην τακτική συνεργασία με την επιθεώρηση Le Nouvel Observateur.
Ανατρέχοντας στον συντηρητικό φιλόσοφο Αλεξίς Ντε Τοκβίλ, ο Φυρέ υποστήριξε ότι η Γαλλική Επανάσταση, συνεχιστές της οποίας θεωρούνταν οι μπολσεβίκοι, ήταν ένα ατυχές ξέσπασμα βίας που μπορούσε να αποφευχθεί: «ακόμα κι αν η ίδια δεν είχε συμβεί, η παλιά κοινωνική δομή θα είχε συντριβεί, πιο γρήγορα κάπου, πιο αργά κάπου αλλού. Η μόνη διαφορά είναι πως, αντί να καταρρεύσει με τόση βαναυσότητα, θα είχε διαλυθεί κομμάτι κομμάτι». Για τον ιστορικό Ογκύστ Κοσσέν, στον οποίο επίσης ανατρέχει ο Φυρέ, η Γαλλική Επανάσταση ήταν προϊόν της επαναστατικής ιδεολογίας, του φανατισμού και του πάθους των Γιακωβίνων[22]. Ανάλογη είναι η θεώρηση για τη Ρωσική Επανάσταση και του Ρίτσαρντ Πάιπς: το μείζον και γι’ αυτόν ήταν η προπαγάνδα των μπολσεβίκων, των Διαφωτιστών του 20ού αιώνα. Είναι η λεγόμενη «γενετιστική» θεώρηση: σε αντίθεση με τους «περιβαλλοντιστές», που συνδέουν την επαναστατική βία με τις πολιτικές και τις κοινωνικές συνθήκες (το περιβάλλον) της εκδήλωσής της, οι «γενετιστές» την αποδίδουν στη γένεση της επαναστατικής ιδεολογίας, φτάνοντας ως την ταύτιση κομμουνισμού και εγκλήματος. Αυτή είναι η περίπτωση του Στεφάν Κουρτουά και της Μαύρης Βίβλου του Κομμουνισμού, αλλά και του ακαδημαϊκού περιοδικού Communisme, που ο Κουρτουά επιμελείται μαζί με τη συνεργάτιδα του Ραιμόν Αρόν, Ανί Κριγκέλ, από το 1982.
Στο δικό του Πέρασμα μιας αυταπάτης, ο Φυρέ προτείνει να σκεφτούμε την επαναστατική ιδέα με βάση το πάθος που την υποβαστάζει, δηλαδή το μίσος για τον αστό: τόσο παλιό όσο και ο αστός, άρα διαρκώς παρόν στην Ευρώπη τα τελευταία 200 χρόνια, το μίσος αυτό είναι που καθοδηγεί τη Γαλλική και τη Ρωσική Επανάσταση. Το ίδιος μίσος είναι που κάνει συμπληρωματικούς τον φασισμό και τον ναζισμό: και ο φασισμός, λέει ο Φυρέ, είχε ξεκινήσει αρχικά ως ελπίδα[23].
Αν για τον Γάλλο ιστορικό ο αντιφασισμός έγινε η κάλυψη για τη νομιμοποίηση του κομμουνισμού στη Δύση, για τον Γερμανό ιστορικό Ερνστ Νόλτε, πρωταγωνιστή της «Διαμάχης των Ιστορικών» στα τέλη του ’80, η αντιφασιστική νίκη ήταν ο «ιστορικός μύθος που παρείχε τη βάση για το κράτος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας»[24]. Ο Νόλτε προτείνει μια προσέγγιση του ναζισμού διαφορετική από τον αντιολοκληρωτισμό της δεκαετίας του ’50, που κατά τη γνώμη του, έδωσε χώρο στους παλιούς Συμμάχους (ενν.: στους κομμουνιστές). Η βάση μιας τέτοιας προσέγγισης, λέει, υπάρχει σε μια ορισμένη αναρχική ιστοριογραφία, που βλέπει σε κάθε ιεραρχική οργάνωση της κοινωνίας μια δυνητική καταπίεση: για τον Νόλτε, η Ρωσική Επανάσταση είναι μια κολεκτιβιστική αντεπανάσταση, στο βαθμό που θέλησε να διορθώσει την πραγματική νεωτερική Επανάσταση, την Αγγλική, που είχε κατοχυρώσει την οικονομική ελευθερία. Στον Ευρωπαϊκό Εμφύλιο Πόλεμο, ο Νόλτε υποστηρίζει ρητά ότι τα ναζιστικά στρατόπεδα ήταν απάντηση στην «ασιατική βαρβαρότητα στη Ρωσία»· η άνοδος, εξάλλου, του Λένιν είχε προηγηθεί τόσο του Μουσολίνι όσο και του Χίτλερ…
Προλογίζοντας την έκδοση με την αλληλογραφία Νόλτε-Φυρέ, ο Βούλγαρος κριτικός Τζβετάν Τοντόροφ λέει πως, για όλη τη δεκαετία του ’30, η προσέγγιση κομμουνισμού-φασισμού ήταν κοινός τόπος, ως και την αντιφασιστική συμμαχία Δύσης-ΕΣΣΔ. Η συμμαχία αυτή αποτέλεσε «έναν παράξενο συνδυασμό των δημοκρατιών και των εχθρών τους» και η αποκάλυψη των ναζιστικών εγκλημάτων, στη συνέχεια, είχε ως αποτέλεσμα κάθε σύγκριση κομμουνισμού και φασισμού να δημιουργεί αμηχανία. Αυτή η κατάσταση ήταν που «διορθώθηκε» για τον Τοντόροφ: αφενός με την εμφάνιση των αντιφρονούντων στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, αφετέρου με την κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού».
