Ενόσω η θηριωδία στη Γάζα εξελίσσεται, -ας ελπίσουμε ότι θα μακροημερεύσει η ανακωχή- για μια στιγμή, ας σταθούμε και μέσα στο Ισραήλ. Αναλογίζομαι όλους αυτούς τους ανθρώπους που έχουν κατ’ αρχήν αρνηθεί να πάρουν τα όπλα και να συμμετέχουν στο έγκλημα. Νέα παιδιά, κατά βάση, αρνούνται την συμμετοχή στο μακελειό και το πληρώνουν φυσικά με φυλάκιση και κυρίως το στίγμα του προδότη. Ύστερα, αναλογίζομαι όλους αυτούς που δεν δέχονται τις αιτιάσεις και τις δικαιολογίες του κράτους τους και σθεναρά διαδηλώνουν και γράφουν την άποψή τους εναντιούμενοι στο έγκλημα που η πατρίδα τους διαπράττει. Κι αυτοί με τη σειρά τους το πληρώνουν ακριβά και, κυρίως, κολλάνε και σε αυτούς την ρετσέτα του προδότη. Ύστερα αναλογίζομαι, τι στα κομμάτια έχουν γίνει όλοι αυτοί οι συγγραφείς που μας τους πλάσαραν τα τελευταία χρόνια ως εκπροσώπους του φιλειρηνικού κινήματος. Που είναι χαμένοι; Κλειδοστόμιασαν; Τους κρατάει κανένας το χέρι πάνω από τα πληκτρολόγια; Εδώ ο 95χρονος Έρνστ Ρόζενταλ επιζήσας του Άουσβιτς διαλαλεί «όχι στ’ όνομά μου το έγκλημα», η Αμίρα Χας γράφει από την Ραμάλα πύρινες ανταποκρίσεις ακόμη και η υφυπουργός εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας παραιτείται, που είναι οι «φιλειρηνιστές συγγραφείς» του Ισραήλ;Τι ρόλο έχουν παίξει οι άνθρωποι αυτοί όλα τα προηγούμενα χρόνια, που εμφανιζόταν ως άνθρωποι του μέτρου και της λογικής, της «δίκαιης» λύσης, που πάντα βρίσκεται… στη μέση; Μάλλον είναι εκεί που ήταν πάντα ταγμένοι. Στην υπηρεσία της προπαγάνδας των σιωνιστών. Δεν είναι δική μου η διαπίστωση. Έχει γίνει εδώ και χρόνια από εκείνους τους ισραηλινούς που αρνήθηκαν να υπηρετήσουν την ανηθικότητα με την επιδεξιότητα που το σύγχρονο μάρκετινγκ διαθέτει και πλασάρει.
Το 2007 κυκλοφόρησε στη Γαλλία και, το 2011 μεταφράστηκε στη γλώσσα μας, ένα βιβλίο αποκαλυπτικό όσων προανέφερα. Το έγραψε ο ισραηλινός ποιητής Γιτζάκ Λαόρ και έχει τίτλο «Ο μύθος του φιλελεύθερου σιωνισμού – Οι «Συγγραφείς της ειρήνης» στο Ισραήλ» (από τις εκδόσεις Άγρα, σε εξαιρετική μετάφραση από τον Σάββα Μιχαήλ). Στον πρόλογο κιόλας ο Ζοσέ Σαραμάγκου διευκρινίζει ότι, ο συγγραφέας του βιβλίου, μας εξηγεί γιατί «η μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού φαίνεται να έχει αποφασίσει να στηρίξει την κυβέρνηση στις πιο ακραίες της θέσεις σχετικά με την αντιμετώπιση των Παλαιστινίων» η οποία χαρακτηρίζεται « από περιφρόνηση και μισαλλοδοξία, γεγονός το οποίο σε πρακτικό επίπεδο έχει οδηγήσει στο ακραίο σημείο της άρνησης κάθε ανθρώπινης ιδιότητας στον παλαιστινιακό λαό, φθάνοντας μάλιστα, μερικές φορές, στην άρνηση του βασικού δικαιώματος στην ύπαρξη».
Από την πρώτη κιόλας πρόταση του Λαόρ καταλαβαίνουμε τι θα ακολουθήσει: «Παρ όλες τις διαμαρτυρίες του για την εχθρότητα που επιδεικνύουν τα μαζικά μέσα ενημέρωσης, το Ισραήλ απολαύει προνομιακής μεταχείρισης στην Ευρώπη» και σαφέστερα παρακάτω γράφει «…η Ευρώπη μέσα από εμάς, ενίσχυσε το μίσος της για το Ισλαμ και του Άραβες: Το Κράτος μας, που παρουσιάζεται σαν ο κληρονόμος των θυμάτων του Ολοκαυτώματος(που τα περισσότερα «διαφέρανε πολύ από τους σύγχρονους Ευρωπαίους» και τα οποία τα κοροιδεύανε με τα ίδια λόγια που χρησιμοποιούν σήμερα για να διαπομπεύσουν τους προσηλωμένους στη μουσουλμανική παράδοση) άνοιξε τον δρόμο για την επιστροφή του αποικιακού».
