in

Όταν μια δημοκρατία αυτοκτονεί. Του Χρήστου Λάσκου

Heinrich Winkler, Βαϊμάρη, η ανάπηρη δημοκρατία (μετάφραση: Άντζη Σαλταμπάση), σελ. 404, εκδόσεις Πόλις

 

«Η τάξη βασιλεύει στο Βερολίνο!»

Ρόζα Λούξεμπουργκ

 

Είπα σήμερα να ξεκινήσω με τον τίτλο του προηγούμενου άρθρου μου: Η τάξη βασιλεύει στο Βερολίνο! Φράση, θυμίζω, από την τελευταία παράγραφο του τελευταίου κειμένου της Ρόζας Λούξεμπουργκ, λίγο πριν δολοφονηθεί από τα Freikorps, πρωτοφασιστική παραστρατιωτική οργάνωση τραμπούκων, η οποία είχε ως πολιτικό προϊστάμενο τον σοσιαλδημοκράτη Νόσκε, καθ’ ύλην υπουργό της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης του Έμπερτ. Τα Φράικορπς αποτέλεσαν το μοντέλο για τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας του Ναζιστικού Κόμματος.

Θα πει κάποιος: έχουν καμιά ιδιαίτερη σημασία τα προηγούμενα σε ό,τι αφορά το βίο και την πολιτεία της Βαϊμάρης; Έπαιξαν κάποιον καθοριστικό ρόλο;

Έπαιξαν και πολύ μεγάλο, μάλιστα. Η «αποκατάσταση της τάξης» με στήριγμα τους παραστρατιωτικούς τραμπούκους άφησε ανεξίτηλο το στίγμα της στην ιστορία της «ανάπηρης δημοκρατίας» του μεσοπολέμου. Έπαιξε καίριο ρόλο στην άβυσσο που δημιουργήθηκε μεταξύ των εργατικών κομμάτων και οργανώσεων -πρωτευόντως του SPD, του USPD και του KPD. Το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα βρέθηκε απέναντι στην αριστερά του εργατικού κινήματος -το ανεξάρτητο σοσιαλδημοκρατικό και το κομμουνιστικό κόμμα.

Στις εκλογές του Ιουνίου του 1920, το SPD πήρε το 21.6% των ψήφων, ενώ τα  USPD και KPD, αθροιστικά, το 21.3%. Την ίδια στιγμή, το ισχυρότερο αστικό κόμμα, ακροδεξιό, στην πραγματικότητα, το Γερμανικό Εθνικό Λαϊκό Κόμμα, έπαιρνε 14% και το μόνο πολιτικά φιλελεύθερο, το Δημοκρατικό Κόμμα, μόλις 8%. Ακόμη και, στις τελευταίες, πριν από την επικράτηση του Χίτλερ, εκλογές του Νοεμβρίου του 1932, τα δύο εργατικά κόμματα, το SPD και το KPD, συνέχιζαν να αθροίζουν εκλογικά ποσοστά της τάξης του 40%, ισομοιρασμένο μεταξύ τους και μεγαλύτερο, σχεδόν κατά 5 μονάδες, από αυτό του NSDAP, του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος.

Η άβυσσος, που είχε δημιουργηθεί, λοιπόν, μεταξύ των εργατικών οργανώσεων καθόρισε σε απόλυτο βαθμό τις εξελίξεις. Η αριστερά του κινήματος καταμαρτυρούσε στη δεξιά του το γεγονός της συμπαράταξης κατά τον Μεγάλο Πόλεμο με τους Γερμανούς ιμπεριαλιστές, με όλη την δέσμευση της Β΄ Διεθνούς για τη αγωνιστική αντιπαράθεση προς τον πόλεμο, καθώς και την στράτευση της δεξιάς σοσιαλδημοκρατίας με τις δυνάμεις της Τάξης, που οδήγησε στη δολοφονία του Λίμπκνεχτ και της Λούξεμπουργκ, μεταξύ πολλών άλλων, που σφάχτηκαν ανηλεώς, την ίδια στιγμή, που οι ακροδεξιοί τραμπούκοι έκαναν απίστευτα πράγματα στους δρόμους των πόλεων. Και αυτά ήταν αναμφισβήτητα, όπως μια προσεκτική ανάγνωση του σημαντικού βιβλίου του Βίνκλερ δείχνει.