Για τον ίδιο, που έζησε τη Βουλγαρία ως το 1963, ο ολοκληρωτισμός είναι το αποτέλεσμα κάθε υπόσχεσης για την καθολική ευτυχία: κάθε ουτοπία είναι χιλιασμός, που καταλήγει στον δεσποτισμό: «Ο θεωρητικός ολοκληρωτισμός», εξηγεί, «είναι ένας ουτοπισμός [και] ο ουτοπισμός συνδέεται απαραιτήτως με τον καταναγκασμό και τη βία»[25]. Το θέμα, και εδώ, είναι η οικονομία: «ο ολοκληρωτισμός υποτάσσει το οικονομικό στο πολιτικό, προσφεύγοντας είτε στην εθνικοποίηση των μέσω παραγωγής είτε στον άμεσο έλεγχο ολόκληρου του οικονομικού τομέα». Να μια εξήγηση για τη φιλελεύθερη επιμονή στη μνήμη του Κακού: ό,τι επείγει να αντιμετωπιστεί σήμερα είναι ακριβώς «ο [κομμουνιστικός] πειρασμός του Καλού».
Αναγκαία σημείωση: η συρρίκνωση του κομμουνισμού στην σταλινική εμπειρία και η ποινικοποίηση της επαναστατικής ιδέας πηγαίνει μαζί με τις προσπάθειες «κατανόησης» του ναζισμού και του φασισμού: όχι με την ενσυναίσθηση που δείχνει η Χάνα Άρεντ στην Κοινοτοπία του κακού. Αλλά με την απολογητική συμπάθεια ενός Νόλτε, για τον οποίο το μεν Ολοκαύτωμα δεν είναι μοναδική περίπτωση στην ευρωπαϊκή Ιστορία, πρέπει δε να θεωρηθεί «θετικό ότι ο Μουσολίνι δεν εξαφάνισε την οικονομική ελευθερία ή την αγορά, στερώντας από τον ιταλικό λαό τον τελειοποιημένο ολοκληρωτισμό του Στάλιν»[26]. Στο ίδιο κλίμα, ο Ιταλός ιστορικός Ρέντζο Ντε Φελίτσε, βιογράφος του Μουσολίνι, γράφει, θυμίζοντας τους υπερασπιστές του Βισύ στη Γαλλία: «Μας αρέσει ή όχι, ο Μουσολίνι αποδέχτηκε το σχέδιο του Χίτλερ με πατριωτικό κίνητρο: αυτή ήταν μια πραγματική ‘θυσία’ στο βωμό της υπεράσπισης της πατρίδας»[27].
