Ο βασιβουζούκος που είπε ότι «τα νεκροταφεία είναι γεμάτα αναντικατάστατους» αυτήν τη στιγμή τρώει τη γλώσσα του μαριναρισμένη σε φύλλα οξιάς και περιχυμένη με σος από πρώιμα αυγά οξυρύγχου. Η Όλγα μας, κυρίες μου και κύριοι, η Όλγα η Τρέμη που φεύγει από το Mega μετά από εννιά έτη ευδοκίμου υπηρεσίας, είναι παντελώς αναντικατάστατη. Είναι σχεδόν αδύνατο να βρεθεί παρουσιαστής που θα κάνει σαράντα σαρδάμ μέσα σε σαράντα λεπτά, αυτό δεν ήταν δελτίο, ήταν φεστιβάλ γλωσσικού στραμπουλήγματος. Ένα μεγάλο βόδι τής πατούσε τη γλώσσα – προς θεού, δεν είναι υπαινιγμός για τον Μανώλη Καψή, είναι στίχος του Αισχύλου («Βους επί γλώσση βέβηκεν», Αγαμέμνων, στ. 36-7).
Δεν ήταν βόδι, ήταν η αγαθή πλευρά του ασυνειδήτου, πετάγονται οι ψυχαναλυτές, λες και τους ρώτησε κανένας. Ήταν το αγγελούδι που κρύβουμε μέσα μας, το οποίο εφορμούσε και λόγχιζε την γλώσσα της Όλγας μας, κάθε φορά που επρόκειτο να πει κάτι κακό και κοινωνικά επιζήμιο. Κι επειδή η Όλγα μας ξεστόμιζε αδιαλείπτως λόγια κακά και επιζήμια, το αγγελούδι ανεβοκατέβαινε από το ασυνείδητο στη γλώσσα με ταχύτητες που θα τις ζήλευαν και τα αεριωθούμενα τρένα της Ιαπωνίας.
Δεν είναι ψυχαναλυτικό το ζήτημα, είναι βιολογικό, αντιτείνουν οι κακεντρεχείς υλιστές, που έχουν την τάση να φυτρώνουν εκεί που δεν τους σπέρνουν. Οι αλλεπάλληλες ανασυστάσεις των μυών και του δέρματος του προσώπου μπλόκαραν τη στοματική κοιλότητα, με αποτέλεσμα η γλώσσα να μην δύναται να κινείται ελευθέρως. Απύθμενες κακοήθειες ζηλοφθόνων, αν και εδώ που τα λέμε, όταν έχεις αφεντικό τον ιδιοκτήτη του «Άκτορα», μπαίνεις λιγουλάκι στον πειρασμό.
Δεν είναι μόνο τα σαρδάμ που καθιστούν την Όλγα μας αναντικατάστατη. Είναι και οι ανυπέρβλητες πάσες που έδινε στον Πρετεντέρη για να καρφώνει, τύφλα να ΄χουν οι ασίστ του Σκότι Πίπεν στον Μάικλ Τζόρνταν, κατά τις ένδοξες εποχές των Σικάγο Μπουλς. «Απίστευτο, Γιάννη μου! Οι εμποροϋπάλληλοι δέρνουν τους τουρίστες που θέλουν να ψωνίσουν κυριακάτικα στην Ερμού!». «Απίστευτο, Γιάννη μου! Οι συνδικαλιστές της ΓΕΝΟΠ κατεβάζουν τους διακόπτες, βάζοντας σε κίνδυνο τους γέροντες και τα μωρά!». «Απίστευτο, Γιάννη μου! Οι ναυτεργάτες κρατάνε με τα δόντια τα καράβια, οι αγρότες πέφτουν στις ρόδες των αυτοκινήτων μας, οι φοιτητές πετάνε μολότοφ στον μαυροπίνακα, καθηγητές βγάζουν διά της βίας τα γράμματα μέσα από τα μυαλά των παιδιών μας!».
Έπαιρνε ο Γιάννης τις απίστευτες πάσες της Όλγας και κάρφωνε κατακέφαλα. Κάρφωνε υπαλλήλους, κάρφωνε ΔΕΗτζήδες, κάρφωνε ναυτεργάτες, αγρότες, φοιτητές, καθηγητές και βάρδα μην περάσει από μπροστά του ο Κύριος Ημών Ιησούς Χριστός κατά τη Δευτέρα Παρουσία Του, γιατί θα φάει καρφί που θα πάει σύννεφο. Από την πρώτη Σεπτεμβρίου, ο Γιάννης μας θα καρφώνει μόνος κι έρημος, σαν την καλαμιά στον κάμπο. Εκτός κι αν η Όλγα μας τον πάρει μαζί της, όπως έπαιρναν μαζί τους οι Φαραώ το κατώτερο προσωπικό του παλατιού.
Είθε…
Πηγή: Αυγή