Από την άλλη, η δεξιά πτέρυγα του εργατικού κινήματος κατηγορούσε την αριστερά για πραξικοπηματισμό και σύμπλευση, στο όνομα της παγκόσμιας επανάστασης με τους Ρώσους επαναστάτες. Και αυτά ήταν, επίσης, αναμφισβήτητα. Η συμπαράταξη με τους μπολσεβίκους ήταν, πράγματι, ρητή και κατηγορηματική, ενώ ο πραξικοπηματισμός αποτέλεσε συχνό θέμα συζήτησης, στο πλαίσιο ιδίως του κομμουνιστικού κόμματος, αλλά είναι αναγκαίο να σημειώσουμε πως πάντοτε, εν τέλει, καταδικάστηκε. Τις περισσότερες φορές, μάλιστα, υπήρξε, όχι επιλεγμένη πολιτική, αλλά αυθόρμητο ξέσπασμα ενός πλήθους, που είχε πολλούς λόγους να είναι θανάσιμα απελπισμένο. Οι αριστεροί συμπαρατάσσονταν προσπαθώντας να μην αφήσουν το κίνημα μόνο του την ώρα της μάχης -είναι χαρακτηριστική η στάση της Λούξεμπουργκ, η οποία ήταν αντίθετη με τη λεγόμενη «εξέγερση του Σπάρτακου», στις αρχές του 1919, αλλά όταν ξέσπασε δεν έμεινε στο σπίτι της. Και όχι μόνο δεν το έκανε, αλλά πλήρωσε με την ίδια της τη ζωή αυτό, που θεωρούσε σωστό και έντιμο.

Είναι ήδη φανερό, νομίζω, πως δεν είμαι αμερόληπτος αναλυτής. Ούτε ο Βίνκλερ είναι. Και καλά κάνει. Γιατί η επιστημονική ιστορία δεν γράφεται από αμερόληπτους, αλλά από έντιμους ανθρώπους. Η αμεροληψία, η αξιολογική ουδετερότητα, που λένε, όχι μόνο δεν υφίσταται σε κανένα σπουδαίο ιστορικό έργο, αλλά η επιδίωξή της συνιστά και επιστημολογικό εμπόδιο.

Η εντιμότητα -ο σεβασμός των στοιχείων πρώτα απ’ όλα- είναι η δημιουργική αρετή των ιστορικών. Η ερμηνεία τους εναπόκειται στην προοπτική του καθενός. Και αυτός ο προοπτικισμός δεν είναι σε καμία περίπτωση σχετικισμός. Όπως έλεγε ο Κέινς, αναφερόμενος στο δικό του πεδίο, όσοι παρουσιάζονται ελεύθεροι ιδεολογίας είναι, πάντοτε, ιδεολογικά δέσμιοι προηγούμενων οικονομολόγων -και, θα πρόσθετα, δέσμιοι των συνθηκών, κοινωνικών και προσωπικών, υπό τις οποίες ερευνούν.

Από την άποψη αυτή, η Βαϊμάρη του Βίνκλερ είναι ένα σπουδαίο βιβλίο. Γι’ αυτό και είναι ένα, ρητά στην πραγματικότητα, πολιτικό βιβλίο. Ο Βίνκλερ είναι σοσιαλδημοκράτης. Και βάζει της τοποθέτησής του στα κρίσιμα ζητήματα, «εάν ήταν τότε εκεί», με τα τωρινά του μυαλά, θα ήταν με το SPD. Βέβαια, αυτό αποτελεί αναπόδεικτη εικασία, αλλά χάριν «λογοτεχνικότητας», ας δούμε τα πράγματα και έτσι.