Αντί επιλόγου
Ο Αμερικανός ιστορικός των ιδεών Σάμιουελ Μόιν γράφει πως, μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, το αντιολοκληρωτικό επιχείρημα αποδείχτηκε ανθεκτικότερο από το αντιφασιστικό. Ένας από τους δείκτες είναι η σύγχρονη αντιολοκληρωτική λογοτεχνία, που δεν γράφεται πια από έγκλειστους σε στρατόπεδα, αν και συχνά παραπέμπει στον Σολζενίτσιν. Στο πρόσωπο της Ουκρανής νομπελίστριας Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, μιας ακόμα «πρώην», η λογοτεχνία αυτή βρίσκει μια ιδεώδη εκπρόσωπο:
Το πολύ αίμα που είχε χυθεί για τον κομμουνισμό είχε ήδη ξεχαστεί. Τα πάθη λυσσομανούσαν, αλλά διατηρούνταν η γνώση πως δεν γίνεται να μετατρέψεις την ουτοπία σε πραγματικότητα […] […] Το κράτος αντικατέστησε τα πάντα γι’ αυτούς, ακόμα και την ίδια τους τη ζωή. Δεν μπόρεσαν να βγουν από τη δοξασμένη ιστορία, να αποδεσμευτούν απ’ αυτήν αποχαιρετώντας τη, να ευτυχήσουν και με άλλον τρόπο. Να βουτήξουν… να πέσουν με τα μούτρα σε μια ύπαρξη ιδιωτική, όπως γίνεται σήμερα που δοξάζεται ως μεγάλο το μικρό. Που ο άνθρωπος θέλει να ζήσει απλά, χωρίς μεγάλες ιδέες […] Το κράτος είχε πια σταματήσει να κυριαρχεί στην ψυχή της. Ήταν ένας ελεύθερος άνθρωπος […] «Μη μας τρομάζετε με τον σοσιαλισμό» λένε τα παιδιά στους γονείς τους[28].
Η «νάρκωση της ιδέας» παραμένει κι εδώ, όπως σε κάθε αντιολοκληρωτικό επιχείρημα, το βασικό εξηγητικό σχήμα για την επιρροή των κομμουνιστικών ιδεών: το βασικό, ακόμα κι όταν πρόκειται λόγου χάρη για το απεργιακό κύμα στη Γαλλία του 1995, που εξέπληξε δυσάρεστα τον Φυρέ. Το Ίδρυμα Σαιν-Σιμόν, του οποίου ο ίδιος ηγούνταν τη δεκαετία του ’90, είχε ως καταστατικό στόχο τον συντονισμό ακαδημαϊκών, ακτιβιστών και επιχειρηματιών. Κι ανάλογες απόψεις θα εκφράζει αργότερα ο κύκλος του νεοσυντηρητικού περιοδικού Le Meilleur des Mondes, των Πιερ-Αντρέ Ταγκιέφ και Πασκάλ Μπρικνέρ, επιφανών «αντιλαϊκιστών» και «αντιολοκληρωτικών» (αλλά και φιλοσιωνιστών…). Οι παρεμβάσεις τους θα συμβάλουν στη διαμόρφωση ενός διακομματικού φιλελεύθερου μετώπου εναντίον του «ισλαμο-αριστερισμού», που στη Γαλλία θυμίζει εύλογα τη μεσοπολεμική ναζιστική προπαγάνδα κατά του «ιουδαιομπολσεβικισμού»[29]. Στα καθημάς, και πιο πρόσφατα, οι υποστηριζόμενες από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ελληνική Αστυνομία «Δράσεις κατά της Ριζοσπαστικοποίησης και του Εξτρεμισμού», θυμίζουν πως οι συγκεκριμένες τάσεις ούτε μόνο το εξωτερικό αφορούν, ούτε μόνο στο επίπεδο της μάχης των ιδεών εξαντλούνται.
Ο αντιολοκληρωτισμός, από αυτή τη σκοπιά, με την εναντίωση σήμερα σε τρία «άκρα» ταυτόχρονα (το αριστερό, το ακροδεξιό και αυτό του ισλαμικού φονταμενταλισμού ή «ισλαμοφασισμού», σύμφωνα με πολλούς στη Δύση), γίνεται προοδευτικά μια κοινή πλατφόρμα προληπτικής ιδεολογικής αντεπανάστασης: ένας ιδεολογικός τόπος όπου «συναντιούνται» αστικά κόμματα και διανοούμενοι όλων των αποχρώσεων – αλλά και επιχειρησιακά, κρατικοί και διακρατικοί μηχανισμοί ασφαλείας.
