Οι πολιτικοί κίνδυνοι της κρίσης, του Βάλτερ Μπάγιερ*

Οι σημερινοί financial Times αναφέροντας σε άρθρο τους τα τελευταία στοιχεία του ΟΟΣΑ λένε τα εξής για τους πολιτικούς: «Με την τεράστια αβεβαιότητα που αντιμετωπίζουν θα πρέπει να είναι έτοιμοι για τα χειρότερα».

Η μαρξιστική πολιτική οικονομία μας έχει διδάξει ότι η τρέχουσα κρίση είναι συνέπεια της υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου της οποίας η σημαντικότερη αιτία είναι η διαρκής αναδιανομή των εσόδων και του πλούτου από τα κάτω προς τα πάνω. Αυτό έχει οδηγήσει από τη μια στην μαζική συγκέντρωση χρηματοπιστωτικού πλούτου στα χέρια μιας μικρής ομάδας ατόμων και εταιρειών και από την άλλη σε πτώση στους μισθούς, τα μεροκάματα και τις ιδιωτικές καταναλωτικές δαπάνες και συνακόλουθα στην επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης ως αποτέλεσμα μείωσης της ζήτησης.

Εξάλλου το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας σε σχέση με την ευρωζώνη είναι κι αυτό αποτέλεσμα μιας στρατηγικής σύμφωνα με την οποία το ισχυρότερο καπιταλιστικό κράτος στην Ευρώπη επιχειρεί να λύσει την κρίση υπερσυσσώρευσης στις πλάτες των άλλων. Για την στρατηγική αυτή το νεοφιλελεύθερο κατασκεύασμα της ΕΕ, δηλαδή μια αποσταθεροποιημένη αγορά χωρίς οργανικές κοινωνικές διασυνδέσεις και πολιτικές δικλείδες ασφαλείας, καθώς και το νόμισμα του ευρώ, αποτέλεσαν τα κατάλληλα εργαλεία.

Σήμερα το ζήτημα του δημοσίου χρέους βρίσκεται στον πυρήνα αυτών των προβλημάτων. Αντίθετα με τους επίσης αριστερούς κεϋνσιανούς, οι περισσότεροι μαρξιστές ποτέ δεν υποστήριξαν την ιδέα ότι είναι δυνατόν να λύσουμε με βιώσιμο τρόπο οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα μέσω του δημοσίου χρέους. Σε κοινωνίες όπου το 10% των πλουσιότερων ανθρώπων κατέχουν τα 2/3 των καταθέσεων που επενδύουν σε ομόλογα, το δημόσιο χρέος πάντοτε οδηγεί σε μια διαδικασία ανακατανομής από τα κάτω προς τα πάνω. Οι εύποροι ιδιώτες και οι εταιρείες δεν υποχρεούνται να καταβάλουν φόρους. Αυτός είναι και ο λόγος που το κράτος δανείζεται από αυτούς και κατόπιν πρέπει να πληρώσει και τους τόκους (των οποίων τους φόρους οι ίδιοι ιδιώτες και οι εταιρείες δεν υποχρεούνται να καταβάλουν).

Η αποπληρωμή ή ακόμη και η απομείωση του συνολικού ποσού του χρέους μέσω επιβολής προγραμμάτων λιτότητας είναι λύσεις-παγίδα, στις οποίες δεν πιστεύει πλέον κανείς. Η επιβολή τέτοιων δήθεν λύσεων δεν απαντά σε συστημικές ανάγκες, αντίθετα διευκολύνει την καταβολή των τόκων στους δανειστές. Όσο διαιωνίζεται αυτή η συνθήκη, τόσο σοβαρότερη είναι και η ζημιά στους πληθυσμούς, τόσο υψηλότεροι οι κίνδυνοι για τη δημοκρατία. Είναι φανερό ότι λύσεις χωρίς σημαντική μείωση των ασφαλίστρων στα ομόλογα των κρατικών χρεών δεν νοείται.