Ο λόγος; Μα, αυτά που διαμείφθηκαν τότε, δεν έχουν, τηρουμένων των αναλογιών, χάσει τη σημασία τους ακόμη. Η τωρινή επαπειλούμενη βαρβαρότητα, μέσα σε συνθήκες συνεχών, διαπλεκόμενων, χρονιζουσών κρίσεων, με τα πυρηνικά περισσότερα από ποτέ και την κλιματική καταστροφή ante portas, με τους δεκάδες Πούτιν, Τραμπ, Σι, Μπολσονάρο, καθώς και Ούγγρους, Πολωνούς, Ιταλούς, Γάλλους, αλλά και Σουηδούς και Φινλανδούς κ.λπ. ακροδεξιούς πανίσχυρους, κάνει την κατάσταση εξίσου, ή και περισσότερο, επικίνδυνη. Αν προσθέσουμε και την κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη παράνοια -μαζί, δυστυχώς, με την ακροκεντρώα μετάλλαξη των περισσότερων κεντροαριστερών κομμάτων και την πλήρη αδυναμία\ανικανότητα της «ριζοσπαστικής» και κομμουνιστικής αριστεράς- το πράγμα ίσως και να είναι χωρίς επιστροφή. Όπως και τότε.

Η δημοκρατία της Βαϊμάρης γεννήθηκε από τη γερμανική επανάσταση των εργατικών και στρατιωτικών συμβουλίων το Νοέμβριο του 1918. Και έμεινε αρχικά ζωντανή με τη γενική απεργία του Μαρτίου του 1920, όταν το, με βεβαιότητα, νικηφόρο στρατιωτικό πραξικόπημα του Καπ, με πρωτεργάτες τα Φράικορπς και την πλήρη ανοχή της Ράιχσβερ, μετέπειτα Βέρμαχτ, συντρίφτηκε λόγω της θαρραλέας αντίστασης των αριστερών εργατικών κομμάτων -ακόμα και της βάσης του SPD- και των συνδικάτων μαζί με τις ένοπλες εργατικές πολιτοφυλακές -με πρώτο τον περίφημο κόκκινο στρατό του Ρουρ.

Αυτή η επαναστατική γέννηση έδωσε στη δημοκρατία τα πιο δημοκρατικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά της. Η στάση, από την άλλη, των σοσιαλδημοκρατών, που θεωρούσαν τους αριστερούς ανεξάρτητους και τους κομμουνιστές ως κύριους εχθρούς τους, τους έφερνε, μονίμως, κοντά στα αστικά κόμματα προκειμένου να διατηρήσουν την «τάξη» και να επιτύχουν την επικράτηση τους μείζονος αγαθού, που ήταν, όπως πάντα, το «μικρότερο κακό». Έτσι, τα Φράικορπς, όπως είδαμε, θεωρήθηκαν στο χρόνο τους το μικρότερο κακό.

Λέγεται συχνά πως η ευθύνη για τη διάσπαση του εργατικού μετώπου βαρύνει τους κομμουνιστές. Μ’ όλο που κι αυτοί δεν είναι αθώοι του αίματος, η άποψη αυτή δεν στοιχειοθετείται από τα γεγονότα – η στρατηγική του κομμουνιστικού κόμματος, που μετά το 1920 αφομοίωσε και τη μεγάλη πλειοψηφία των μελών του USPD, ήταν το Ενιαίο Μέτωπο, που καλούσε τις άλλες εργατικές οργανώσεις, από την ηγεσία ως τη βάση, ακόμα και τους «δολοφόνους του Λίμπκνεχτ και της Λούξεμπουργκ», σε κοινό μακροχρόνιο αγώνα για την υπεράσπιση των άμεσων στοιχειωδών συμφερόντων της εργατικής τάξης. Αυτή ήταν η πολιτική επιλογή των κομμουνιστών για χρόνια μετά το 1920 -οι εργατικές κυβερνήσεις και η υποστήριξη τέτοιων κυβερνήσεων, ακόμη κι όταν δεν συμμετείχαν οι ίδιοι.