Καθώς ο ιμπεριαλισμός σε κρίση επιβεβαιώνει πως και σήμερα υπάρχουν δυνατότητες αναβίωσης «ολοκληρωτισμών», αποτελεί προκλητική σοφιστεία η σύγκριση ενός ιδεατού φιλελευθερισμού, μακριά από τις βιωμένες εκτροπές των αστικών δημοκρατιών, με την εμπειρία του «υπαρκτού»[30]. Αυτές οι δυνατότητες υποχρεώνουν να διακρίνουμε, μαζί με την Άρεντ, την επαναστατική βία από τον εξουσιαστικό τρόμο – και να δούμε στην πρώτη μια πραγματιστική επιλογή απέναντι στην επιθετικότητα της αντεπανάστασης[31]: η Τσεκά, θυμίζει ο Τραβέρσο, είχε 2.000 μέλη το 1918 και 140.000 το 1921, εκτίναξη που δεν εξηγεί προφανώς η επαναστατική «ιδέα», αλλά η ιμπεριαλιστική επέμβαση και ο εμφύλιος. Κι είναι τέλος σεβασμός στην επαναστατική μνήμη να θυμίζουμε πως, ενώ ο σταλινισμός δεν συνιστά ούτε απόλυτη συνέχεια ούτε ριζική τομή σε σχέση με τον λενινισμό, κομμουνισμός και ναζισμός βρίσκονται ιστορικά στους αντίποδες: οικονομική, κοινωνική και διεθνιστική η κόκκινη επανάσταση· πολιτισμική, ηθική, ψυχολογική και πολιτική η μαύρη αντεπανάσταση, που πέρασε πάνω από τους Σπαρτακιστές. Προορισμένη να αλλάξει τον κόσμο η πρώτη, ως «κληρονόμος» του Διαφωτισμού· προσανατολισμένη να τον καταστρέψει η δεύτερη, ως νεκροθάφτης των Φώτων. Βίαιη αλλά oρθολογική η επαναστατική βία, επιδιώκοντας να καταργήσει την κρατική και καπιταλιστική βία· βίαιη, αλλά ανορθολογική η ναζιστική, με σκοπό το κράτος, την αλλαγή του βιολογικού προτύπου της κοινωνίας και τη διαιώνιση των ανισοτήτων, στο πλαίσιο του καπιταλισμού.
Έχουν αξία όλα αυτά. Όμως ο νέος φιλελεύθερος αντιολοκληρωτισμός δεν στηρίζεται αποκλειστικά στην ισχύ των επιχειρημάτων του: επιστρατεύει, επίσης, κρατική και διακρατική ισχύ. Αυτό υποχρεώνει να έχουμε κι εδώ «επιχειρήματα».
[1] Résolution du Parlement européen du 2 avril 2009 sur la conscience européenne et le totalitarisme, 2.4.2009 [διαθέσιμο εδώ: http://www.europarl.europa.eu/sides/getDoc.do?pubRef=-//EP//TEXT+TA+P6-T…
[2] Μολονότι «άνισα» μεταξύ τους, ξεχωρίζω εδώ το ντοκυμανταίρ του Φώτου Λαμπρινού Τhe Great Utopia, με αφορμή τα 100 χρόνια από τη Ρωσική Επανάσταση· το προβεβλημένο βιβλίο του Νικόλα Σεβαστάκη Φαντάσματα του καιρού μας. Αριστερά, κριτική, φιλελεύθερη δημοκρατία (εκδόσεις Πόλις 2017), για το οποίο κάθε γνωστή εκδοχή Αριστεράς, από τον (σημερινό) ΣΥΡΙΖΑ μέχρι το αντιφασιστικό κίνημα, είναι ύποπτη για ολοκληρωτισμό· την επιχείρηση ταύτισης του ΣΥΡΙΖΑ, από την μεν ΝΔ με το «ολοκληρωτικό» καθεστώς Μαδούρο της Βενεζουέλας, από τα δε Νέα απευθείας με τον Στάλιν.
[3] Enzo Traverso, Il totalitarismo. Storia di un dibattito. Bruno Mondadori 2002.
[4] Για μια ανάλυση: Μichael Christofferson, Les intellectuels contre la Gauche. L’ idéologie antitotalitaire en France (1968-1981), Agone, 2004.
[5] Βλ. Μike Haynes and Jim Wolfreys (ed.), History and Revolution. Refuting Revisionism, Verso 2007 (υπό έκδοση στα ελληνικά).
[6] Βλ. σχετικά: Έντζο Τραβέρσο, Η ιστορία ως πεδίο μάχης (μτφρ.: Νίκος Κούρκουλος), Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου 2016· Enzo Traverso, Le passé: modes d’ emploi. Histoire, mémoire, politique, La Fabrique 2005.
[7] Zeev Sternhell, Ο αντι-διαφωτισμός. Από τον 18ο αιώνα ως τον Ψυχρό Πόλεμο (μτφρ.: Άννα Καρακατσούλη), Πόλις 2009.
[8] Άλμπερτ Ο. Χίρσμαν, H αντιδραστική ρητορική (μτφρ.: Κώστας Σπαθαράκης), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2017.
