Είχαμε Βουλή αυτή τη βδομάδα. Συνήθως σε τέτοιες περιόδους οξύνεται η διάθεση των ανθρώπων να συζητήσουν τα κοινά τους ζητήματα, να συζητήσουν πολιτικά.
Αυτή την φορά, ωστόσο, σα να μην ενδιαφέρθηκε κανείς. Η εμπειρία μου από τη δουλειά, ακόμη και από τον πιο πολιτικοποιημένο χώρο της ευρύτερης παρέας ήταν πως η μεγάλη πλειοψηφία αντιμετώπισε τα όσα διαδραματίζονταν με χαρακτηριστική απάθεια.
Η εξήγηση είναι προφανής.
Με κατασταλαγμένη την αίσθηση πως «από όλους αυτούς δεν έχουμε τίποτε καλό να περιμένουμε» διαμορφώνεται μια παθητική εκδοχή του «ή εμείς ή αυτοί», που ακόμη αναζητάει μια διέξοδο για το «εμείς» και δεν τη βρίσκει πουθενά.
Θέλω να πω η εξήγηση συνίσταται στο γεγονός πως, στη σημερινή κατάσταση του μνημονικού ελληνικού καπιταλισμού, είναι φανερό για τους περισσότερους ανθρώπους στη χώρα πως, επί των μεγάλων θεμάτων της ασκούμενης πολιτικής, οι συγκροτούντες το πολιτικό σύστημα είναι «όλοι το ίδιο». Το ίδιο ακριβώς.
Δεν πρόκειται για ελπιδοφόρα διαπίστωση. Ο κόσμος της εργασίας και της ανεργίας περνάει στην απάθεια για τα πολιτικά, μια και είναι πολύ επώδυνο ψυχικά να αντιμετωπίζει σε καθημερινή βάση αυτήν την πραγματικότητα.
Υπάρχουν, ωστόσο, και οι ευτυχείς.
Όπως το «Βήμα», που στο τελευταίο του τεύχος, με τον πιο επίσημο τρόπο από το editorial του με τίτλο «Όλα πάνε… δεξιά», σημείωνε:
««Η Ελλάδα έχει αριστερή κυβέρνηση που ασκεί δεξιά πολιτική και εν αναμονή δεξιά αντιπολίτευση», απεφάνθη προσφάτως σημαίνων οικονομικός παράγων, για να συμπληρώσει αμέσως μετά ότι «έχει δηλαδή όλα τα στοιχεία για να πάει μπροστά».
Το ευφυολόγημα δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα αφού πέρασε από σαράντα κύματα είδε το φως το αληθινό και πλέον ομνύει στη σταθερότητα, δημοσιονομική και πολιτική. Και ευαγγελίζεται βεβαίως την ανάκαμψη, προσβλέποντας στις επενδύσεις, εγχώριες και ξένες.
Είναι επίσης ακριβές ότι επί των ημερών της τα δημόσια οικονομικά ελέγχθηκαν, οι δαπάνες περιορίστηκαν, τα έσοδα επαυξήθηκαν, οι κοινωνικές αντιδράσεις κάμφθηκαν, η λιτότητα έγινε τρόπος ζωής για όλους τους Ελληνες, η οικονομία συνολικά προσαρμόστηκε, οι αξίες εταιρειών, μετοχών και ακινήτων εκλογικεύθηκαν και όλοι πλέον ελπίζουν ότι απ’ αυτή τη νέα χαμηλότερη βάση θα εκκινήσει η διαδικασία ανάκαμψης.
Η συντηρητικοποίηση της κοινωνίας είναι αλήθεια επίσης ότι ευνοεί στον μέγιστο βαθμό τη διεκδικούσα την εξουσία Νέα Δημοκρατία, επειδή απλούστατα νομιμοποιεί τις σφιχτές φιλελεύθερες επιλογές της».
Νομίζω πως η ανάλυση της ναυαρχίδας του αστισμού είναι εξαιρετικά εύστοχη και περιεκτική. Η οποία, μάλιστα, συμπληρώνεται θαυμάσια την ίδια μέρα από το κεντρικό άρθρο της «Οικονομικής Καθημερινής»:
«Όλα δείχνουν ότι βρισκόμαστε στο σημείο όπου ξανά (μετά το 2014) είναι εφικτή η επανεκκίνηση της μηχανής της οικονομίας.
