in

Οίνος ευφραίνει καρδίαν, αλλά η κλιματική κρίση τον πληγώνει

Έρευνα: Σταυρούλα Πουλημένη, Γεωργία Ανάγνου

Λένε ότι όταν πίνεις ένα κρασί μπορείς να καταλάβεις την ταυτότητα ενός τόπου, το περιβάλλον, το κλίμα της περιοχής, την υγρασία ακόμη και την κλίση του εδάφους. Όλα αυτά αποτυπώνονται στις δεκάδες ποικιλίες κρασιού, κάποιες εκ των οποίων καλλιεργούνται εκατοντάδες χρόνια σε συγκεκριμένες περιοχές στη χώρα μας και έχουν συνδεθεί με την ιστορία τους. Το αμπέλι εξάλλου θεωρείται από τις αρχαιότερες καλλιέργειες στην Ελλάδα, αναπτύσσεται εκεί που έχει προσαρμοστεί καλύτερα, ενώ το κλίμα θεωρείται ο βασικότερος παράγοντας ανάπτυξής του.

Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια οι απότομες αλλαγές στον καιρό-με τους όψιμους παγετούς την άνοιξη και το σφοδρό χαλάζι από τη μία, την ξηρασία και τους παρατεταμένους καύσωνες από την άλλη-έχουν οδηγήσει σε μεγάλη ανησυχία τους αμπελουργούς που βλέπουν μείωση του όγκου στην παραγωγή τους, αλλά και στο ερώτημα αν κάποιες ποικιλίες μελλοντικά θα καταστούν ακατάλληλες για την περιοχή καλλιέργειάς τους. Σύμφωνα με το αρμόδιο τμήμα του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (ΥπΑΑΤ) για την αμπελοοινική περίοδο 2023/24, ο όγκος της παραγωγής κρασιού στη χώρα μας κατέγραψε τα χαμηλότερα επίπεδα όλων των εποχών.

Photo Credit: Αφροδίτη Μιχαηλίδου

Προφανώς η κλιματική κρίση δεν ακούγεται μόνο από τα στόματα Ελλήνων οινοπαραγωγών αλλά καλλιεργητών σε όλη την Ευρώπη και τον πλανήτη. Στη Γαλλία το 2023, οινοπαραγωγοί που επλήγησαν από ακραίες κλιματικές συνθήκες ζήτησαν αποζημιώσεις είτε για να σταματήσουν την παραγωγή τους ή για να αλλάξουν καλλιέργειες. Η ανησυχία αυτή εκφράζεται και μέσα από τα αποτελέσματα της μελέτης των πανεπιστημίων Bordeaux Sciences Agro, CNRS, Université de Bordeaux and Université de Bourgogne τα οποία κατέδειξαν ότι αν η υπερθέρμανση του πλανήτη ξεπεράσει τους 2°C, περίπου το 90% όλων των παραδοσιακών αμπελουργικών περιοχών στις παράκτιες και πεδινές περιοχές της Ισπανίας, της Ιταλίας, της Ελλάδας και της νότιας Καλιφόρνια ενδέχεται να μην μπορούν να παράγουν υψηλής ποιότητας κρασί σε οικονομικά βιώσιμες συνθήκες μέχρι το τέλος του αιώνα λόγω των κινδύνων υπερβολικής ξηρασίας και συχνότερων κυμάτων καύσωνα.

Photo Credit: Αφροδίτη Μιχαηλίδου

Το ξινόμαυρο στην Ημαθία φαίνεται ότι προς το παρόν αντέχει…

Η ιστορία του κρασιού στη Μακεδονία και τη Θράκη ανάγεται στα τέλη της προϊστορικής εποχής. Στην περιοχή της Ημαθίας οι πρώτες πληροφορίες για την αμπελουργία, τους αμπελώνες και την παραγωγή κρασιού φτάνουν ως σήμερα από τα χρόνια της οθωμανοκρατίας.

Στην Πατρίδα Ημαθίας, από τις πρώτες περιοχές που έχει λάβει την κατάταξη ΠΟΠ το 1974 για την ποικιλία ξινόμαυρο, βρίσκεται το οινοποιείο του Χρήστου Ταραλά. Τρίτης γενιάς αμπελουργός έχει αναπτύξει ένα ολοκληρωμένο σύστημα βιολογικής καλλιέργειας, παραγωγής οίνου και τυποποίησης.

