Διανύοντας ήδη τον ένατο χρόνο της, η παγκόσμια κρίση είναι πια καθεστώς. Αυτό δείχνουν, μεταξύ άλλων, η επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας, που στηρίχτηκε για χρόνια στη φτηνή εργασία· οι 637 αποτυχημένες παρεμβάσεις κεντρικών τραπεζών με στόχο την τόνωση της ρευστότητας μέσω ακόμα φθηνότερου δανεισμού· και, μόλις πρόσφατα, η πρόσφατη υπαγωγή της «υπεράνω υποψίας» Φινλανδίας σε μνημονιακό πρόγραμμα.
Την ίδια στιγμή, η γεωπολιτική αστάθεια στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, βασική παράμετρος της οποίας είναι η αιματηρή υπερεθνική δράση του τζιχαντισμού, μεταφέρεται στις ευρωπαϊκές μητροπόλεις. Υποχωρώντας στη Συρία, το ISIS συνεχίζει το «διμέτωπο», ως ένοπλος θρησκευτικός αντιδυτικισμός, και ταυτόχρονα, ως ενδομουσουλμανικός εμφύλιος. Ό,τι δίνει λοιπόν τον τόνο στη διεθνή συγκυρία δεν είναι οι ειρηνευτικές συνομιλίες της Γενεύης για την κατάπαυση πυρός στη Συρία ή η προσέγγιση ΗΠΑ-Ρωσίας και Ιράν απέναντι στο Ισλαμικό Κράτος, αλλά οι επιθέσεις του τελευταίου σε Βρυξέλλες και Βαγδάτη, καθώς και των πρώην υποστηρικτών του Ταλιμπάν στη Λαχόρη. Είναι, επίσης, ο αιματηρός αυταρχισμός του Ερντογάν εναντίον κούρδων και τούρκων αντικαθεστωτικών. Είναι οι εξελίξεις στο προσφυγικό, που ακυρώνουν τη Σύμβαση της Γενεύης, δοκιμάζουν τη συνοχή της Ε.Ε. και αναβαθμίζουν την Τουρκία. Είναι, σε κάθε περίπτωση, η συντηρητική μετατόπιση του πολιτικού σκηνικού σε ΗΠΑ και Ευρώπη, που δίνει περισσότερο έδαφος στην ανερχόμενη Ακροδεξιά.
Με τη θερινή συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα να αποδυναμώνει αντικειμενικά την ευρωπαϊκή Αριστερά, το αίτημα ακόμα και για «ήπια» λιτότητα δοκιμάζεται από την αμείωτη (πλην απολύτως προβλέψιμη…) επιθετικότητα των ευρωπαϊκών «θεσμών» και του ΔΝΤ, τόσο απέναντι στην αναξιόπιστη ελληνική κυβέρνηση, όσο και απέναντι στη συγκυβέρνηση Σοσιαλιστών-Αριστεράς στην Πορτογαλία. Την ίδια επιθετικότητα αντικατοπτρίζει, ωστόσο, και η απόπειρα της «σοσιαλιστικής» κυβέρνησης Ολάντ να ξηλώσει τη γαλλική εργατική νομοθεσία – προσπάθεια που για την ώρα αποτυγχάνει, χάρη στην κινητοποίηση των εργατικών συνδικάτων και της νεολαίας.
- Παγκόσμια κρίση και «συστημικές» συνταγές υπέρβασης
Μέχρι πέρσι, το συνώνυμο της παγκόσμιας κρίσης ήταν ο συνδυασμός «χαμηλή ανάπτυξη, χαμηλός πληθωρισμός και χαμηλά επιτόκια δανεισμού». Στο συνδυασμό αυτό έρχεται να προστεθεί σήμερα η μείωση της τιμής του πετρελαίου (καθώς η παραγωγή υπερκαλύπτει τη ζήτηση) και η ύφεση στις αναδυόμενες αγορές, με πρώτη την Κίνα. Oι φετινές προβλέψεις του ΟΟΣΑ για το 2016 κάνουν λόγο για ρυθμούς ανάπτυξης 2% στις ΗΠΑ (από 2,5% το 2015), 1,4% στην Ευρωζώνη (από 1,8%), 1,3% στη Γερμανία (από 1,8%) και 0,8% στην Ιαπωνία (από 1%).