Ο Λαόρ, ανατέμνει την κοινωνία του Ισραήλ, μιλά για το παρελθόν των Εβραίων της Αφρικής και της Ρωσίας, των Ευρωπαίων φυσικά, και τις διαφορές της κουλτούρας τους την οποία απαρνούνται για να γίνουν Ισραηλινοί. Μιλά ανυπόκριτα για τις σχέσεις με τους παλαιστίνιους, την παράταση της αδικίας, τις σφαγές για τις οποίες ντρέπεται, την προπαγάνδα που εμφανίζει πάντα τους παλαιστίνιους σαν τον σατανά, τις συμφωνίες που δεν τηρήθηκαν, όσα θυμόμαστε, εν ολίγοις, από το παραμύθι που μας έχουν σερβίρει τα μίντια τις τελευταίες δεκατείες.
Κι ύστερα ασχολείται με τους «συγγραφείς της ειρήνης» και, τους δύο πλέον γνωστούς, τον Αμός Οζ και τον Αβραάμ Γιεοσούα. Τους σχολιάζει μέσα από τα λογοτεχνικά τους κείμενα και μέσα από τις συνεντεύξεις τους. Τραβάει το πέπλο σεβασμού που επιδεικνύει η κριτική στη δύση, αναδεικνύει τον προπαγανδιστικό τους λόγο και, τονίζει, γιατί η δύση τους αντιμετωπίζει ως ιεροκήρυκες του «δικαίου». Διότι, όπως λέει ο Λαόρ, στη Γαλλία για παράδειγμα τους αντιμετωπίζουν έτσι «γιατί ο λόγος τους είναι γεμάτος από πρωτόγονες εικόνες, γιατί ανταποκρίνεται στον γαλλικό ρατσιστικό λόγο για τους μετανάστες… η παλιά ξενοφοβία βρήκε τους νέους της προφήτες». Επιπλέον, λέει ο Λαόρ, οι συγγραφείς αυτοί σιωπούν. Για τις σφαγές στη Ράφα, τη Γάζα και την Τζενιν η σιωπή τους αυτή είναι πολύτιμη. Με αξιοθαύμαστη γενναιότητα ο ποιητής αυτός θέτει και απαντά στο ερώτημα των ερωτημάτων: «Χρησιμοποιούν τη γενοκτονία των Εβραίων της Ευρώπης για να αρνηθούν ότι συμβαίνει στους Παλαιστίνιους; Βεβαίως και ναι. Όταν ο Elie Wiesel, Ο Κλώντ Λάντσμαν ή κάθε άλλος υπέρμαχος της μνήμης του Ολοκαυτώματος στρατολογείται για να υπερασπίσει το Ισραήλ, το κάνει, όπως όλοι ξέρουμε, στο όνομα των επιζησάντων και των θυμάτων – δηλαδή στο όνομα του κράτους του Ισραήλ. Τα όρια μεταξύ Εβραίων και Ισραηλινών είναι ασαφή, οι ρόλοι που τους βάζουν να παίξουν είναι μπερδεμένοι, κάτω από τη μία και μοναδική ταμπέλα:θύματα» οπότε καταγγέλλει όλους όσους κερδοσκοπούν με το συναίσθημα «η ρητορεία όμως αυτή πάει πάντα χέρι χέρι με έναν συναισθηματικό εκβιασμό: Εσείς, που μας είχατε κάνει θύματά σας, δεν έχετε συγχωρεθεί ακόμα γιατί υπάρχουν αντισιωνιστές ανάμεσά σας».
Φωνάζει όσο πιο δυνατά μπορεί ο Λαόρ: «οι συγγραφείς δεν είναι πρεσβευτές» αλλά έχει να αντιπαλέψει πρεσβείες, ινστιτούτα, μορφωτικούς ακόλουθους, εκδοτικούς κολλοσούς, ατζέντηδες, μάνατζερ, διαφημιστές και κυβερνήσεις. Γι αυτό, παρατηρεί ο Λαόρ, μόλις κυκλοφορεί ένα βιβλίο αυτών των συγγραφέων όλες οι εφημερίδες της δύσης λένε το ίδιο πράγμα με τα ίδια μάλιστα λόγια του δελτίου τύπου ενώ για τον Λαόρ και άλλους σαν κι αυτόν τους σκεπάζει η σιωπή.
Διαβάστε το βιβλίο του Γιτζάκ Λαόρ ως διαχρονική μαθητεία στα γενόμενα, πέρα από την ειδησεογραφία. Αξίζει και μόνο για να σταθείτε μια στιγμή δίπλα σε έναν γενναίο ποιητή.