«Η βιολογική καλλιέργεια έχει αναπτυχθεί από αρχαιοτάτων χρόνων. Με τον καιρό έχει εξελιχθεί και έχουμε δει ότι συμβάλλει στην αειφόρο ανάπτυξη της γεωργίας, πράγμα που σημαίνει ότι έχουμε καλύτερο, ποιοτικό προϊόν, χωρίς υπολείμματα φυτοφαρμάκων και χημικών, τα οποία διοχετεύονται στην τροφική αλυσίδα. Το δύσκολο με τη βιολογική γεωργία είναι το ότι πρέπει κατά κάποιο τρόπο να προλαμβάνεις τις οποιεσδήποτε ασθένειες που μπορεί να προκύψουν στην καλλιέργεια, ενώ με τη συμβατική καλλιέργεια μπορείς και εκ των υστέρων -αλλά το τελικό προϊόν είναι πολύ διαφορετικό. Μιλάμε για περισσότερα ποιοτικά χαρακτηριστικά και περισσότερα στοιχεία τα οποία αναδεικνύουν τον τόπο που έχει μεγαλώσει το αγροτικό προϊόν και κατ’ επέκταση του προσδίδει διαφορετικά χαρακτηριστικά» εξηγεί ο Χρ. Ταραλάς σε μια περιήγηση στο αμπέλι του.

Ο οινοποιός Χρ. Ταραλάς, Photo Credit: Αφροδίτη Μιχαηλίδου

Το ξινόμαυρο, όπως αναφέρει, είναι μια ποικιλία η οποία ωριμάζει σε επικλινή και ημιορεινά εδάφη, διαδικασία στην οποία βοηθούν τα υπόγεια ρεύματα του νερού, τα οποία είτε με τη βροχόπτωση είτε με τις χιονοπτώσεις, αποθηκεύονται στους υδροφόρους ορίζοντες των βουνών, όπως τα όρη του Βερμίου και δίνουν ένα πολύ καλό τελικό προϊόν.

Μια από τις κύριες επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης είναι η ταχύτερη ωρίμανση των σταφυλιών. «Αυτό που βλέπουμε είναι ότι υπάρχει πάρα πολύ μεγάλη αστάθεια στον καιρό. Δηλαδή, η περσινή χρονιά είχε πάρα πολύ ζεστό χειμώνα, με αποτέλεσμα να μην έχουμε πολλά νερά στο έδαφος. Το πολύ ζεστό καλοκαίρι έκανε την ωρίμανση των σταφυλιών να έρθει περίπου ένα μήνα νωρίτερα. Όποιος δεν μπορούσε δηλαδή να ποτίσει το αμπέλι του, αντιμετώπιζε δυσκολίες, γιατί ούτε μεγάλο καρπό είχε, ούτε τη σωστή ποσότητα από άλλες χρονιές. Η υπερθέρμανση του πλανήτη και η αύξηση της θερμοκρασίας εμποδίζει την ανάπτυξη και οδηγεί σε ξηρασία. Οπότε έχουμε πιο μικρή ανάπτυξη και του φυτού και των καρπών. Βέβαια, στο ξινόμαυρο έχουμε παρατηρήσει ότι ίσως κάποιες χρονιές, που υπάρχει μια ισορροπία όσον αφορά τις θερμοκρασίες είτε του χειμώνα είτε του καλοκαιριού, έχουμε μια καλύτερη ωρίμανση, αλλά αυτό μένει να το δούμε και στα επόμενα χρόνια. Δεν μπορούμε να πούμε, όμως, ότι η αύξηση της θερμοκρασίας βοηθάει κατ’ επέκταση τη συνολική καλλιέργεια». Και αυτό, γιατί, όπως αναφέρει, η αύξηση της θερμοκρασίας οδηγεί σε στρεσάρισμα του φυτού με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αναπτυχθεί, όπως θα έπρεπε.

Photo Credit: Αφροδίτη Μιχαηλίδου

«Θέλουμε το ριζικό σύστημα να πηγαίνει προς το έδαφος, δηλαδή αν το φυτό ψάχνει τον υδροφόρο ορίζοντα και δεν τον βρίσκει, ξεραίνεται. Επίσης, όταν δεν υπάρχει σωστή ωρίμανση του σταφυλιού, το σταφύλι δεν αναπτύσσεται, με αποτέλεσμα οι σταφιδιασμένες ρώγες να μην προσδίδουν κάτι στο τελικό προϊόν» συνεχίζει ο οινοπαραγωγός.