Όχι μόνο δεν βρήκαν ανταπόκριση, αλλά ήταν πολλές φορές που χτυπήθηκαν από σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις -με μέλημα παρόμοιο αυτού των αστικών και ακροδεξιών κομμάτων, να μην «επικρατήσει ο μπολσεβικισμός»!. Ακόμη κι όταν, τα πρώτα χρόνια της Βαϊμάρης, επικράτησε μεταξύ των αριστερών μια αριστερίστικη παλαβομάρα, η κύρια εξήγηση ήταν η ορθή αντίληψή τους -που δεν οδηγούσε, όμως, σε ορθολογική αντιμετώπιση- πως το πράγμα κινείται σε πολύ επικίνδυνες ατραπούς.

Ισχυρίζομαι πως οι αριστεροί είχαν δίκιο.

Το κράτος -μ’ όλο που κυβερνούσαν οι σοσιαλδημοκράτες και πρόεδρος ήταν ο Έμπερτ-  δεν είχε αλλάξει σε τίποτε. Η δημσιοϋπαλληλία ήταν, μέχρι κεραίας, η ίδια με την εποχή των Κάιζερ. Η δικαστική εξουσία ήταν ένα μάτσο αντιδραστικοί, που μισούσαν, όχι μόνο το οργανωμένο εργατικό κίνημα, αλλά την πλέμπα, γενικώς. Ο δε στρατός, αυτός ο ίδιος που έκανε την πρώτη χρήση χημικών όπλων στην ιστορία παρέμενε ανέγγιχτος, με τους στρατηγούς και τους αρχηγούς του ακλόνητους να ισχυρίζονται πως για την ήττα έφταιγε, όχι η πρωτοφανής ανικανότητά τους, συγκρίσιμη μόνο με τη δολοφονική βαρβαρότητά τους, αλλά η «πισώπλατη μαχαιριά» από τους Εβραίους και τους μπολσεβίκους. Μαζί και οι πρωτοφασίστες των Φράικορπς, των οποίων τη βοήθεια αξιοποίησαν οι κυβερνήσεις για να πατάξουν τους κομμουνιστάς. Και μετά το πραξικόπημά τους δεν έπαθαν το παραμικρό -όπως, άλλωστε και ο Χίτλερ, του οποίου η οπερετική προσπάθεια για πραξικόπημα «τιμωρήθηκε» με ένα χρόνο κράτηση, όσο χρειαζόταν, για να γράψει το  Mein Kampf.

Υπήρχε, λοιπόν, εξαρχής, μια θεσμική αναπηρία της δημοκρατίας, απ’ άκρου εις άκρον. Κι ενώ, πολλές φορές, έχει υποστηριχθεί πως το Σύνταγμα της Βαϊμάρης ήταν το δημοκρατικότερο στον κόσμο, κάθε άλλο παρά ισχύει κάτι τέτοιο. Για οποιαδήποτε «ειδική περίπτωση», το άρθρο 48 προέβλεπε πως απόλυτο κουμάντο κάνει ο Πρόεδρος -ο δημοκράτης Χίντεμπουργκ, για τη μεγαλύτερη διάρκεια!- η «έκτακτη ανάγκη» ήταν ψωμοτύρι πραγματικό. Βρήκε, μάλιστα, και τον θεωρητικό της στο πρόσωπο του Καρλ Σμιτ, ενώ ολοκληρώθηκε εμπράκτως με την επικράτηση του Χίτλερ!

