Όταν οι πόλεμοι γίνονται η κυρίαρχη πτυχή της καθημερινής ζωής, όταν ισοπεδώνουν τη σταθερότητα των σωμάτων και των ζωών, τα χειραφετητικά κινήματα αναγκάζονται να υιοθετήσουν μια συγκεκριμένη πολιτική. Διαφορετικά διατρέχουν τον κίνδυνο να πάψουν να υφίστανται ως τέτοια, δηλαδή ως οργανώσεις που αγωνίζονται για την απελευθέρωση του λαού τους και για έναν νέο κόσμο.
Εάν τα οργανωμένα κινήματα και οι λαοί δεν υιοθετήσουν μια συγκεκριμένη πολιτική απέναντι στον πόλεμο, θα εξαρτώνται από τις ένοπλες δυνάμεις του έθνους-κράτους για την άμυνά τους. Δεν θα έχουν την παραμικρή ανεξαρτησία για να παίρνουν τις δικές τους αποφάσεις στα εδάφη τους και δεν θα υπάρχει άλλος τρόπος από το να υποταχθούν σε αυτό που θα αποφασίζουν οι ένοπλες δυνάμεις.
Δυστυχώς, αυτό συμβαίνει με ορισμένα κινήματα, ακόμη και μεταξύ των πιο ισχυρών στη Νότια Αμερική. Παραμένουν εντός της κρατικιστικής λογικής και δεν ενδιαφέρονται να βγουν από αυτήν. Μερικά από αυτά έχουν συμμορφωθεί με τη γεωπολιτική και περιορίζονται στο να θεωρούν ιμπεριαλιστές μόνο τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις δυτικές χώρες, όπως, για παράδειγμα, την Αγγλία και τη Γαλλία,
Με την ίδια λογική γίνονται υποστηρικτές των χωρών που βρίσκονται σε σύγκρουση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως η Κίνα, η Ρωσία ή το Ιράν, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι τα κράτη αυτά καταπιέζουν τους δικούς τους αλλά και άλλους λαούς, όπως στην περίπτωση της Ρωσίας στην Ουκρανία. Φτάνουν ακόμη και στο σημείο να υποστηρίζουν την τουρκική κυβέρνηση, παρά τις συνεχείς παραβιάσεις των δικαιωμάτων των λαών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Υπάρχουν όμως και άλλα κινήματα, και νομίζω ότι είναι η πλειοψηφία, που δεν ευθυγραμμίζονται με τα κράτη τους, ούτε συμπορεύονται με μια γεωπολιτική λογική, ούτε βλέπουν την σωτηρία τους στην Κίνα ή τη Ρωσία.
Ωστόσο, δεν έχουν αφιερώσει χρόνο για να προβληματιστούν σχετικά με τον πόλεμο ή να αξιολογήσουν τη σημασία που θα έχει στο μέλλον. Με αυτή τη δεύτερη ομάδα είναι αναγκαίο να συνδιαλλαγούμε και να εξηγήσουμε ότι οι πόλεμοι θα είναι το καθημερινό ψωμί των επόμενων ετών, τόσο στη διακρατική τους εκδοχή όσο και στην παραλλαγή «πόλεμος κατά των ναρκωτικών». Και οι δύο εκδοχές προωθούν τον μιλιταρισμό και τις πιο διαφορετικές μορφές βίας.
Τα τελευταία χρόνια οι συζητήσεις στο οργανωμένο κομμάτι των λαών μας επικεντρώθηκαν σε πολύ συγκεκριμένα, καθημερινά θέματα, αλλά δεν έχουν καταφέρει να ανοιχτούν σε πιο παγκόσμια ζητήματα, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις. Υπάρχει μια σαφής αντι-κατασταλτική και ενίοτε αντι-κρατική τάση, αλλά περισσότερο ως αντανακλαστικό παρά ως συνέπεια ενός ευρύτερου οράματος.