Η κλιματική κρίση επηρεάζει την προσαρμογή των πιο γνωστών ποικιλιών

Ο Δημήτρης Τάσκος εργάζεται εδώ και τρία χρόνια ως ερευνητής στο Ινστιτούτο Γενετικής Βελτίωσης και Φυτογενετικών Πόρων του ΕΛΓΟ Δήμητρα στη Θεσσαλονίκη, ενώ παράλληλα έχει εμπειρία 25 χρόνων στην οινοβιομηχανία. Για τον ίδιο, το αμπέλι είναι ένας οργανισμός που καλλιεργείται εκεί που έχει προσαρμοστεί, σε ένα συγκεκριμένο περιβαλλοντικό πλαίσιο.

«Σε αυτό το πλαίσιο, το κλίμα είναι ο κυρίαρχος παράγοντας, με τις βασικές παραμέτρους να αποτελούν η θερμοκρασία, η διαθέσιμη υγρασία, η ακτινοβολία κ.ά. Κυρίως όμως, αυτό που καθορίζει τα πράγματα είναι η θερμοκρασία, είναι το μέτρο της διαθέσιμης ενέργειας που υπάρχει σε έναν τόπο, σε ένα συγκεκριμένο κλίμα. Ένα από τα πράγματα που κάνει η κλιματική αλλαγή – είναι αποδεδειγμένο πια- είναι ότι επηρεάζει τον βλαστικό κύκλο της αμπέλου, δηλαδή πόσο γρήγορα αναπτύσσονται τα φυτά, πότε ξεκινά η βλάστηση και πότε καταλήγει στο τέλος που για εμάς είναι κυρίως η τεχνολογική ωριμότητα των σταφυλιών, είτε είναι για οινοποίηση είτε επιτραπέζια. Αυτό σημαίνει ότι επηρεάζει την προσαρμογή των γνωστών ποικιλιών, αυτών που χρησιμοποιούμε πολλά χρόνια τώρα -ορισμένες από αυτές χρησιμοποιούνται επί 100άδες χρόνια σε έναν τόπο- επηρεάζει λοιπόν άμεσα την προσαρμογή τους. Αυτό έχει συνέπειες σε πολλά επίπεδα»

Ακούστε το podcast /Δημήτρης Τάσκος: Η κλιματική αλλαγή δεν αντιμετωπίζεται μόνο με τεχνικές λύσεις

Για τον ερευνητή δύο είναι τα επίπεδα συζήτησης πάνω στο ζήτημα της κλιματικής κρίσης. Το ένα αφορά τη βιωσιμότητα και το δεύτερο τα τεχνολογικά γνωρίσματα που παρουσιάζει μια παραγωγή σε μια συγκεκριμένα περιοχή. Επιπλέον, όπως λέει, όταν μιλάμε για κλιματική αλλαγή θα πρέπει να έχουμε στο νου μας όχι μόνο τις αυξημένες θερμοκρασίες αλλά και τη μεταβλητότητα, δηλαδή «ένας οργανισμός μπορεί να προσαρμόζεται σε μια κανονική καμπύλη θερμοκρασιών, αλλά είναι πάρα πολύ δύσκολο να προσαρμόζεται σε μεταβολές οι οποίες γίνονται με μεγάλη συχνότητα σε μικρή χρονική περίοδο». Οι παρατεταμένες ξηροθερμικές συνθήκες αλλά και συμπυκνωμένες βροχοπτώσεις και χαλαζοπτώσεις κατά περιόδους επηρεάζουν, σύμφωνα με τον ίδιο, και την επόμενη καλλιεργητική χρονιά ενώ παράλληλα ενδέχεται να οδηγήσουν σε ποιοτικές και ποσοτικές απώλειες που οφείλονται σε έξαρση ασθενειών και σε δυσκολίες στη φυτοπροστασία. Το σίγουρο για τον κ. Τάσκο είναι ότι μιλάμε για φαινόμενο που εξελίσσεται και χρειάζεται παρατήρηση και έρευνα, ωστόσο η παραγωγή καταγράφει ήδη μια μέση μείωση 30-40% περίπου. Αυτό δείχνουν για δεύτερη χρονιά και τα επίσημα στοιχεία του αρμόδιου τμήματος του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή καθώς η αμπελοοινική περίοδος 2024/25 κατέγραψε όγκο παραγωγής 1.430.666 εκατόλιτρων (hl), μειωμένη κατά 32,73% σε σύγκριση με το 2023 και είναι η δεύτερη χαμηλότερη στην ιστορία, μετά την περσινή περίοδο (2023/2024) όπου είχε καταγραφεί οριακά χαμηλότερη παραγωγή στα 1.379.433 hl σύμφωνα με ενημέρωση της Κεντρικής Συνεταιριστικής Ένωσης Αμπελοοινικών Προϊόντων (ΚΕΟΣΟΕ).