Όπως συχνά, το μικρότερο κακό οδήγησε στο απόλυτο κακό.

Οι αριστεροί, από αυτήν την άποψη, δικαιώθηκαν. Η, εξ’ υπαρχής, ανάπηρη δημοκρατία οδηγούνταν σε μια ασύλληπτη καταστροφή. Η μόνη λύση ήταν η επιβολή ριζικών κοινωνικών και πολιτικών μετασχηματισμών.

Όπως πάντα, οι αντίπαλοι του εργατικού κινήματος είχαν πολύ καλύτερη αίσθηση των πραγμάτων. Και αντιλαμβανόμενοι ότι αυτό που παίζονταν ήταν η ίδια η τύχη του κοινωνικού συστήματος έκαναν κάτι πρωτοφανές στην ιστορία -ανέλαβαν την ηγεσία των πολιτικών κομμάτων της ποικίλης δεξιάς οι ίδιοι οι μεγαλοκεφαλαιοκράτες. Και δεν άφησαν κανένα στην τύχη του: όταν, μετά το 2.6%, που πήρε ο Χίτλερ το 1928 και βρέθηκε μια ανάσα πριν την εξαφάνιση, ήταν ο μεγιστάνας Χούγκενμπεργκ του Εθνικού Λαϊκού Κόμματος, που πλήρωσε τα τεράστια χρέη του. Πρώτο δείγμα μιας στάσης, που περιγράφεται θαυμάσια στην Ημερήσια Διάταξη του Ερίκ Βιγιάρ (εκδόσεις Πόλις και πάλι), όταν, λίγες μέρες μετά την ανάθεση της καγκελαρίας στον Χίτλερ, τον Φεβρουάριο του 1933,  το σύνολο του επιχειρηματικού κόσμου (sic)  συνέβαλλε γενναιόδωρα στην, εκ νέου, χρηματοδότηση του NSDAP, που και πάλι βούλιαζε στα χρέη και κινδύνευε να βάλλει φαλιμέντο δεδομένου, μάλιστα, πως το εκλογικό του ποσοστό είχε υποχωρήσει σημαντικά, στο 33%, στις εκλογές του Νοεμβρίου.

Οι πλούσιοι ήξεραν, ακριβώς, τι έκαναν. Όπως και οι Σύμμαχοι, άλλωστε, που άφηναν τον Χίτλερ, θεωρώντας πως τον κατευνάζουν, ελεύθερο να κάνει ό,τι θέλει, κυριολεκτικά, εναντίον της πλειοψηφίας του γερμανικού λαού, αλλά κι ένα σωρό άλλων λαών, που βίαζε κατ’ εξακολούθηση. Και για τους μεν και για τους δε, πρώτος εχθρός ήταν ο «μπολσεβικισμός» -τα άλλα ήταν δεύτερα. Οι Εβραίοι, δε, παράπλευρη απώλεια.

Το βιβλίο του Βίνκλερ είναι εξαιρετικό. Η περιεκτικότητα και η γλαφυρότητα της παρουσίασης -εδώ, προφανώς, έχει μεγάλο ρόλο η Άντζη Σαλταμπάση, που το μετέφρασε-  το κάνουν μοναδικό, πραγματικά. Θα μπορούσε, αν διαβαστεί μαζί με το Φασισμός και Δικτατορία του Νίκου Πουλαντζά, να μας δώσει μια εξαιρετική εικόνα της καθοριστικής, για την ανθρώπινη ιστορία, περιόδου του γερμανικού μεσοπολέμου.