[9] Carlton J.H. Hayes, “The Novelty of Totalitarianism in the History of Western Civilization”, Proceedings of the American Philosophical Society, Vol. 82, No. 1, Symposiym on the Totalitarian State (Feb. 23, 1940), pp. 91-102.
[10] Χάνα Άρεντ, Οι απαρχές του ολοκληρωτισμού. Δεύτερο μέρος. Ιμπεριαλισμός (μτφρ.: Βασίλης Τομανάς), Νησίδες 2017
[11] Roger Martelli, Poyr en finir avec le totalitarisme, La ville brûle 2012
[12] Jens Petersen, “The history of the concept of totalitarianism in Italy”, στο Hans Maier (ed.), Totalitarianism and political religions, Vol. I, Routledge 2004.
[13] Enzo Traverso, Il totalitarismo, ό.π.
[14] George Steiner, Περί λόγου, τέχνης και ζωής. Κείμενα στο New Yorker, Πατάκης 2016, σ. 278.
[15] Βαρλάμ Σαλάμοφ, Ιστορίες από την Κολιμά (μτφρ.: Ελένη Μπακοπούλου), Ίνδικτος 2011.
[16] Enzo Traverso, Il totalitarismo, ό.π
[17] Για τη δράση της CIA στους κόλπους των διανοουμένων, βλ. ενδεικτικά: Jason Epstein, “The CIA and the intellectuals”, New York Review of Books, 29.4.1967
[18] Για τον κύκλο του Αρόν, στα συμφραζόμενα του γαλλικού αντι-68 και της αντίθεσης στο Κοινό Πρόγραμμα σοσιαλιστών-κομμουνιστών, αλλά και τις σχέσεις του κύκλου αυτού με το Congress for Cultural Freedom και τα περιοδικά Contrepoint, Preuves και Commentaires βλ. Guental Châton, “Taking Anti-totalitarianism Seriously: The Emergence of the Aronian Circle in the 1970s”, στο Stephen W. Sawyer & Iain Stewart, In search of the liberal moment. Democracy, Anti-totalitarianism and Intellectual Politics in France since 1950, Palgrave 2016.
[19] Samuel Moyn, “Intellectuals and Nazism”, The Oxford Handbook of Postwar European History, May 2012.
[20] Hanna Arendt, «The Ex-Communists», Εssays in Understanding 1930-1954, Knopf Doubleday Publishing Group 2011.
[21] Bλ. Ντομινίκ Λεκούρ, Ετεροδοξία ή επανάσταση; (μτφρ. Ά. Ελεφάντης), Αγώνας 1978.
[22] Για μια επισκόπηση του επιχειρήματος του Φυρέ, βλ.: Εnzo Traverso, Review Article for Arno Mayer, “The Furies”, in Historical Materialism 16, 2008, pp. 205-232.
[23] François Furet, Le passé d’ une illusion. Essai sur l’ idée communiste au XXe siècle, Editions Robert Laffont 1995· François Furet & Εrnst Nolte, Fascism and Communism, University of Nebraska Press 2001.
[24] Ernst Nolte, “Between Historical Legend and Revisionism? The Third Reich in the Perspective of 1980”, στο James Knowlton and Truett Cates (trans.), Forever in the shadow of Hitler?, Humanity Press 1993.
[25] Τσβετάν Τοντόροφ, Μνήμη του Κακού, πειρασμός του Καλού. Στοχασμοί για τον αιώνα που έφυγε (μτφρ.: Κώστας Κατσουλάρης), Βιβλιοπωλείο της Εστίας 2003.
[26] Ernst Νolte, ό.π
[27] Στο Εnzo Traverso, Le passé: modes d’ emploi, ό.π. Σε όλο το έργο του, ο Ντε Φελίτσε θα δίνει έμφαση στον «εκσυγχρονιστικό» χαρακτήρα της μουσολονικής δικτατορίας και στη συναίνεση που απολάμβανε ο Μουσολίνι ιδίως στην πολιτική για την Αιθιοπία.
[28] Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, Το τέλος του κόκκινου ανθρώπου (μτφρ.: Αλεξάνδρα Ιωαννίδου), Πατάκης 2015.
[29] Shlomo Sand, “Du ‘judéo-bolchévisme’ à ‘l’islamo-gauchisme’: une même tentative de faire diversion”, Le Nouvel Observateur, 8.6.2016.
[30] Domenico Losurdo, Il revisionismo storico. Problemi e miti, Editori Laterza 2015.
[31] Arno J. Mayer, The Furies. Violence and Terror in the French and Russian Revolutions, Princeton University Press 2000.