Οι πολιτικοί και κοινωνικοί αγώνες  της εποχής μας επιδιώκουν ακριβώς αυτό: το να μην οδηγήσει μια τέτοια υποτίμηση, δηλαδή σε τυφλή υποτίμηση του κεφαλαίου στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης ή ενός πολέμου…Δεν πρόκειται δηλαδή για διαδικασία τεχνική, για “κούρεμα” που πλήττει αδιάκριτα όλους τους χρεώστες. Πρόκειται για μείωση των απαιτήσεων εκείνης της μερίδας του κεφαλαίου που έχει μετατρέψει τον δανεισμό χρημάτων προς (εδαφικές) πολιτικές επικράτειες (δηλαδή προς κράτη) σε επίθεση ενάντια σε ολόκληρους πληθυσμούς, επίθεση μάλιστα νομιμοποιημένη από τα κράτη.

Νομικές και πολιτικές έννοιες ικανές να διασφαλίσουν τον σεβασμό και την προστασία των δίκαιων οικονομικών και κοινωνικών διεκδικήσεων σαφώς και υφίστανται και οφείλουμε να τις επιστρατεύσουμε. Τα εργαλεία υπάρχουν. Αυτό που λείπει είναι η πολιτική βούληση των ελίτ να τα χρησιμοποιήσουν. Ή αλλιώς, αυτό που λείπει είναι μια πολιτική δύναμη σε ευρωπαϊκό επίπεδο τόσο αποφασισμένη και ισχυρή που να μπορεί να επιβάλει μια εναλλακτική πολιτική πρόταση.

Κάθε αντίσταση ενάντια στα μέτρα λιτότητας οφείλει να έχει ρίζες τοπικές και εθνικές. Για να είναι ωστόσο αποτελεσματική και επιτυχημένη, κάθε αντίσταση θα πρέπει να περιλαμβάνει και μια προοπτική ευρωπαϊκή, να συνδέεται με τις προτάσεις για μια εναλλακτική πρόταση και για την υπόλοιπη Ευρώπη, αφού στην εποχή μας οι ταξικές συγκρούσεις έχουν υπερβεί το πλαίσιο των μεμονωμένων κρατών.

Αυτό που αποκαλύπτει αυτή η όλο και βαθύτερη κρίση είναι ότι η επιβολή στις ευρωπαϊκές κοινωνίες μιας ενοποίησης μέσω του “αόρατου χεριού” της ευρωπαϊκής οικονομίας της αγοράς και μέσω της νομισμάτικής ένωσης έχει αποτύχει. Αυτό είναι και το κύριο θεσμικό αίτιο της κρίσης. Οι πολιτικές ελίτ στη Γερμανία, καθώς αντιπροσωπεύουν το ισχυρότερο τμήμα του μεγάλου κεφαλαίου της Ευρώπης, έχουν λοιπόν αποφασίσει να αντικαταστήσουν το “αόρατο χέρι της αγοράς” με τη σιδηρογροθιά ενός ευρωπαϊκού καθεστώτος πακέτων λιτότητας και αυτή τη σιδηρογροθιά την ονομάζουν ευρωπαϊκή ενοποίηση. Η αέναη αλυσίδα έκτακτων συνδιασκέψεων κορυφής – από το σύμφωνο σταθερότητας (euro-pact) στην ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ESFS), από το SIX-PACK (κανόνες του Πακέτου Σταθεροποίησης και Ανάπτυξης) που ουσιαστικά καταργεί στην πράξη την αυτοδυναμία των εθνικών κοινοβουλίων στη σύνταξη του προϋπολογισμού τους, μέχρι την τελευταία πρόταση της Μέρκελ για τροποποιήσεις στις ευρωπαϊκές συμφωνίες, τροποποιήσεις που έχει ήδη δεχτεί ο Νικολά Ζαρκοζύ, όλα αυτά παραπέμπουν σε ένα ποιοτικό άλμα προς μία δημοσιονομική ένωση, η οποία θα σημαίνει ως ένα βαθμό και πολιτική ένωση, ένωση ωστόσο πλήρως καθοδηγούμενη από την Γερμανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα και πλήρως εναρμονισμένη με τους όρους της.

Ας μην ξεχνούμε ότι η raison d’ etre της ΕΕ ήταν κάποτε η προσπάθεια να χαλιναγωγηθεί η αντιπαλότητα Γαλλίας-Γερμανίας, που αποτέλεσε και μία από τις αιτίες των δύο παγκοσμίων πολέμων. Στο πρόσφατο συνέδριο του κόμματός του, ο επικεφαλής της CDU στο γερμανικό κοινοβούλιο Volker Kauder συνόψισε τα αποτελέσματα της τελευταίας συνδιάσκεψης της ΕΕ ως εξής: “Από δω και πέρα, η γλώσσα που θα μιλιέται σε όλη την Ευρώπη είναι τα γερμανικά”.

