Η πρόσφατη αποχώρηση του ηθοποιού Άρη Σερβετάλη από την παράσταση «Ρινόκερος» στην οποία πρωταγωνιστούσε επειδή δεν ήθελε να παίξει σε κοινό που αποτελείται μόνο από εμβολιασμένους έφερε στο ευρύτερο προσκήνιο το έργο του Ιονέσκο. Κι αυτό είναι ευτύχημα. Άνθρωποι που δεν είχαν ακούσει ποτέ τον συγγραφέα ή το θέμα του έργου, που γράφτηκε το 1959, το έψαξαν, συζήτησαν, ίσως και να προβληματίστηκαν για το τι τελικά συμβολίζει ο «Ρινόκερος».
Της Αιμιλίας Καραλή για την εφημερίδα «Πριν»
Σύμφωνα με τις περισσότερες μελέτες, αλλά και δηλώσεις του ίδιου του Ιονέσκο, το έργο αποτελεί μία σπουδή για την μαζοποίηση στην οποία οδηγούν τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, αλλά και συμπεριφορές όπως ο φανατισμός, η οπαδοποίηση, ο καταναλωτισμός. Η υπόθεση είναι απλή και στηρίζεται σε ένα «παράλογο». Σε μια επαρχιακή πόλη της Γαλλίας εμφανίζεται ένας ρινόκερος και σιγά -σιγά όλοι οι κάτοικοί της μετατρέπονται σε ρινόκερους. Πολλοί το επιλέγουν μάλιστα, ακόμα κι εκείνοι που αρχικά είχαν τρομάξει, ανεξάρτητα από την μόρφωση, την κοινωνική τους θέση, την εξουσία. Μόνον ένας, ο Μπερανζέ, αρνείται να «συνθηκολογήσει», ακόμη κι αν είναι «ο τελευταίος άνθρωπος».
Δεν θα μείνω στο γιατί ο Ιονέσκο διάλεξε -από όλα τα ζώα- τον ρινόκερο για να συμβολίσει την ισοπέδωση, το μίσος και την καταστροφή, χαρακτηριστικά που κουβαλούν μέσα τους πολλοί άνθρωποι• ούτε και γιατί η έννοια του ανθρώπου παρουσιάζεται μόνο με την «υψηλή» και «ευγενή» της διάσταση. Θα αποδεχτώ την σύμβαση του έργου και τα ερωτήματα/θέματα τα οποία υποβάλλει. Και κυρίως: τον παραλογισμό της εκούσιας μετατροπής του ανθρώπου σε μισάνθρωπο, της ομιλίας σε μουγκρητό, της λογικής σε ένστικτο, της μελωδίας σε βουητό, του επιχειρήματος σε διαταγή, του γλυκόλογου σε βρισιά, της κοινωνίας σε αγέλη, της συλλογικότητας σε άθροισμα ατόμων.
Η «ρινοκερίτιδα» δεν είναι ούτε αρρώστια ούτε βιολογικός μετασχηματισμός. Είναι η αποκάλυψη των πιο βάναυσων πλευρών του ανθρώπου σε εποχές φόβου και διάλυσης. Είναι η εσωτερική μορφή που εξωτερικεύεται και φανερώνει το τέρας που έκρυβε μέσα της. Είναι η εκδήλωση της αγριότητας που τρέφει η ανταγωνιστική κοινωνία, αλλά και τρέφεται από αυτήν.
Την βλέπουμε στο βλέμμα και στα οπλισμένα χέρια των γυναικοκτόνων και των κουτσαβάκηδων αστυνομικών που θεωρούν τα ανθρώπινα σώματα πεδία βολής• στα σκοτεινά πρόσωπα των κυβερνώντων, όταν με σφιγμένα χείλη αναγγέλλουν κάθε τόσο μέτρα για την ζωή και τον θάνατό μας• στον καλοντυμένο κυνισμό των μιντιακών πραιτοριανών τους, όταν ρίχνουν την ευθύνη στους φτωχούς και στους αδύναμους για τα δεινά τους. Την παρατηρούμε στον κοινωνικό αυτοματισμό των «νοικοκυραίων» που κατηγορούν ή θαυμάζουν ανάλογα με τα απωθημένα και τις εντολές που παίρνουν από τους σύγχρονους «Μεγάλους Αδελφούς». Την παρακολουθούμε στα γυάλινα αλώνια των ριάλιτι που εξευτελίζουν όχι μόνο τους πρωταγωνιστές αλλά και τους θεατές τους.
«Ρινοκερίτιδα» είναι η κλοτσιά που έδωσε ο εργάτης στο σώμα της μικρής Όλγας για να δει αν ζει ή αν έχει πεθάνει και να ειδοποιήσει τα αφεντικά του προκειμένου να αποφασίσουν για το τι θα το κάνουν. Αυτή η κλοτσιά είναι και «το τέλος του κόσμου» των «κούφιων ανθρώπων», για να παραλλάξω τον Έλιοτ.
Ποια μπορεί να είναι η αρχή ενός διαφορετικού κόσμου; Νομίζω ότι είναι αυτή που ζητούσε το μικρό, ανορθόγραφο πλακάτ που κρατούσαν οι συγγενείς του δολοφονημένου από αστυνομικούς δεκαοκτάχρονου Νίκου Σαμπάνη στην πρόσφατη πορεία του Πολυτεχνείου: «Δηκεοσίνη για τον Νίκο». Αυτή η δικαιοσύνη δεν καταγράφεται στα λεξικά, δεν απονέμεται από κανένα δικαστήριο. Διεκδικείται και κατακτιέται καθημερινά για να ανοίξει τον δρόμο για μια κοινωνία απαλλαγμένη από ανθρώπους-ρινόκερους.
«Ό,τι και αν αποφασίσετε για το μέλλον σας, με όποιον κι αν συμπορευτείτε να είστε πάντα καλοί και δίκαιοι άνθρωποι. Σας ζητώ συγγνώμη γιατί η δική μου γενιά δεν μπόρεσε να σας παραδώσει μια κοινωνία που να σας αξίζει. Παλέψαμε αλλά είμαστε λίγοι. Σας ζητώ συγγνώμη γιατί δεν μπορέσαμε να σας μεταδώσουμε εκείνη την αίσθηση ελευθερίας που είχαμε τις μέρες της εξέγερσης». Με αυτά τα λόγια έκλεισε την συζήτηση με τους μαθητές μου ένας τότε φοιτητής των Τοπογράφων που συμμετείχε τότε στα γεγονότα. Κι εγώ μεταγράφω τον λόγο του με τη σωστή ορθογραφία: Καλί κε Δήκεη.