in

Οι ξεχασμένες υποσχέσεις και οι γαλλικές εκλογές. Του Γιάννη Σιώτου

Οι ξεχασμένες υποσχέσεις και οι γαλλικές εκλογές. Του Γιάννη Σιώτου

Λίγες μέρες πριν τον πρώτο γύρο των περιφερειακών εκλογών στην Γαλλία, ανακοινώθηκε επίσημα ότι η ανεργία βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 18 ετών και ότι πλέον ξεπερνά τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. 2,9 εκατομμύρια εργαζόμενοι στη μητροπολιτική Γαλλία βρίσκονται στις λίστες της ανεργίας. Και όλα δείχνουν ότι οι λίστες αυτές θα μεγαλώσουν ακόμα περισσότερο. Λίγα 24ωρα μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του πρώτου γύρου των περιφερειακών εκλογών, η Κεντρική Τράπεζα της Γαλλίας χαμήλωσε τον πήχη των προβλέψεων για την ανάπτυξη στο 0,3%. Βασική αιτία, η πτώση του κλάδου των υπηρεσιών, μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα στο Παρίσι και τις μαζικές ακυρώσεις τουριστικών πακέτων. Για έναν πρόεδρο που εκλέχθηκε υποσχόμενος-και-τη μείωση της ανεργίας, αυτό δεν είναι το καλύτερο που θα μπορούσε να περιμένει. Μπορεί το Παρίσι να έχει ήδη διαμηνύσει στις Βρυξέλλες ότι δεν θα συμμορφωθεί με το όριο 3% στο έλλειμμα στο προγραμματισμένο χρονοδιάγραμμα, λόγω του αυξημένου κόστους αντιμετώπισης της τρομοκρατίας, αλλά σε κάθε περίπτωση τα τρία εκατομμύρια άνεργοι δεν θα βρουν δουλειά από αυτές τις ανακοινώσεις.

Αλλά υπάρχουν και άλλα σημάδια που δείχνουν ότι για τους Γάλλους εργάτες οι μέρες που έρχονται θα είναι ακόμα πιο δύσκολες. Δεν είναι λίγοι εκείνοι οι οικονομολόγοι που υποστηρίζουν ότι η αποβιομηχανοποίηση της γαλλικής οικονομίας είναι γεγονός (βασίζονται στην υποχώρηση του ποσοστού συμμετοχής της βιομηχανίας στο γαλλικό ΑΕΠ) και ότι η άλλοτε κραταιά γαλλική βιομηχανία περνά σταδιακά στα χέρια “επενδυτών”. Αλλά και οι αγρότες ανησυχούν. Πριν μερικούς μήνες έγινε γνωστό ότι αρκετές χιλιάδες από αυτούς βρίσκονται στο χείλος της χρεοκοπίας λόγω υπερδανεισμού. Επίσης είναι γνωστό ότι χιλιάδες μικροί παραγωγοί τυριού και κρασιού άλλαξαν δουλειά λόγω του ανταγωνισμού των πολυεθνικών. Και με δεδομένη τη συμφωνία για το εμπόριο με τις ΗΠΑ, αυτό είναι η αρχή.

Αν κάποιος συνδυάσει τις εξελίξεις αυτές με τα τρομοκρατικά κτυπήματα, τότε η άνοδος της Λεπέν αποκτά μία άλλη δυναμική, τόσο για τη Γαλλία όσο και για το μέλλον της Ε.Ε., αφού ουσιαστικά επιβεβαιώνουν τις επιθέσεις της Λεπέν εναντίον της Ε.Ε. και δικαιολογούν τις εκκλήσεις της, η Γαλλία να αποχωρήσει από το ευρώ και να επιβάλει προστατευτικούς δασμούς.