Ας μην υπερηφανεύεται κανείς γι’ αυτό. Η κρίση, αυτή έκανε τη βασική δουλειά. Οι στοιχειακές δυνάμεις της κατέστρεψαν ένα μεγάλο τμήμα (μη ανταγωνιστικού) κεφαλαίου, με λουκέτα και μια σε όλη τη γραμμή υποτίμηση των αξιών. Μαζί, κατέστρεψαν ένα εκατομμύριο θέσεις εργασίας και διά της ανεργίας υποτιμήθηκε η αμοιβή της εργασίας. Έσπασαν, επίσης, τη φούσκα του κρατικού τομέα. Έτσι, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την αναστροφή του ποσοστού του κέρδους, μια αναστροφή που δειλά άρχισε να εκδηλώνεται το 2014 και πέρυσι έγινε ορατή διά γυμνού οφθαλμού. Είναι αποκαλυπτικό ότι το 2016 διπλασιάστηκαν τα θετικά καθαρά αποτελέσματα των εισηγμένων στο χρηματιστήριο εταιρειών.
Το τέλος κάθε κρίσης σηματοδοτείται, με κάποιο τρόπο, από την αναστροφή του επιχειρηματικού κέρδους. Στην υπέρβαση της κρίσης, τα μνημόνια λειτούργησαν βοηθητικά. Αφενός, εξομάλυναν τις συνέπειες από το σπάσιμο της φούσκας, αποτρέποντας τους κινδύνους (για τη χώρα μας αλλά και για την Ευρωζώνη) από μια ανεξέλεγκτη ακαριαία κατάρρευση της οικονομίας. Αφετέρου, διασφάλισαν ότι οι δυνάμεις της κρίσης θα μπορέσουν να κάνουν τη δουλειά τους, δηλαδή ότι η εκκαθάριση της οικονομίας θα ολοκληρωθεί, σε συνθήκες ελεγχόμενες. Με αυτήν την έννοια, τα μνημόνια διευκόλυναν τη λειτουργία των στοιχειακών δυνάμεων της οικονομίας και την αναστροφή του ποσοστού του κέρδους. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλά μέτρα που δεν είχαν την πιο επείγουσα σχέση με αυτήν την εκκαθάριση, έχουν μείνει στο ράφι –δεν έχουν υλοποιηθεί ακόμα.
Η επανεκκίνηση του καπιταλιστικού κινητήρα είναι εφικτή».
Να τι μας λένε, λοιπόν, οι πιο έγκυροι εκπρόσωποι του κεφαλαίου στην Ελλάδα.
Η καπιταλιστική κρίση έκανε τη δουλειά της. Εκκαθάρισε τα μη ανταγωνιστικά κεφάλαια και, ταυτόχρονα και κυριότατα, διέλυσε τον κόσμο της εργασίας με πρωτοφανή τρόπο. Αν διαβάσουμε προσεκτικά τα παραθέματα, επιπλέον, θα δούμε πως ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ έχει παίξει καθοριστικό ρόλο –που του αναγνωρίζεται γενναία από την πεπεισμένη οικονομική δεξιά- στην διαμόρφωση των όρων επανεκκίνησης της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Διότι τα δημόσια οικονομικά ελέγχθηκαν, οι δαπάνες περιορίστηκαν, τα έσοδα επαυξήθηκαν, οι κοινωνικές αντιδράσεις κάμφθηκαν, η λιτότητα έγινε τρόπος ζωής για όλους τους Ελληνες, η οικονομία συνολικά προσαρμόστηκε. Θα πρόσθετα, ακόμη, και τα πολιτικά πτώματα της δεξιάς και του ακραίου κέντρου αναστήθηκαν εκ νέου.
Η ανάλυση των δεξιών εφημερίδων δεν έχει τίποτε να ζηλέψει από μια μαρξιστική αντίστοιχη. Αύξηση της εκμετάλλευσης, καταστροφή κεφαλαίου, αύξηση του ποσοστού κέρδους, μεγάλες επενδυτικές ευκαιρίες, δυνατότητες επανεκκίνησης της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Να η σειρά με την οποία δουλεύουν τα πράγματα στον καπιταλισμό.
Φυσικά η πρόγνωση είναι πρόωρη. Είναι πολύ αμφίβολο αν τα πράγματα θα γίνουν έτσι. Οι όροι διαμορφώθηκαν χωρίς αμφιβολία. Δεν οδηγούν, όμως, κατ’ ανάγκη στην έξοδο από την κρίση.
Η βρώμικη δουλειά συνεχίζεται. Και, σχεδόν σίγουρα, θα συνεχιστεί για καιρό.
Με εντυπωσιακή, πραγματικά, ταξική μεροληψία. Εντυπωσιακή πραγματικά.