Στα συμφραζόμενα αυτά, 46 κεντρικές τράπεζες (οι 15 φέτος) παρενέβησαν εφαρμόζοντας μέτρα νομισματικής χαλάρωσης (δημιουργία ηλεκτρονικού χρήματος) και μείωσης των επιτοκίων, με σκοπό να αποτραπεί η συσσώρευση κεφαλαίων στο τραπεζικό σύστημα και να ενισχυθεί η ρευστότητα για επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Η μείωση, ωστόσο, των επιτοκίων, τάση που καθοδηγεί η ΕΚΤ, εκτιμάται ότι θα δημιουργήσει υψηλό δημόσιο χρέος και πληθωρισμό, χωρίς να εγγυάται την αντιμετώπιση του «συστημικού» χαρακτήρα της κρίσης, δηλαδή την αποκατάσταση των περιθωρίων κέρδους.
Παρόλα αυτά, τα σενάρια για ανάλογες «έκτακτες» κινήσεις περιλαμβάνουν πλέον και την απευθείας πίστωση λογαριασμών («helicopter money»), που εξετάζει η ΕΚΤ. Πρόκειται για μέτρο από την «εργαλειοθήκη» του νεοφιλελευθερισμού (πρωτοδιατυπώθηκε το 1969 από τον ηγέτη της Σχολής του Σικάγο, Μίλτον Φρίντμαν), που επιδρά στα αποτελέσματα (έλλειψη ρευστότητας), όχι όμως και στις αιτίες της κρίσης.
Βαρόμετρο για την εξέλιξη της παγκόσμιας κρίσης (περισσότερο για τις ΗΠΑ και δευτερευόντως για την Ευρωζώνη) είναι η πορεία της κινεζικής οικονομίας, δεύτερης σε ισχύ διεθνώς. Η Κίνα κατέγραψε πέρσι αρνητικό ρεκόρ μεγέθυνσης 25ετίας (6,9%), βλέποντας επιπλέον το συνολικό δανεισμό (ιδιωτικό και δημόσιο χρέος) στο 250% του ΑΕΠ. Το 2014 οι ρυθμοί αύξησης των μισθών ήταν οι χαμηλότεροι από το 2000, ενώ φέτος η ανεργία ανεβαίνει κοντά στο 5%. Τον περασμένο Ιανουάριο, εξαγωγές και εισαγωγές μειώθηκαν σε διψήφια ποσοστά, ενώ το κινεζικό οικονομικό επιτελείο επιδιώκει τη στροφή από τις εξαγωγές στην ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης, που θεωρείται ότι θα μειώσει δραματικά τις εξαγωγές χωρών όπως η Αυστραλία, ο Καναδάς, η Βραζιλία και η Ρωσία, καθώς η ζήτηση από την Κίνα για πρώτες ύλες μειώνεται. Την ίδια στιγμή, το «σκιώδες» τραπεζικό σύστημα της χώρας, που χρηματοδοτεί την κατασκευή οδικών δικτύων και σιδηροδρόμων, θεωρείται ότι μπορεί να «σκάσει» οποτεδήποτε.
Σε κάθε περίπτωση, κεντρική παράμετρος της διαχείρισης της κρίσης παραμένει η καθήλωση των μισθών, που ακόμα και «συστημικοί» οικονομολόγοι συνδέουν με την απαξίωση των κομμάτων του «Κέντρου» και την άνοδο της Ακροδεξιάς. Σε ό,τι αφορά τις ΗΠΑ, την περίοδο 1973-2014, μόνο το 15% από την αύξηση της παραγωγικότητας κατευθύνθηκε στην ενίσχυση των μισθών. Η συνθήκη αυτή –σημειωτέον, παρά τη χαμηλή ανεργία (4.9%)–, επέδρασε, μεταξύ άλλων, στη συρρίκνωση των μεσαίων στρωμάτων, που σήμερα εκπροσωπούν το 49,9% του πληθυσμού, έναντι 61% το 1971. Η καθήλωση αυτή δεν «έφερε» επενδύσεις»· αντίθετα, αυτές παρέμειναν 20% χαμηλότερα από τις τάσεις προ κρίσης. Απουσία μιας πειστικής υπόσχεσης για ανάπτυξη, ο κοινωνικός δαρβινισμός («να διώξουμε τους περιττούς»), ο προνοιακός σωβινισμός («έξω οι ξένοι από τις κοινωνικές παροχές») και το αίτημα για κράτος ασφάλειας γίνονται σήμα κατατεθέν μιας νεοφιλελεύθερης ακροδεξιάς που διεκδικεί επιρροή σε εργατικά και κατώτερα μεσαία στρώματα.