Πλέον η γαλλική κοινή γνώμη έχει συνειδητοποιήσει ότι τόσο ο Ολάντ όσο και ο Σαρκοζί πιστεύουν ότι η Γαλλία ωφελείται από την παγκοσμιοποίηση -ακόμα κι αν δεν το λένε έτσι- και ότι υποστηρίζουν τη συνέχιση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Έτσι ανοίγουν τον δρόμο στο Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν, να αντιπροσωπεύσει τη «Γαλλία του Όχι», εκείνους δηλαδή τους ψηφοφόρους που απέρριψαν το ευρωπαϊκό σύνταγμα το 2005 και πιστεύουν ότι το κλειδί για ένα καλύτερο μέλλον είναι να επαναβεβαιωθεί η εθνική κυριαρχία. Αυτοί οι ψηφοφόροι αισθάνονται ότι έχουν χάσει την πατρίδα τους. Γι’ αυτούς, η Γαλλία έχει καταληφθεί από τους μετανάστες, τους ευρωκράτες των Βρυξελλών, τους τεχνοκράτες των διεθνών οργανισμών, καθώς και από τους χρηματιστές στις παγκόσμιες αγορές. Θα ήθελαν να στείλουν ένα ηχηρό μήνυμα κατά του στάτους κβο. Γι’ αυτό η η Μαρίν Λεπέν εστίασε την εκστρατεία της στην απελευθέρωση της Γαλλίας από εξωτερικές πιέσεις και περιορισμούς. Καταφέρθηκε τόσο εναντίον της Ευρώπης, του υπερφιλελευθερισμού και των παγκόσμιων αγορών όσο και κατά των μεταναστών. Πράγματι, η κοινωνική σύνθεση των ψηφοφόρων της -νέοι, με λιγότερες πιθανότητες κοινωνικοοικονομικής βελτίωσης από τους γονείς τους, εργάτες και συνταξιούχοι- μοιάζει όσο τίποτα άλλο με το αμερικανικό «Πάρτι τσαγιού».

Και αυτό ήταν φανερό από τις αρχές της δεκαετίας του ’00. Η Sophie Meunier, ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο Princeton, περιγράφει τη “Γαλλία του Όχι” με τον πιο γλαφυρό τρόπο. Σε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε το 2012, ανέφερε:

“…Το 2002, όταν ο ύμνος του Τόμας Φρίντμαν υπέρ της παγκοσμιοποίησης με το βιβλίο με τίτλο ‘Το Lexus και η ελιά’ ήταν διεθνές μπεστ σέλερ, οι Γάλλοι του γύρισαν την πλάτη. Ποτέ δεν μεταφράστηκε στα γαλλικά. Αντ’ αυτού, οι Παριζιάνοι διάβαζαν μαζικά ‘Η Οικονομική Φρίκη’, το βραβευμένο αντικαπιταλιστικό υβρεολόγιο της Βιβιάν Φορεστέρ, και το ‘Ο κόσμος δεν είναι προς πώληση’, διατριβή κατά των επιχειρήσεων από τον εθνικό ‘ήρωα της ημέρας’, Ζοζέ Μποβέ”.

Μόνο με την αναγνώριση ότι οι εκλογές όντως επικεντρώθηκαν στο ζήτημα του βαθμού της ανοικτής ή μη πολιτικής μπορεί κανείς να καταλάβει τις εξαιρετικές επιδόσεις της Λεπέν καθώς οδηγεί ένα κόμμα ενωμένο από τον εθνικισμό και το αντι-μεταναστευτικό αίσθημα. Το να κάνει αποδιοπομπαίους τράγους τους «άλλους» -ειδικά αν αυτοί έχουν βορειοαφρικανική προέλευση ή είναι μουσουλμάνοι- παίζει καλά μέσα στη μερίδα του εκλογικού σώματος που εκπροσωπεί. Και οι τρομοκρατικές επιθέσεις σίγουρα βοήθησαν την Λεπέν στις κάλπες. Όμως οι εκκλήσεις της να σταματήσει η μετανάστευση και να «δοθεί η Γαλλία πίσω στους Γάλλους» ήταν μόνο ένα τμήμα της πολιτικής της πλατφόρμας.