Τέλος, υπάρχει και μια τρίτη κατηγορία που ξεκίνησε τη συλλογική αυτοάμυνα ενάντια στον εξορυκτισμό και έχει ήδη εμπειρία στη συγκρότηση φρουρών ιθαγενών, μαύρων και αγροτών, ειδικά στη Νότια Αμερική. Η ύπαρξη φρουρών αυτοάμυνας είναι ένα αποφασιστικό βήμα γιατί σημαίνει ότι αποστασιοποιούνται από το έθνος-κράτος και τις ένοπλες και αστυνομικές δυνάμεις του προκειμένου να προστατέψουν τους δικούς τους χώρους και την από κοινού ζωή.
Δεν είναι τυχαίο που αυτή η τρίτη κατηγορία έχει πάρει το δρόμο της αυτονομίας και δεν εμπλέκεται πλέον σε εκλογικές διαμάχες.
Η εμπειρία των Ζαπατίστας είναι αναμφίβολα σημαντική, όχι μόνο επειδή έχουν την ικανότητα να υπερασπίζονται τα εδάφη τους αλλά και επειδή οικοδομούν εκεί έναν κόσμο διαφορετικό από αυτόν του καπιταλισμού.
Οι λαοί Μαπούτσε, Νάσα, Μισάκ και δεκάδες λαοί του Αμαζονίου κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση. Έχουν τα δικά τους προγράμματα, μακριά από τα προγράμματα του κράτους και των κομμάτων. Αυτά τα προγράμματά τους, σχεδόν, πάντα συνδέονται με την ανάκτηση και την υπεράσπιση των εδαφών τους και του τρόπου ζωής τους.
Αυτές οι ομάδες μπορεί να μην έχουν συζητήσει για τους πολέμους που γίνονται και για τους μελλοντικούς πολέμους, αλλά έχουν μακρά εμπειρία αντίστασης στον κατακτητικό πόλεμο που διήρκεσε πέντε αιώνες, γεγονός που τις τοποθετεί σε μια ιδιαίτερη θέση.
Από όσα ειπώθηκαν, φαίνεται ξεκάθαρα ότι οι αυτόχθονες λαοί της Λατινικής Αμερικής ακολουθούν τον δρόμο της αυτοάμυνας, αυτόν που ακολουθούν και θα ακολουθήσουν και άλλα κινήματα και οργανώσεις. Η μακροχρόνια εμπειρία τους είναι ζωτικής σημασίας, όπως μπορούμε να δούμε καθημερινά στο νότο της ηπείρου μας, όπου όλες οι αντιστάσεις στις εξορύξεις και τον εξορυκτισμό αναφέρονται –σχεδόν αναπόφευκτα– στις αντιστάσεις των ιθαγενών.
Αυτές οι ομάδες αντίστασης δεν πίστεψαν ποτέ ότι η ανάδυση νέων παγκόσμιων δυνάμεων θα μπορούσε να βελτιώσει τη δική τους κατάσταση. Κάτι περισσότερο. Έχουν βιώσει το πώς η άνοδος της βρετανικής κυριαρχίας και η ταυτόχρονη παρακμή της ισπανικής αυτοκρατορίας όχι μόνο δεν βελτίωσαν την κατάστασή τους, αλλά στην πραγματικότητα την επιδείνωσαν.
Κάτι παρόμοιο συνέβη με τον Πόλεμο της Αραουκάνια στη Χιλή και την Κατάκτηση της Ερήμου στην Αργεντινή, που ξεκίνησαν σχεδόν ταυτόχρονα μεταξύ του 1860 και του 1880, και που εγκαινίασαν τη μακρά απαλλοτρίωση εις βάρος των λαών που κατοικούσαν σε αυτά τα εδάφη πριν από τον σχηματισμό των μετα-αποικιακών κρατών.
Γι’ αυτό γνωρίζουν ότι δεν υπάρχουν παρακάμψεις. Ή θα υπερασπιστούν τους εαυτούς τους ή θα υποκύψουν στα χέρια των νέων ελίτ που συνδέονται με τις λεγόμενες αναδυόμενες δυνάμεις.