Αντί να αποξενώνουν την αμερικανική κοινωνία, οι «προτάσεις» του Τραμπ να απελαθούν από τη χώρα όλοι οι μετανάστες χωρίς άδεια παραμονής και να υψωθεί τείχος στα σύνορα με το Μεξικό («σχέδιο» που οι εσωκομματικοί αντίπαλοί του απέρριψαν απλώς ως δαπανηρό και ανεδαφικό…) βρίσκουν ευήκοα ώτα, ιδίως όσο ο ίδιος αυτοπροβάλλεται ως «αντικομφορμιστής», με περιουσία που τον καθιστά «ανεξάρτητο» από χορηγίες δωρητών. Κι αυτό, ενώ στον αντίποδα, την καμπάνια της Χίλαρι Κλίντον στηρίζουν εταιρείες-κολοσσοί (JPMorgan Chase, Goldman Sachs, CitiGroup και Morgan Stanley), ενώ από τη θητεία της ίδιας ως υπουργού επωφελήθηκαν μεγαθήρια όπως η General Electric, η Exxon Mobil, η Microsoft και η Boeing.
Για την αμερικανική Δεξιά, η συνταγή Τραμπ (αντιφορολογία, κράτος ασφάλειας, αντιπολιτική, ισλαμοφοβία, φιλοσιωνισμός) είναι ένας δρόμος φυγής προς τα μπρος, για την ανάκτηση της παγκόσμιας ηγεμονίας των ΗΠΑ, τόσο μπροστά στη συνεχιζόμενη ύφεση, όσο και την επαύριο διαδοχικών αποτυχιών στον 15ετή «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας».
- Εμπόλεμη Ευρώπη
Τόσο στις ΗΠΑ του Τραμπ, όσο και κυρίως στην Ευρώπη, η σκλήρυνση της μεταναστευτικής-προσφυγικής πολιτικής και η στρατιωτικοποίηση της «ασφάλειας» αποδεικνύονται αυτά που «ενώνουν»: το προσφορότερο έδαφος επί του οποίου, οι μεν εθνικές κυβερνήσεις διεκδικούν τη νομιμοποίηση που έχασαν μέσα στην κρίση, η δε Ευρωπαϊκή Ένωση την αποκατάσταση της συνοχής της μπροστά σε φυγόκεντρες τάσεις που πληθαίνουν.
Η εμμονή στην εξόφθαλμα αποτυχημένη «αντιτρομοκρατική» πολιτική –είτε με όρους «υπεράσπισης των χριστιανικών αξιών» (παραδοσιακή Δεξιά και Ακροδεξιά), είτε με όρους πολέμου για τις «φιλελεύθερες αξίες της Δύσης» (Κεντροαριστερά)–, και βεβαίως το σφράγισμα των συνόρων (σενάρια για το τέλος της Ζώνης Σένγκεν), δεν είναι χωρίς νόημα για τον αστισμό στην Ευρώπη. Η ανάληψη από το στρατό καθηκόντων της αστυνομίας και οι υπερεξουσίες στους κατασταλτικούς μηχανισμούς δεν απέτρεψαν μεν τη σφαγή στο Παρίσι και τις Βρυξέλλες μετά το Charlie Hebdo, αποκατέστησαν όμως βραχυπρόθεσμα το αίσθημα ασφάλειας στην αγορά μετά το σοκ, «καταπραΰνοντας» επιπλέον την Ακροδεξιά – αν και μόνο πρόσκαιρα. Η επίκληση του «ισλαμικού κινδύνου» ενοποιεί έναν δυτικό κόσμο κατακερματισμένο όσο ποτέ μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δίνοντάς του επιπλέον το πρόσχημα για να ξεμπερδεύει με τη διεθνή προστασία των προσφύγων και τις δαπάνες για την υποστήριξή της: Αφενός, εξωθώντας στα όρια μια πολιτική εξωτερίκευσης των συνόρων της Ε.Ε., που ακολουθείται πάνω από μια δεκαετία· αφετέρου, καταστέλλοντας προληπτικά κάθε αίτημα για την αναγκαία αναδιανομή πόρων που θα στήριζε μια πολιτική υποδοχής και εγκατάστασης. Ως προς αυτή την τελευταία, είναι ενδεικτική η κυνική υπονόμευση ακόμα και του μηδαμινού, σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες, προγράμματος μετεγκετάστασης, το οποίο συμφωνήθηκε το φθινόπωρο σε επίπεδο Ε.Ε. για να ακυρωθεί στην πράξη δύο μήνες μετά.