Ένα είναι σίγουρο: η απογοήτευση βοήθησε στην ενίσχυση της Λεπέν. Ο Ολάντ και ο Μοσκοβισί βασίστηκαν, στη διάρκεια της γαλλικής προεδρικής προεκλογικής εκστρατείας, στη ρητορική κατά των τραπεζών, στην οργή εναντίον των πλουσίων και στην απόρριψη των δημοσιονομικών πολιτικών που ευνοούν τις αγορές, οι οποίες καταπιέζουν το βιοτικό επίπεδο σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επίσης, οι σοσιαλιστές δεσμεύτηκαν να καταργήσουν κάποιες από τις συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις του Σαρκοζί και να αυξήσουν τους φόρους στους πλούσιους, ενώ επέκριναν το δημοσιονομικό σύμφωνο της Ε.Ε. και τη δέσμευσή της για λιτότητα. Πέραν αυτών, στο πακέτο των προεκλογικών δεσμεύσεων κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας για τον δρόμο προς το Ελυζέ είχαν δεσμευτεί: να υλοποιήσουν ευρύτερες αλλαγές στο ευρωπαϊκό σύμφωνο λιτότητας, που θα δημιουργούσαν εργαλεία για την οικονομική ανάπτυξη, να διατηρήσουν την ηλικία συνταξιοδότησης στα 60 έτη, να αυξήσουν τον αριθμό των εκπαιδευτικών και των αστυνομικών και να χρησιμοποιηθούν κρατικοί πόροι για να επιδοτηθεί η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.

Σίγουρα ο Γάλλος πρόεδρος ελάχιστα κοινά έχει με τον άνθρωπο που περιέγραφε ο Camille Pecastaing, καθηγητής στη Σχολή Ανώτερων Διεθνών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins, σε κείμενο που δημοσιεύτηκε το 2012. Εκεί, αναφερόμενος σε ένα προχωρημένο μάθημα Οικονομικών στο Sciences Po στη δεκαετία του ΄90, στο οποίο συμμετείχε και ο σημερινός Γάλλος πρόεδρος, έγραφε μεταξύ των άλλων: «…Ο Ολάντ ήταν ο σκοτεινός… ξαφνικά άστραφτε, όταν έφτανε στους αριθμούς που δείχνουν πώς εύπορες τάξεις είχαν πράγματι ωφεληθεί οικονομικά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, υπό την διοίκηση του πρώτου σοσιαλιστή προέδρου της Γαλλίας, Φρανσουά Μιτεράν. Η ανισότητα ήταν ήδη το νόημα της ζωής του Ολάντ: Ποτέ άλλοτε δεν έδειχνε τόση μαχητικότητα όπως όταν κατήγγελλε την υποκρισία της αστικής τάξης, πάντοτε παραπονούμενος σχετικά με τις αναδιανεμητικές πολιτικές του κράτους και τις μεθοδεύσεις διατήρησης των προνομίων των αστών».

Τελικά, στη διάρκεια της προεδρικής θητείας του, τα περισσότερα από αυτά που έλεγε δεν υλοποιήθηκαν. Ακόμα και η προσπάθεια που έκανε το καλοκαίρι του 2014 με τους άλλους Ευρωπαίους σοσιαλδημοκράτες να αλλάξουν το Σύμφωνο Σταθερότητας έπεσε στο κενό. Αυτό που απομένει είναι να δούμε αν στον χρόνο που απομένει μέχρι τις επόμενες προεδρικές εκλογές θα θυμηθεί τις αναφορές του για την ανισότητα, τον ρόλο της Ε.Ε. και του Συμφώνου Σταθερότητας. Και σίγουρα οι ευρωπαϊκοί συσχετισμοί έχουν αλλάξει και αυτό τον ευνοεί να αναδειχθεί σε πόλο συσπείρωσης για όλους τους Νοτιοευρωπαίους. Ίσως αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος για να αντιμετωπιστεί η ρητορική της κυρίας Λεπέν και να δοθεί στην Ευρώπη μια ευκαιρία.

Πηγή: Εφημερίδα Αυγή

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Άσαντ: Δεν θα διαπραγματευτώ με «τρομοκράτες», όπως επιθυμούν ΗΠΑ και Σαουδική Αραβία

«Να δικαστούν στην Ελλάδα οι πέντε φοιτητές». Του Δημήτρη Σαραφιανού