Ο Βίνκλερ, όπως ήδη είπα, είναι συμπαθών των σοσιαλδημοκρατών. Το σημαντικότερο επιχείρημά του, που αντλεί από τον «ρεβιζιονιστή» Μπερνστάιν, είναι πως στις συνθήκες των σύνθετων κοινωνιών της Δύσης ο ριζικός μετασχηματισμός είναι σχεδόν αδύνατος. Με τα λόγια του Μπερνστάιν: «[Ό]σο πιο περίπλοκη είναι η εσωτερική δομή [των κοινωνιών], όσο πιο ανεπτυγμένος είναι ο καταμερισμός της εργασίας και η συνεργασία των διαφόρων οργάνων, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος σοβαρής βλάβης για την ύπαρξή τους, όταν επιχειρεί κανείς να τις μετασχηματίσει ως προς τη μορφή και την ουσία τους ριζικά και γρήγορα, χρησιμοποιώντας βίαια μέσα».

Συνοψίζοντας, ο Βίνκλερ το θέτει ως εξής: «Η Γερμανία […] ήταν ήδη υπέρ το δέον εκβιομηχανισμένη και δημοκρατική (sic, Χ.Λ.), για να αντέξει έναν ριζικό μετασχηματισμό, κατά το πρότυπο είτε της Γαλλικής Επανάστασης του 1789 είτε της Ρωσικής του 1917. Οι κλασικές επαναστάσεις της Δύσης, οι επαναστάσεις της Ολλανδίας, της Αγγλίας, των μετέπειτα ΗΠΑ και η Γαλλική του 1789 είχαν λάβει όλες χώρα σε κοινωνίες κατά κύριο λόγο αγροτικές, ενώ το ίδιο ίσχυε και για την επανάσταση των μπολσεβίκων. Στις κοινωνίες αυτές οι πολίτες ήταν πολύ λιγότερο εξαρτημένοι από τις υπηρεσίες που παρείχαν το κράτος και οι δήμοι σε σύγκριση με τους πολίτες στις βιομηχανικές κοινωνίες, όπου επικρατούσε ένα περίπλοκο σύστημα καταμερισμού της εργασίας. Ως εκ τούτου, η ανάγκη σταθερότητας του κρατικού μηχανισμού στις ανεπτυγμένες κοινωνίες ήταν πολύ μεγαλύτερη από ό,τι στις λιγότερο ανεπτυγμένες».

Γι’ αυτό ο Βίνκλερ, «αν ήταν τότε εκεί» θα ήταν με τους δεξιούς σοσιαλδημοκράτες. Εγώ, πάλι, «αν ήμουν τότε εκεί», με τα τωρινά μου μυαλά, θα ήμουν με τους «άλλους».

Αυτό δεν σημαίνει πως θεωρώ ότι το επιχείρημα αναφορικά με την επιδίωξη ριζικών μετασχηματισμών σε ανεπτυγμένες κοινωνίες είναι, εξ αρχής, εσφαλμένο. Αντίθετα, θέτει ζητήματα που όσοι επιδιώκουν ριζικές αλλαγές θα πρέπει να αναμετρηθούν μαζί τους.

Θεωρώ, όμως, πως ο Γκράμσι είναι καλύτερος οδηγός για μια τέτοια αναζήτηση. Και, νομίζω, πως το επιχείρημά του υπέρ των εργατικών συμβουλίων στη βάση του ότι οι εργαζόμενοι ξέρουν πολύ καλύτερα από τα αφεντικά τη λειτουργία της παραγωγής, αλλά και της διοίκησης, που οι ίδιοι, ως επί το πλείστον διεκπεραιώνουν, είναι εξαιρετικά πειστικό. Το, αν μετά από μια επαναστατική μεταβολή, θα εμφανιστούν σοβαρότατοι κίνδυνοι για την κοινωνική αναπαραγωγή, εξηγείται πολύ καλύτερα από την αντεπαναστατική δράση των κεφαλαιοκρατών παρά από την «αντικειμενική πολυπλοκότητα» (σελ. 13).