Η Συμφωνία Ε.Ε.-Τουρκίας για το προσφυγικό ολοκληρώνει σήμερα «ιδεωδώς» τις τάσεις αυτές. Αίροντας τις όποιες αποχρώσεις στη στάση των κρατών-μελών, και ιδίως της Γερμανίας –μετά και την ενίσχυση της νεοφιλελεύθερης-ακροδεξιάς «Εναλλακτικής» στις κρατιδιακές εκλογές, που περιορίζει τις κινήσεις της Μέρκελ εντός του κυβερνητικού συνασπισμού–, η συμφωνία επιβεβαιώνει πως οι ευρωπαϊκές ελίτ πολιτεύονται με το βλέμμα στον ανερχόμενο δεξιό εξτρεμισμό – μόνο που αντί να τον οριοθετούν, τον επιβεβαιώνουν. Ακόμα και η Διεθνής Αμνηστία σημειώνει ότι η προβλεπόμενη ανταλλαγή προσφύγων με πρόσφυγες «είναι αποκρουστική», ότι παραβιάζει το διεθνές δίκαιο (καθώς δεν διασφαλίζει την εξατομικευμένη κρίση για τα αιτήματα ασύλου) και ότι η Τουρκία δεν είναι καν πλήρες μέλος της Σύμβασης της Γενεύης, ενώ οι μη-Ευρωπαίοι πρόσφυγες δεν απολαμβάνουν εκεί προστασία αντίστοιχη με αυτή των Σύρων. Παρά την εύλογη κριτική, ωστόσο, η ετερόκλητη ευρω-συμμαχία σοσιαλδημοκρατών, νεοφιλελεύθερων και ακροδεξιών επισημοποιεί με τον πλέον απεχθή τρόπο τη σύμπτωσή της σε μια ατζέντα κοινωνικού δαρβινισμού και κράτους ασφάλειας, ακυρώνοντας έτσι ό,τι απέμεινε από το αντιφασιστικό «κοινωνικό συμβόλαιο» του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Στις τάσεις που προαναφέρθηκαν, ειδικό κεφάλαιο αποτελεί η στάση της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας, την οποία κυβερνητικοί κύκλοι στην Ελλάδα θεωρούν προνομιακό σύμμαχο στη μάχη κατά της λιτότητας και της ανόδου της Ακροδεξιάς. Με τον αυστριακό καγκελάριο Φάιμαν να διαψεύδει τις εκτιμήσεις ότι «Ελλάδα, Αυστρία, Γερμανία και Σουηδία βρίσκονται στην ίδια βάρκα στο προσφυγικό» (συντασσόμενος με την ακροδεξιά «Συμμαχία του Βίσενγκραντ»…), το Ζίγκμαρ Γκάμπριελ του γερμανικού SPD να πιέζει τη Μέρκελ προς την κατεύθυνση της μείωσης των ροών και της απόρριψης αιτήσεων ασύλου από χώρες εκτός Συρίας, Ιράκ και Αφγανιστάν, τη δε Γαλλία του Ολάντ να αντιμετωπίζει τη Λεπέν με τη συνταγή της (κράτος έκτακτης ανάγκης, συνοριακοί έλεγχοι, συμβολή στην ακύρωση του προγράμματος μετεγκατάστασης), η ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία απέχει μακράν από τις αισιόδοξες αυτές περιγραφές. Το ίδιο συμβαίνει, βεβαίως, και στο μέτωπο της λιτότητας. Παρά τη δέσμευση των ευρωπαίων Σοσιαλιστών να καταπολεμήσουν τη γερμανική επιθετικότητα, οι επιδόσεις τους στο εσωτερικό των χωρών τους κάθε άλλο παρά ανήκουν σε διαφορετικό παράδειγμα. Πέρα από τους νεοφιλελεύθερους πειραματισμούς του Ολάντ με την εργατική νομοθεσία, ενδεικτικό είναι ότι στην Ιταλία του Ρέντσι, περίπου 1,7 εκατ. εργαζόμενοι έλαβαν πέρσι κάποιου είδους αμοιβή σε κουπόνια· με τις «καινοτομίες» αυτές, οι εργαζόμενοι που δεν έχουν υπογράψει σύμβαση, δεν δικαιούνται άδεια ασθενείας ή διακοπών, ούτε μπορούν να θεμελιώσουν δικαίωμα για επίδομα ανεργίας μετά την απόλυση, γίνονται δηλαδή οι εργαζόμενοι που κάθε αφεντικό ονειρεύεται.