Η οριστική και βασισμένη στις δηλώσεις παραγωγή των οινοποιείων και των μεταποιητών παραγωγής οίνου εμφανίζεται ελαφρώς αυξημένη κατά 3,92% το 2024/2025 σε σύγκριση με την παραγωγή 2023/2024.

Πολυπαραγοντικό το πρόβλημα, δεν αρκούν οι συμπτωματολογικές λύσεις

Και ενώ οι αμπελουργοί αναζητούν λύσεις μέσω καλύτερης διαχείρισης των υδάτινων πόρων, ήδη η συζήτηση για αλλαγή των ποικιλιών έχει ανοίξει, κάτι που δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερη ανησυχία καθώς κινδυνεύει να διαρρηχθεί ο δεσμός μεταξύ μιας περιοχής και των ποικιλιών της στα πλαίσια μιας γεωγραφικής ένδειξης.

Photo Credit: Αφροδίτη Μιχαηλίδου

Για τον Δημήτρη Τάσκο από τις λύσεις που προτείνονται για την επιβίωση μιας παραγωγής στον τόπο είναι η γεωγραφική μετατόπιση κάποιων ζωνών καλλιέργειας, άρα και ποικιλιών, ή η εισαγωγή άλλων, που θα έχουν τα χαρακτηριστικά που θα επιτρέπουν την οικονομική και την τεχνολογική/αγρονομική τους προσαρμογή. Όπως, όμως, επισημαίνει «αυτά λέγονται εύκολα, αλλά γίνονται δύσκολα. Επειδή το να πεις ότι μετατοπίζονται οι ζώνες καλλιέργειας σε ένα τόσο ρυθμιστικό πλαίσιο γεωγραφικών ενδείξεων, αυτό της Ε.Ε. και το εθνικό, μέσα σε μια αγορά που έχει στηθεί πάνω σε αυτά, δεν είναι εύκολο πράγμα. Αλλά δεν το αποκλείω ότι είναι ένας από τους τρόπους που θα καταφέρει τελικά ο αμπελοοινικός τομέας σε κάθε χώρα και σε κάθε περιοχή μέσα σε κάθε χώρα να προσπαθήσει να προσαρμοστεί. Δεν είναι όμως αυτό το απλό πραγματάκι που λέμε “α ξέρετε, παίρνουμε το αμπέλι από τα 200 μέτρα και το πάμε στα 800 μέτρα, όπου οι θερμοκρασίες είναι διαφορετικές”, δεν είναι η λύση στην προσαρμογή, δεν είναι να πιάσουμε έναν παράγοντα και να τον αντιμετωπίσουμε, είναι πολυπαραγοντικό το πρόβλημα».

«Μιλάμε για μια καλλιέργεια η οποία αποτυπώνει τον τόπο στον οποίο έχει φυτευτεί μετά από τα πρώτα 10 -15 χρόνια. Οπότε δεν είναι εύκολο κάθε 15 χρόνια να φυτεύεις ένα καινούριο αμπέλι» επισημαίνει από την πλευρά του ο Χρ. Ταραλάς για να συμπληρώσει: «Θα πρέπει να βρούμε τις ιδανικές συνθήκες και τοποθεσίες έτσι ώστε το αμπέλι να το φυτέψουμε τώρα και να διαρκέσει για πάνω από 40-50 χρόνια, ώστε να δώσει ένα πολύ διαφορετικό καρπό».

