Χρειαζόμαστε έναν κόσμο χωρίς Μάκηδες, δηλαδή έναν κόσμο χωρίς αφεντικά που χρειάζονται τον Μάκη για να κάνουν αυτά τη δουλειά τους με σοβαρότητα, γιατί αν δεν υπάρχει τσίρκο δεν υπάρχουν ούτε κλόουν ούτε ελέφαντες.
Ο Μάκης Ψωμιάδης, που πέθανε σήμερα, είχε υπάρξει διάφορα πράγματα στη ζωή του.
Βασανιστής επί χούντας, διακεκριμένος κυρίως κατά τις ημέρες του Πολυτεχνείου, όταν εμφανίστηκε στην ΕΑΤ/ ΕΣΑ ντυμένος παπάς και έβγαζε τα νύχια των συλληφθέντων. Μπράβος επί δημοκρατίας, ανέβηκε με σταθερά βήματα την ιεραρχία της νύχτας αναλαμβάνοντας δουλειές εξεζητημένης βαρβαρότητας, που δυσκολεύονταν να φέρουν σε πέρας άνθρωποι με στοιχειώδη λογική και ευαισθησία. Ως ανταμοιβή απέκτησε βαριά – βαριά τις δικές του δουλειές: αρχικά ως μπροστινός για το ξέπλυμα χρημάτων αξιοσέβαστων επιχειρηματιών, με τον καιρό δικές του -η σχεδόν δικές του- σχετιζόμενες με το λαθρεμπόριο ή το γενικότερο ξέπλυμα. Έφτασε να γίνει και παράγοντας (όχι ισχυρός, αλλά παράγοντας) στον πιο αγνό και καθαρό χώρο στην Ελλάδα, αυτόν του επαγγελματικού αθλητισμού.
Στο ενεργητικό του περιλαμβάνεται μια σειρά από εκτελεσμένα συμβόλαια, στο πλαίσιο των οποίων συναντά κανείς ιστορίες για απαγωγές παιδιών, βιασμούς και μια θρυλική φήμη ότι κάποτε είπε σε έναν συνεταίρο του στον Καναδά ότι του στέλνει τα χρωστούμενα διαμάντια με πλοίο σε μια κάσα, στην οποία βρισκόταν στην πραγματικότητα ο αδερφός του παραλήπτη.
Συνέβη να τον γνωρίσω το 2008 ή το 2009 και μάλιστα προκειμένου να του ζητήσω χρήματα που χρωστούσε σε εργαζόμενη. Αυτό θα αρκούσε για να παριστάνω τον μάγκα μέχρι το τέλος της ζωής μου, αλλά η αλήθεια είναι ότι όταν ξεκινούσα να συνοδεύσω τη φίλη ενός φίλου στο αφεντικό της δεν είχα ιδέα που πήγαινα και όταν συνειδητοποίησα που είχα πάει με δυσκολία κρατήθηκα να μην τα κάνω επάνω μου. Ήταν ένας πελώριος τύπος, δεν μπορώ να βρω άλλη λέξη για να τον περιγράψω, και στο μαγαζί του που πουλούσε ρολόγια – μαϊμούδες κυκλοφορούσαν κι άλλοι τύποι, ελάχιστα λιγότερο πελώριοι από αυτόν -η μοναδική που ήταν περίπου στο ύψος μου ήταν η κόρη του (και δεν είμαι ακριβώς μικροκαμωμένος). Κρατούσε πράγματι ένα κομπολόι περίπου ένα μέτρο και ένα πούρο άλλο μισό και υποδέχτηκε την εργαζόμενη όλα χαρά: «Κουκλάρα μου, κοριτσάρα μου, τι φοβερός μπέμπης είναι αυτός που έχεις (σσ: εννοούσε το βρέφος τριών μηνών που κουβαλούσε μαζί της, όχι εμένα), θα σου δώσω 2 χιλιάρικα να του πάρεις το σταυρό της βάφτισής του από το θείο τον Μάκη». Θεώρησα ότι έπρεπε να πάρει τα χρήματα και να αρχίσουμε να τρέχουμε μέχρι να περάσουμε τα σύνορα, αλλά η κοπέλα ήταν μια περίεργη Αυστριακή και απάντησε «Οχι κύριε Μάκη, μου χρωστάτε 7.536,12» -μιλάμε για παρανοϊκή. Εκεί άρχισαν τα «τι είπες μωρή καριόλα, εδώ θα σε φυτέψω μαζί με το μπάσταρδο» -«κύριε Ψωμιάδη ας μην το οξύνουμε, εσείς είστε σημαντικός επιχειρηματίας» ψέλιζα εγώ, «ρε θα το σφάξω το πουτανάκι, πάρτην από εδώ και πες της να μην ξαναπλησιάσει», «η Καβάλα θα ανέβει κύριε Μάκη μου πολύ καλή ομάδα»,«δόξα τω θεό, ευχαριστημένοι είμαστε, αν θέλει ο Κύριος θα παίζουμε Α’ Εθνική του χρόνου, έχουμε μοχθήσει», τέτοια. Παρέμεινε μέχρι τέλος συγκαταβατικός και ευγενικός μαζί μου και ελεεινά τραμπούκος με την κοπέλα, κι όπως μου εξήγησε αργότερα συνάδελφος δημοσιογράφος που ασχολιόταν με τη νύχτα, στο μυαλό του δε μπορούσα να είμαι τίποτα άλλο παρά μπράβος που τον είχε προσλάβει και ως εκ τούτου με σεβόταν σαν έναν μηδαμινό μεν αλλά τίμιο συνάδελφο -θα με έσφαζε μόνο αν υπήρχε πραγματική ανάγκη.