Εξαίρεση, για την ώρα, αποτελεί η κυβέρνηση Σοσιαλιστών-Αριστεράς στην Πορτογαλία, αυξάνοντας μέσα σε λίγους μήνες τον κατώτατο μισθό, μειώνοντας τις αυξήσεις φόρων του μνημονίου και επαναφέροντας τέσσερις καταργημένες δημόσιες αργίες. Αυτός είναι και ο λόγος που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εντείνει τις πιέσεις για μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, λειτουργώντας για πολλοστή φορά όχι ως «θεσμός», αλλά ως παρεμβατική ταξική εξουσία, με σκοπό τη θωράκιση της «νομιμότητας». Η παγίωση, ωστόσο, αυτής της νεοφιλελεύθερης «τάξης» είναι η συνθήκη που σήμερα φέρνει πέντε ανοιχτά ακροδεξιά κόμματα στην κυβέρνηση (Ουγγαρία, Πολωνία, Φινλανδία, Νορβηγία, Ελβετία), άλλα τέσσερα να προηγούνται στην πρόθεση ψήφου ή να έχουν επικρατήσει σε εκλογές «δεύτερης τάξης» (Γαλλία, Ολλανδία, Αυστρία, Βρετανία), και αρκετά ακόμα να βρίσκονται αισίως στη δεύτερη ή την τρίτη θέση (Δανία, Γερμανία, Ιταλία, Ελλάδα, Σουηδία).
- Η δεύτερη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στην τελική ευθεία
Στη ρευστή διεθνή συγκυρία, και όντας πια στην έβδομη χρονιά μνημονιακής διαχείρισης της κρίσης στην Ελλάδα, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δείχνει να βρίσκεται στη δύση του βίου της – όχι όμως και στον «επιθανάτιο ρόγχο».
Την πρώτη εκτίμηση επιβεβαιώνουν, σωρευτικά, η εγκατάλειψη του (ετερόκλητου) κοινωνικού μπλοκ του δημοψηφίσματος και η αποδοχή της μνημονιακής λιτότητας ως αναπόδραστης, συνθήκη που μετατοπίζει προς τα δεξιά ολόκληρο το πολιτικό σκηνικό· η διάψευση, επιπλέον, όλων των κυβερνητικών εξαγγελιών του Σεπτεμβρίου («η Ευρώπη αλλάζει», «η ανάπτυξη έρχεται», «η διαπραγμάτευση για το χρέος πλησιάζει», «παράλληλο πρόγραμμα», «Μνημόνιο με δικαιώματα» κλπ)· η προφανής αδυναμία να κινητοποιηθούν δυνάμεις υπέρ της κυβερνητικής πολιτικής, και συμμετρικά, η αναζήτηση στηριγμάτων στο πολιτικό σύστημα (προς την Ένωση Κέντρου, το Ποτάμι και το ΠΑΣΟΚ), που στηρίζεται από τους ευρωπαίους Σοσιαλιστές· οι συνδυαζόμενες πιέσεις (από τους δανειστές, την παλιά φρουρά της εγχώριας «διαπλοκής» και πρώην εξασφαλισμένα μεσαία στρώματα), αλλά και από τις αγροτικές κινητοποιήσεις και τις απεργίες για το ασφαλιστικό. Τέλος, σημάδι φθοράς, αλλά και απόρροια της αναβάθμισης του ρόλου του στρατού και του Π. Καμμένου στο προσφυγικό, είναι και οι εσωτερικές τριβές (ΑΝΕΛ Εναντίον Μουζάλα, Τόσκα και Φίλη).
