Ο τίτλος του κειμένου σήμερα είναι ένας στίχος του Μάρκου Μέσκου. Τον έχει χρησιμοποιήσει ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος στην «απολογητική εισαγωγή» του στο βιβλίο «Η «Ρωμιοσύνη» στον Παράδεισο» ως «μια διαβεβαίωση, απευθυνόμενη προς άδηλο αποδέκτη, μια δέσμευση για την τήρηση κάποιας παλαιόθεν δοσμένης υπόσχεσης –κάτι σαν επανεπικύρωση, έστω και μονομερώς, κάποιου αμοιβαίου λόγου τιμής».
Όσα είπαμε παλιά ισχύουν. Έτσι θα έπρεπε, τουλάχιστον.
Ας θυμηθούμε κάτι που είπαμε παλιά όλοι όσοι παλέψαμε εναντίον της μοίρας που μας επιφυλάσσεται από εκείνους που είδαν την κρίση ως ευκαιρία, για να μας διαλύσουν τη ζωή -ολοκληρωτικά και χωρίς έλεος.
Λέγαμε, λοιπόν, παλιά –αλλά όχι και πολύ παλιά- πως δεν υπάρχει περίπτωση να σταματήσουμε την καταστροφή αν, μεταξύ άλλων, δεν διασφαλιστεί ο δημόσιος έλεγχος των τραπεζών. Καμιά προστασία των υπερχρεωμένων και καμιά δυνατότητα για ρευστότητα στην οικονομία δεν μπορούσε να προκύψει χωρίς αυτήν την προϋπόθεση: τον δημόσιο έλεγχο των τραπεζών.
Και για επιπλέον έμφαση σημειώναμε τη γνωστή φράση του Φορντ: «Πάλι καλά που ο κόσμος δεν καταλαβαίνει πώς λειτουργεί το τραπεζικό και νομισματικό μας σύστημα. Γιατί αν καταλάβαινε πιστεύω ότι θα ξέσπαγε μια επανάσταση πριν από αύριο το πρωί»1.
***
Είναι προφανές πως η κυβέρνηση δεν το θυμάται. Γιατί, αν το θυμόταν, θα έπρεπε να εξηγήσει πώς κι έπαψε αυτό να ισχύει.
Ας θυμηθούμε πώς έχουν τα πράγματα.
Οι τράπεζες σώθηκαν με την διάθεση χρηματικών ποσών που υπερβαίνουν το σημερινό ελληνικό ΑΕΠ. Περισσότερα από 200 δισεκατομμύρια τους παρασχέθηκαν σε εγγυήσεις, άμεση χρηματοδότηση και αναβαλλόμενους (!) φόρους. Με τη νέα ανακεφαλαιοποίηση πάνω από 70 δισεκατομμύρια θα είναι το ζεστό χρήμα που προσέφεραν μέσα στην κρίση οι έλληνες φορολογούμενοι προκειμένου το σύστημα «να αντέξει». Αν συγκρίνουμε τα ποσά της ενίσχυσης με τη σημερινή αξία των τραπεζών φαίνεται πως στη διάθεσή τους τέθηκαν χρήματα που θα τις αγόραζαν εξ ολοκλήρου όχι μία αλλά καμιά σαρανταριά φορές.
Άρα ο δημόσιος έλεγχος, η άσκηση των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων του δημοσίου, είναι όχι ό,τι ριζοσπαστικότερο, αλλά ό,τι λογικότερο θα περίμενε κάποιος. Και αυτό ισχύει ακόμη κι αν δεν «το είχαμε πει παλιά». Πόσο μάλλον που στεντόρεια το ισχυριζόμασταν όλοι μαζί.
Ας αφήσουμε, όμως, για λίγο «όσα είπαμε παλιά». Ας πάμε στα άμεσα, που δεν συζητιούνται πολύ, ενώ θα έπρεπε.