Στο ερώτημα αν η Πολιτεία στηρίζει κάποιες πρωτοβουλίες αντιμετώπισης ή προσαρμογής στο φαινόμενο οι απαντήσεις είναι δυστυχώς οι αναμενόμενες. «Υπάρχει μια πάρα πολύ καλή θα έλεγα συνεργασία των αμπελοκαλλιεργητών και των οινοποιών με τα Πανεπιστήμια. Υπάρχει μεγάλο πρόβλημα στην επαφή αυτή τη στιγμή του κλάδου μας με το Υπουργείο διότι είναι υποστελεχωμένο. Οι προσπάθειες που κάνουμε σαν καλλιεργητές και σαν οινοποιοί είναι  να προσπαθήσουμε να επικοινωνήσουμε το προϊόν μας και με την τοπική κοινωνία και με το εξωτερικό και αυτό βλέπουμε ότι λαμβάνει στήριξη αλλά είναι και δύσκολο» λέει ο κ. Ταραλάς. Σύμφωνα με τον ίδιο, υπάρχουν πιέσεις έτσι ώστε να υπάρξει μια σωστή αντιμετώπιση και των ευρωπαϊκών κονδυλίων και των προγραμμάτων τα οποία προορίζονται για την αμπελοκαλλιέργεια, έτσι ώστε ο κλάδος να στηριχθεί και να αναπτυχθεί.

Παρ’ όλα αυτά, όπως ξεκαθαρίζει ο κ. Τάσκος, οι επιστήμονες δεν μπορούν μόνοι τους να τα βάλουν με τη φύση. «Η Πολιτεία δεν κάνει τίποτα. Εγώ θα σας πρότεινα να κάνετε και ένα δεύτερο ερώτημα: τι κάνει και ο αμπελοοινικός κλάδος; Η απάντηση είναι ότι κάνει μεσοβέζικα πράγματα και στην πραγματικότητα, κατά τη γνώμη μου, δεν κάνει και τίποτα».

Photo Credit: Αφροδίτη Μιχαηλίδου

Για τους καλλιεργητές και τους ερευνητές το να συζητάμε για προσαρμογή είναι αυτονόητο. Ωστόσο, μια συμπτωματολογική αντιμετώπιση ενός παγκόσμιου φαινομένου, όπως η κλιματική αλλαγή, οδηγεί συχνά σε ημίμετρα. «Δεν υπάρχει άλλος τρόπος από το να κάτσει κανείς και να σχεδιάσει στρατηγικά. Δεν μπορείς να το κάνεις αποσπασματικά και σε καμία περίπτωση δεν είναι μόνο στα χέρια του επιστημονικού κόσμου, είναι τεράστιο λάθος. Χρειάζεται  απόδοση των πραγματικών αιτίων, τι φταίει και ίσως χρειάζεται αλλαγή παραγωγικού μοντέλου» επισημαίνει ο ερευνητής.

Σε κάθε περίπτωση στο αν οι ευρωπαϊκές πολιτικές βοηθούν στην επίλυση των προβλημάτων η απάντησή του είναι περισσότερο από σαφής: «Αν κάνει κανείς μια απλή διαδικτυακή αναζήτηση και βάλει τη λέξη κλιματική αλλαγή και αμπέλια ή κρασιά, θα βρει έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών μέσα σε επίσημα κείμενα της ΕΕ, όπως είναι και η ΚΑΠ. Αλλά το νόημα είναι τι κάνεις τελικά, όχι μόνο αν γράφεις πέντε πράγματα από τα οποία κάποια μπορεί να είναι ασφαλώς σωστά, είναι με ποιον τρόπο ενεργοποιείς τον κόσμο. Εγώ δε βλέπω να ενεργοποιείται ο κόσμος και γι’ αυτό ανέφερα ότι μια από τις συνέπειες που έχει η εφαρμογή της ΚΑΠ όλες αυτές τις δεκαετίες είναι ότι έχασε η ύπαιθρος τον κόσμο της. Πώς θα έχεις ανθεκτική ύπαιθρο και ανθεκτικά αμπέλια όταν δεν έχεις κόσμο να καλλιεργεί;».

Δείτε τη συνέχεια της έρευνας: Μυδοκαλλιέργειες στον Θερμαϊκό: Υπάρχει περιθώριο να αποτραπεί η καταστροφή;

Η έρευνα «Ήταν στραβό το κλίμα…» πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ-Παράρτημα Ελλάδας

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Μυδοκαλλιέργειες στον Θερμαϊκό: Υπάρχει περιθώριο να αποτραπεί η καταστροφή;

Ροδάκινα Ημαθίας: Αναζητώντας ισορροπία στην εποχή των ακραίων καιρικών φαινομένων