Η αντίστροφη μέτρηση δεν σημαίνει ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ θα «πέσει» από στιγμή σε στιγμή. Για το αντίθετο, μάλιστα, συνηγορούν πολλαπλοί παράγοντες, πέρα από την πρόσφατη προσέγγιση με το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα: Η στήριξη του «χρήσιμου Τσίπρα» από τους Σόιμπλε και Σαπέν και η επιδίωξη του «διεθνούς παράγοντα» να εξασφαλιστεί η πολιτική σταθερότητα προκειμένου να εφαρμοστεί η Συμφωνία Ε.Ε.-Τουρκίας στο προσφυγικό· η τακτική του «ώριμου φρούτου» που ακολουθεί η νέα ηγεσία της ΝΔ, αποφεύγοντας επιθετικές κινήσεις που να στηρίζουν το αίτημα για εκλογές, και εμμένοντας αντίθετα στη «διαχειριστική ανεπάρκεια» της κυβέρνησης (ομολογώντας, έτσι, τις συμπτώσεις στο περιεχόμενο της πολιτικής)· η συμμετοχή ή η ανοχή μέρους της καραμανλικής ΝΔ στο «σύστημα» ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ (Παυλόπουλος, Παπαγγελόπουλος, μίνι «ανταρσία» στην ψηφοφορία για τα ΜΜΕ)· και βεβαίως, το γεγονός ότι τα κοινωνικά στηρίγματα της κυβέρνησης εξακολουθούν να την ανέχονται ως το «μη χείρον». Στα συμφραζόμενα αυτά, η φθορά της κυβέρνησης ενισχύει τη ΝΔ, χωρίς οι απώλειες να εξισορροπούνται από (κεντρο)αριστερά αντίβαρα, ούτε όμως και να κεφαλαιοποιούνται από τη Λαϊκή Ενότητα ή την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Πόσο θα αρκέσουν αυτές οι «ανάσες» δεν είναι για την ώρα προβλέψιμο. Αφενός γιατί η εφαρμοσιμότητα της Συμφωνίας Ε.Ε.-Τουρκίας στο προσφυγικό δεν είναι εγγυημένη, αφετέρου γιατί, στο μέτωπο της οικονομίας, η όποια διεθνής στήριξη για την αντιμετώπιση του προσφυγικού δεν συνεπάγεται μείωση των δημοσιονομικών στόχων του Μνημονίου (πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,5% του ΑΕΠ το 2018 και για χρόνια). Ακόμα δε κι αν αποδειχτεί εφικτός ένας πρόσκαιρος συμβιβασμός με το κουαρτέτο στο ζήτημα των συντάξεων, με τη λήψη «ισοδύναμων» μέτρων μακροπρόθεσμης απόδοσης, το δόγμα «δεν ανοίγει θέμα χρέους πριν από το 2025», που πρόσφατα επιβεβαίωσε ο υπουργός Ανάπτυξης, παραμένει ακλόνητο. Την ίδια στιγμή, οι πρωθυπουργικές εξαγγελίες για μετατροπή της Ελλάδας σε διεθνές πρότυπο ανάπτυξης δεν επιβεβαιώνονται από την πραγματικότητα. Κατά την περίοδο της κρίσης στην Ελλάδα, και ελλείψει δημοσίων επενδύσεων, οι επενδύσεις σε υποδομές έπεσαν από το 3,7% του ΑΕΠ το 2006 στο 1,1% το 2015, ενώ μόνο φέτος, τα «λουκέτα» στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις αυξήθηκαν κατά 78%, συνθήκη που σημαίνει περαιτέρω συγκεντροποίηση κεφαλαίου προς τις κορυφές. Με τη λιτότητα να συνεχίζεται, η όποια υπόσχεση ανάπτυξης περιορίζεται στις ιδιωτικοποιήσεις – με την πώληση του ΟΛΠ, της ΤΡΑΙΝΟΣΕ και του Θριασίου Εμπορευματικού Κέντρου να συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον της κινεζικής COSCO.
Στα συμφραζόμενα αυτά, η συστημική προσαρμογή της κυβέρνησης ολοκληρώνεται αυτές τις μέρες στο προσφυγικό, με την αναγόρευση της αντιπροσφυγικής Συμφωνίας Ε.Ε.-Τουρκίας σε διπλωματική επιτυχία, υπό το δίλημμα «Συμφωνία ή πολλές Ειδομένες», ενώ πρόκειται για όνειδος εφάμιλλο του τρίτου Μνημονίου. Η εξέλιξη αυτή, που συναντά ισχνές αντιδράσεις από το εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος, ήταν προδιαγεγραμμένη από το φθινόπωρο. Στη δεύτερη θητεία της, και στην καλύτερη περίπτωση, η κυβέρνηση ανέλαβε ευθύνες για την υποδοχή προσφύγων προσβλέποντας (μάταια) σε κάποια ελάφρυνση του χρέους. Στη χειρότερη, η ίδια προσαρμόστηκε σε όλες τις εκδοχές της ευρωπαϊκής αντιπροσφυγικής πολιτικής: αποδέχτηκε τη στρατιωτικοποίηση (φράχτες, Frontex, NATO), πλειοδότησε στο «να τους πάρει η Τουρκία», και τελικά ξανάνοιξε τα στρατόπεδα, εκτελώντας πλέον μαζικές επαναπροωθήσεις «παράτυπων». Σε μια διαρκή προσπάθεια ισορροπίας μεταξύ χωροφύλακα και αστυφύλακα, στο κυβερνητικό επιτελείο πρυτάνευσε η εκτίμηση ότι ένας εθνικός σχεδιασμός μέσης και μακράς διάρκειας θα αδυνάτιζε τη διαπραγματευτική θέση της χώρας απέναντι στην Ε.