Με τη γνώση που έχουμε σήμερα, δεν είναι σχεδόν προφανές πως οι αριστεροί είχαν δίκιο; Δεν επιλέχτηκε ο δικός τους δρόμος. Είναι άσχετο αυτό με όσα ακολούθησαν; Την τρομερή κρίση του ’29. Τον φασισμό. Τον νέο Μεγάλο Πόλεμο. Το ολοκαύτωμα. Τη ρίψη σε αμάχους των ατομικών βομβών.

Κατά τη γνώμη μου, κάθε άλλο παρά άσχετο είναι. Όπως κάθε άλλο παρά άσχετο ήταν το γεγονός πως η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, με ελάχιστες τιμητικές εξαιρέσεις, μπαίνοντας πλησίστια στον πρώτο Μεγάλο Πόλεμο, έμπλεη πατριωτισμού, παρόλες τις διεθνιστικές της διαβεβαιώσεις, του έδωσε νομιμοποίηση και διάρκεια. Τα δεκάδες εκατομμύρια των νεκρών και ανάπηρων νέων φέρουν και τη δική της υπογραφή. Εάν τα κόμματά της έκαναν αυτό που διακήρυσσαν πως θα κάνουν, ενεργό αντίσταση και πολιτική απεργία, ο πόλεμος ίσως θα τελείωνε πριν καλά καλά αρχίσει. Και ο ριζικός μετασχηματισμός θα ήταν πολύ πιο αληθοφανής.

Στην πραγματικότητα, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, ο Βίνκλερ συμφωνεί.

Να τι λέει, μεταξύ άλλων, στον επίλογο:

«Η μορφωμένη άρχουσα αστική τάξη της Πρωσίας, είτε είχε συντηρητικές είτε φιλελεύθερες απόψεις, είχε αργήσει να επιστρέψει στην ιδέα της Μεγάλης Γερμανίας. Αντιθέτως, η στάση των καθολικών […], συμβάδιζε πάντα με την ιδέα της «Μεγάλης Γερμανίας», όπως άλλωστε και η στάση των σοσιαλδημοκρατών […] Ο Paul Löbe, ο επί σειρά ετών σοσιαλδημοκράτης του Ράιχσταγκ, ήταν από το 1921 έως το 1933 και πρόεδρος της Αυστρογερμανικής Λαϊκής Ομοσπονδίας υπέρ της Μεγάλης Γερμανίας, ενώ καμία παραστρατιωτική οργάνωση δεν υπερασπιζόταν τόσο αποφασιστικά της ένωση της Γερμανίας με την Αυστρία, όσο η σοσιαλδημοκρατική Reichsbanner. Όπως είχε πει το 1925 ο Hermann Schützinger, ένας από τους «στρατιωτικούς» αρχηγούς της Reichsbanner: «Η γερμανική Δημοκρατία […] είτε θα είναι η «Μεγάλη Γερμανία» είτε δεν θα υπάρξει» (σελ. 345).

***

Μπορεί, πράγματι, οι ριζικές αλλαγές να είναι επικίνδυνες ή «ουτοπικές». Ίσως, η ευκαιρία να είναι ήδη πίσω στον χρόνο. Ο Τέρι Ίγκλετον, όπως έχω ξαναθυμίσει, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, υποστήριξε πως η  μάχη για μια άλλη ανθρωπότητα δόθηκε στο μεσοπόλεμο και χάθηκε οριστικά. Μπορεί και να έχει δίκιο.

Ξαναλέω: μπορεί, πράγματι, οι ριζικές αλλαγές να είναι επικίνδυνες ή «ουτοπικές». Αυτό δεν τις κάνει λιγότερο αναγκαίες.

Την προηγούμενη φορά, τα μικρότερα κακά οδήγησαν στο απόλυτο κακό. Τώρα γιατί να είναι διαφορετικά; Δεν βλέπω το λόγο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Πορεία με παλμό και συνθήματα από τους σπουδαστές/τριες των καλλιτεχνικών σχολών της Θεσσαλονίκης

Εργατικό δυστύχημα σε μεταφορική εταιρεία στο Καλοχώρι