Εριξα ένα μικρό καβγά με την κοπέλα φεύγοντας, λέγοντάς της ότι έπρεπε να με είχε προειδοποιήσει πού πάμε, αυτή περιφρονητικά μου είπε ότι της είχαν πει ότι θα βοηθήσω να τα πάρουμε τα λεφτά αλλά δεν έκανα τίποτα -κοίτα την αχάριστη, λέω, δεν κοιτάει που φεύγει μαζί με το παιδί της- και τελικά έμαθα ότι συνέχισε με εφορίες και λογιστές και τα πήρε μέχρι δραχμής -είναι τρελοί αυτοί οι Αυστριακοί (όλοι, δεν έχω γνωρίσει ποτέ κανονικό), αλλά μπράβο της της μαγκίτισας.
Με αυτά και με αυτά, ο Μάκης πέρασε στη σφαίρα του θρύλου, έγινε ένας καλτ ήρωας, ένας θεός της γραφικότητας, οι δηλώσεις του σε ασυνάρτητα ελληνικά κυκλοφορούσαν στο διαδίκτυο και εμένα με ενοχλούσαν -λίγο μόνο- όλα αυτά, γιατί σκεφτόμουν ότι αυτοί που είχαν ανθρώπους δολοφονημένους ή σακατεμένους δε θα γελούσαν πολύ με το αστείο κι έλεγα και στον φίλο μου τον Dimosthenis, που είναι πιο σινεφίλ από εμένα, ότι δε μπορώ να συμμεριστώ την τόση αγάπη του για τους Νονούς του Κόπολα, γιατί όλο αυτό ενέχει μια σχετικοποίηση της βαρβαρότητας και μια συγχώρεση που δεν της αρμόζει -παπάρια μια χαρά είναι οι Νονοί, ειδικά ο δεύτερος.
Σκέφτομαι ωστόσο ότι αυτή η μετατόπιση της βαρβαρότητας στη σφαίρα του γραφικού και του θρύλου, σχετικοποιεί κάτι άλλο: αυτούς που την έχουν ανάγκη. Ο Μάκης Ψωμιάδης δεν επιβλήθηκε ποτέ πραγματικά με τη βία. Ο Μάκης Ψωμιάδης ήρθε και κάθησε στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας γιατί κάποιος έπρεπε να κάνει τις δουλειές που δεν ήταν ούτε πρέπον ούτε εύκολο να κάνουν κάποιοι άλλοι. Ο Μάκης Ψωμιάδης μοίραζε ντόπες και γελάγαμε («-Κύριε Μάκη τελείωσε το φάρμακο -Περίμενε να έρθει μια παρτίδα που έχω για τα άλογα»), αλλά ντόπα στη ντόπα, τα πήραμε τα μετάλλια και έβγαινε ο κόσμος και πανηγύριζε κι ο Σημίτης μίλαγε για την ισχυρή Ελλάδα και κούναγε τα ευρώ κι η μετοχή του Πετζετάκη έπεφτε και μετά ανέβαινε και μετά έπεφτε κι ο κόσμος αγόραζε και το Κεφάλαιο αναπτυσσόταν και πήγαινε στα Βαλκάνια κι από εκεί έφερνε Βουλγάρες, να τις βάζουν στα μαγαζιά τους οι Μάκηδες να χορεύουν, αλλά στο μεταξύ ήρθε η κρίση και ποιος έχει να πάει στις Βουλγάρες γαμώτο, γιατί ο καπιταλισμός είναι κύκλος που δεν κλείνει κι όλα δένουν γλυκά γαμώτο -γιατί ο καπιταλισμός δεν μπορεί να είναι ο Μάκης, αλλά δε μπορεί και χωρίς το Μάκη, χρειάζεται το Μάκη για να μπορεί ο Τάκης να είναι σοβαρός επιχειρηματίας και προοδευτικός και φιλάνθρωπος και να ανεβάζει τις τιμές του πετρελαίου να κρυώνει η κόρη σου.
Σκέφτομαι λοιπόν, ότι όλη αυτή η πλάκα καλή είναι, όλες οι πλάκες είναι καλές. Αλλά χρειαζόμαστε έναν κόσμο χωρίς Μάκηδες, δηλαδή έναν κόσμο χωρίς αφεντικά που χρειάζονται τον Μάκη για να κάνουν αυτά τη δουλειά τους με σοβαρότητα, γιατί αν δεν υπάρχει τσίρκο δεν υπάρχουν ούτε κλόουν ούτε ελέφαντες. Και τελικά ότι δεν έχουμε ούτε RIP ούτε ”καλό παράδεισο”, ούτε για το Μάκη ούτε για αυτούς που σακάτεψε, αλλά δεν έχουμε ούτε μια κουβέντα για την κόρη σου που κρυώνει χωρίς πετρέλαιο, τη μάνα σου που δούλευε 50 χρόνια και τώρα ό,τι της απέμεινε το δίνει σε σένα και τον φίλο σου τον οροθετικό που δεν έχει φάρμακα, επειδή ζούμε στο σύστημα που για μπροστινό είχε το Μάκη.
Γιατί ο θάνατος του Μάκη, σύντροφε, είναι το τέλος της μεταπολίτευσης, που λένε και οι δημοσιογράφοι.
Κατάλαβες σύντροφε; Εντελώς πλεχτάνη. Από το σύστημα. Μια αλητεία και μισή…