Ε., αν δεν αποτελούσε «σινιάλο» στους διακινητές. Προτιμήθηκε, λοιπόν, η εσκεμμένη ανικανότητα του κρατικού μηχανισμού, η παράκαμψη της κοινοβουλευτικής διαδικασίας για την εμπλοκή του ΝΑΤΟ και την υιοθέτηση της Συμφωνίας (και η επικύρωση αυτής της πολιτικής στο Συμβούλιο Αρχηγών), η ανάθεση των ροών σε ΜΚΟ και αλληλέγγυους και η εξάντληση της διαπραγματευτικής «δεινότητας» της χώρας στην προστασία της εθνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο. Οι θετικές πρωτοβουλίες που αναλήφθηκαν στο μεταξύ (σχεδιασμός για τα προσφυγόπουλα στα σχολεία, κινητοποίηση του υγειονομικού μηχανισμού, δελτίο ειδήσεων στα αραβικά, διατίμηση προϊόντων, ενίσχυση πρωτοβουλιών έμπρακτης αλληλεγγύης) δεν αναιρούν το γεγονός ότι μια κυβέρνηση με αναφορά στην Αριστερά υλοποιεί μια συμφωνία που «τελειώνει» το προσφυγικό άσυλο στην Ευρώπη, εξ’ ου και διεθνείς ΜΚΟ τη χαρακτηρίζουν απάνθρωπη και αποτροπιαστική.
- Η Δικτύωση: μια απόπειρα συμβολής στην αντεπίθεση των κινημάτων και της Αριστεράς
Για μια παραδοσιακή αριστερή συλλογιστική, η αλλαγή παραδείγματος της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, τα μετεκλογικά αδιέξοδά της και η διαφαινόμενη εξάντληση του πολιτικού κεφαλαίου του ΣΥΡΙΖΑ μετά τη συστημική προσαρμογή, είναι μια ευκαιρία για τη ριζοσπαστική Αριστερά που διαχώρισε τη θέση της: μια ευκαιρία να καλύψει αυτή το χώρο από τη μετακίνηση Τσίπρα προς το Κέντρο, αναλαμβάνοντας την εκπροσώπηση των στρωμάτων που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί πλέον να εκπροσωπεί αυθεντικά. Στην εκτίμηση αυτή συνηγορεί και η δημιουργία, στα δεξιά της ΝΔ, ενός αυταρχικού «λαϊκιστικού» μορφώματος από τους Καρατζαφέρη-Μπαλτάκο – συνθήκη που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί από έναν «κινηματισμό» χωρίς πολιτικό διά ταύτα.
Η συλλογιστική αυτή έχει προφανείς δόσεις αλήθειας – έχει όμως και συγκεκριμένα όρια. Η αντιπαράθεση όλων των σχηματισμών της Αριστεράς, από κοινού, με τη μνημονιακή και την αντιπροσφυγική πολιτική της κυβέρνησης είναι υπαρξιακής σημασίας, εξ’ ου και οι στρατηγικές διαφορές δεν αναιρούν ούτε την ανάγκη, ούτε τις δυνατότητες της ενιαιομετωπικής δράσης. Επιπλέον, ακόμα και από στρατηγική σκοπιά, η διάλυση της Ευρωζώνης (με όρους αντικαπιταλιστικής αποδέσμευσης και όχι επιστροφής των εθνικών κρατών στις ισορροπίες τρόμου της περιόδου πριν τον Α’ Παγκόσμιο…), ή η έξοδος μιας χώρας όπως η Ελλάδα από αυτήν, πολύ δε περισσότερο ο κοινωνικός μετασχηματισμός ως σχέδιο που υλοποιείται από σήμερα, δεν μπορεί παρά να είναι υπόθεση αντικαπιταλιστικών κινημάτων και αντινεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων. Όμως, η εμπειρία της περιόδου 2012-2015 από τη μια, και η διαρκής ιμπεριαλιστική επιθετικότητα, από την άλλη, μας έχουν πει πολλά για τα όρια που έχει, ιδίως στη συγκυρία της κρίσης, ένας αντιμνημονιακός κυβερνητισμός, αν αυτός δεν οικοδομεί παραδείγματα και υποκείμενα κοινωνικής αντεξουσίας – αν δηλαδή η ρήξη είναι περισσότερο προπαγάνδα, παρά οργανωμένο σχέδιο, με βιώσιμη προοπτική, χάρη στην εμπλοκή των πολλών.