Λέγεται, λοιπόν, πως, δεδομένων των συσχετισμών και της εν γένει κατάστασης, καλώς γίνονται όσα γίνονται. Διαφορετικά θα κινδύνευε με κατάρρευση το τραπεζικό σύστημα, το οποίο, ως γνωστόν, παρουσιάζει ένα κενό ρευστότητας 86 δισεκατομμυρίων (207 δισεκατομμύρια δάνεια έναντι καταθετικής βάσης μόλις 121 δισεκατομμυρίων). Και, το κυριότερο, με 110 δις δανείων περίπου να είναι «στο κόκκινο».
Οι αριθμοί είναι πράγματι αυτοί. Μόνο που δεν είναι οι μόνοι αριθμοί που έχουν σημασία. Αυτό που δεν συνυπολογίζεται είναι πως οι τράπεζες –με τις πλάτες των φορολογουμένων- έχουν κάνει τα κουμάντα τους. Έτσι, στο τέλος του έτους οι προβλέψεις τους έναντι των απειλών από τα «κόκκινα δάνεια» -μέρος των λειτουργικών κερδών που μπαίνουν στην άκρη- θα φτάσουν τα 60 δις. Αν υπολογιστούν και οι εξασφαλίσεις που έχουν, όπως υποθήκες ακινήτων κ.λπ. υπερκαλύπτεται απολύτως το προβληματικό χαρτοφυλάκιο των 110 δις.
Η θέση τους, λοιπόν, δεν είναι όσο επισφαλής εμφανίζεται. Και μετά την νέα ανακεφαλαιοποίηση ό,τι ανακτήσουν από τα «κόκκινα» θα είναι κέρδος. Το ποσό, δε, που μπορούν να ανακτήσουν είναι σημαντικό –η πίεση μέσω της δυσμενούς αλλαγής των όρων επιδιώκει την αύξηση της εισπραξιμότητας περισσότερο από ό,τι κατασχέσεις. Αυτός είναι ο στόχος του κουαρτέτου σε ό,τι αφορά την επιμονή του για απελευθέρωση των πλειστηριασμών. Όπως σημείωνε το Βήμα πρόσφατα, επικαλούμενο τραπεζικούς κύκλους, «τα επόμενα χρόνια οι τράπεζες θα βγάζουν λεφτά από τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και όχι από παραδοσιακές τραπεζικές εργασίες».
Μια χαρά, δηλαδή. Και οι φορολογούμενοι που επιβαρύνθηκαν με 70 καθαρά δισεκατομμύρια θα έχουν την ικανοποίηση πως σώθηκαν οι τράπεζες. Οι δε «υπόχρεοι» προς τις τράπεζες θα προστατεύονται μεν αισθητά λιγότερο, αλλά τι να γίνει. Οι τράπεζες θα «πάρουν μπρος» και τότε μπορεί να έρθει και η «ανάπτυξη».
Κι όμως. «Όσα είπαμε παλιά» περιλάμβαναν την απαίτηση να πληρώσουν οι τράπεζες και όχι οι οφειλέτες τους. Και, βάσει των τραπεζικών δεδομένων, η «παλιά» υπόσχεση του ΣΥΡΙΖΑ για εκτεταμένη σεισάχθεια κάθε άλλο παρά είναι εκτός τόπου. Το ακριβώς αντίθετο ισχύει.
Μόνο που, να, ματώσαμε, αλλά χάσαμε στις 12 Ιουλίου και έτσι αποδεχτήκαμε το 3ο Μνημόνιο. Και μαζί αποδεχτήκαμε πως όχι τα ριζοσπαστικά, αλλά ούτε τα στοιχειώδη δεν μπορούμε να διαφυλάξουμε.
Γι’ αυτό και το μόνο που απομένει είναι η «πολιτική διαχείριση» -η προπαγάνδα, δηλαδή.
1 Βλ. Β. Δρουκόπουλος, Εξ οικτράς ανάγκης, Θέσεις 133