Ο λόγος που το φιάσκο του ΣΥΡΙΖΑ δεν ενισχύει σήμερα τη ριζοσπαστική Αριστερά είναι ότι αυτή τα πηγαίνει καλύτερα στην αποδόμηση των κυβερνώντων, με όλους τους σοβαρούς λόγους που υπάρχουν γι’ αυτήν, παρά στην οικοδόμηση της εναλλακτικής στην κυβερνητική-μνημονιακή πολιτική. Κι αυτό, τη στιγμή που η πρωτοφανής εμπλοκή εκατομμυρίων ανθρώπων στην έμπρακτη αλληλεγγύη στο προσφυγικό, δείχνει ότι ο κοινωνικός ριζοσπαστισμός και η διαθεσιμότητα της προηγούμενης περιόδου δεν έχουν εξατμιστεί: ότι υπάρχουν ευρύτατα τμήματα της κοινωνίας που θέλουν τα πράγματα «αλλιώς».
Χωρίς λοιπόν να αδιαφορούμε για την κρίση εκπροσώπησης, και δη στο όνομα ενός κινηματισμού «άνευ ετέρου», ως Δικτύωση θεωρούμε κρίσιμο για τη ριζοσπαστική Αριστερά να αλλάξει τη σειρά των προτεραιοτήτων της, ρίχνοντας περισσότερο βάρος, όχι πια στην υπόθεση του «πολιτικού πλαισίου» και στα «αιτήματα», αλλά στην υπόθεση της εναλλακτικής. Με τη σκέψη αυτή συμμετείχαμε στην Πρωτοβουλία Αλληλεγγύης στους Οικονομικούς και Πολιτικούς Πρόσφυγες, στην Αθήνα, και σε ανάλογες πρωτοβουλίες στη Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις. Με την ίδια σκέψη, στο επόμενο διάστημα συγκροτούμε θεματικές ομάδες για την εμβάθυνση των προγραμματικών επεξεργασιών της κίνησης, προκειμένου η Δικτύωση να συμβάλει στη δημιουργία ενός Φόρουμ για την Εναλλακτική, με τη συμμετοχή συλλογικοτήτων από όλο το φάσμα του ανταγωνιστικού κινήματος. Για το λόγο αυτό, θα συστηματοποιήσουμε το διάλογο με άλλες δυνάμεις της Αριστεράς στην Ελλάδα. Και με τις ίδιες σκέψεις, τέλος, θα προσπαθήσουμε να βρούμε δρόμους συντονισμού με τα κινήματα στην Ευρώπη, την Τουρκία και τη Μέση Ανατολή.
Τη στιγμή που η Ευρώπη «σκοτεινιάζει» και η Μέση Ανατολή ακόμα φλέγεται, ο δρόμος της Αριστεράς δεν είναι ούτε η εθνική αναδίπλωση, ούτε ο κοσμοπολίτικος ευρωκεντρισμός. Είναι η συγκρότηση μιας Νέας Αριστεράς, που περνά από την αντιπαράθεση, πρώτα και κύρια, με το «δικό μας» κράτος, το «δικό μας» κεφάλαιο και τη «δική μας» Ευρώπη. Είναι, ιδίως σήμερα, η αλληλεγγύη με τους πρόσφυγες, έξω από τους κυβερνητικούς τακτικισμούς και απέναντι στη Συμφωνία Ε.Ε.-Τουρκίας, χωρίς όρους και προϋποθέσεις. Αλλά και η κοινή δράση με όσες και όσους υφίστανται τα επίχειρα της αντιτρομοκρατικής σταυροφορίας της καπιταλιστικής Δύσης και των περιφερειακών συμμάχων της, αρχής γενομένης από τους τούρκους αντικαθεστωτικούς και την κουρδική αντίσταση στη Ροτζάβα.
Το κείμενο αποτελεί απόφαση του Πανελλαδικού Συντονιστικού της Δικτύωσης για τη Ριζοσπαστική Αριστερά-Ζωή Μετά (Λάρισα, 2.4.2016).
* Φωτο: καθιστική διαμαρτυρία στην πλατεία Καπιτωλίου της Τουλούζ, μια από τις πολλές σε ολόκληρη τη χώρα, ενάντια στη «μεταρρύθμιση» της εργατικής νομοθεσίας από την κυβέρνηση Ολάντ (από τη Libération)