Σε μια μελέτη που δημοσιεύτηκε τώρα τελευταία στη Γαλλία, η ευρέως αναγνωρισμένη Γερμανική Εταιρεία Εξωτερικής Πολιτικής (Deutsche Gesellschaft für Auswärtige Politik) εκτιμά ότι η Γαλλία όχι μόνον χάνει την επιρροή της στη Βόρεια Αφρική και κατ’ επέκταση το αντίβαρο στην επέκταση της Γερμανίας στην ανατολική Ευρώπη, “αλλά ότι επιπλέον, απειλείται, όπως και τα κράτη της Νότιας Ευρώπης, από νέες “πολιτισμικές συγκρούσεις”. Τα προγράμματα λιτότητας που η Γερμανία επέβαλε στην Ευρωζώνη θα επιφέρουν τεράστιες αλλαγές στα χρεωμένα κράτη, αλλαγές που θα αναδιαμορφώσουν μακροπρόθεσμα ολόκληρη την πολιτικο-οικονομική τους κουλτούρα. Η Ευρώπη θα γίνει γερμανική σε όλα τα επίπεδα που εξετάζουμε…”

Παρατηρούμε σήμερα μια αυταρχική στροφή εντός της ΕΕ. Ο μεγαλύτερος πολιτικός κίνδυνος είναι κατά τη γνώμη μου ότι ακόμη κι αυτή η στροφή, που αναπόφευκτα θα οξύνει τις αντιφάσεις και τις αντιθέσεις στην Ευρώπη – μεταξύ κέντρου και περιφέρειας, μεταξύ Ευρώπης των 17 και των άλλων κρατών συμπεριλαμβανομένου και του Ηνωμένου Βασιλείου, και επίσης –καθόλου ευκαταφρόνητο αυτό- και μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας, δεν θα ικανοποιήσει τις χρηματαγορές. Αυτές θα απαιτούν όλα και μεγαλύτερες δόσεις λιτότητας και ιδιωτικοποίησης, που με τη σειρά τους θα απαιτούν όλο και αυταρχικότερες πολιτικές και καταστολή των αντιστάσεων. Ουσιαστικά η Μέρκελ και ο Σαρκοζύ ανοίγουν το κουτί της Πανδώρας.

Σε αυτό το πλαίσιο οφείλουμε να αντιληφθούμε και την άνοδο και τις επιτυχίες των νέων λαϊκιστικών κομμάτων της δεξιάς.

Στην περίοδο μεταξύ Ιουνίου 2009 και Μαρτίου 2011, τα δεξιά κόμματα έλαβαν 155 από 3066 θέσεις στα 13 κοινοβούλια, που σημαίνει 5% της συνολικής αντιπροσώπευσης. Αυτό οδήγησε στην εισαγωγή και την ενίσχυση εθνικιστικών και δεξιών λαϊκιστικών ή ακροδεξιών κομμάτων στα εθνικά κοινοβούλια όπως το ΑΤΚΑΚΑ στη Βουλγαρία, το Jobbik στην Ουγγαρία και το ΛΑΟΣ στην Ελλάδα. Η τάση αυτή συνεχίστηκε με την ενίσχυση των λαϊκιστικών δεξιών κομμάτων και των ευρωσκεπτικιστών στην ευρωβουλή στις εκλογές του 2010 και εκφράστηκε και στις εκλογές στην Ολλανδία και τη Φινλανδία.

Εκ πρώτης όψεως, το φάσμα των ακροδεξιών και λαϊκιστικών κομμάτων στην Ευρώπη φαίνεται να είναι πολυδιασπασμένο. Όπως ωστόσο δείχνουν οι συγκριτικές μελέτες, έχουν τουλάχιστον τέσσερα κοινά σημεία:

Πέρα από το γνωστό τρίπτυχο “ασφάλεια-μετανάστευση-ανεργία” όπου επικεντρώνεται η λαϊκιστική πολιτική συνθηματολογία, πέρα από την σθεναρή άρνηση της πολυπολιτισμικότητας, που αυτήν τη στιγμή αποτελούν τα κοινά σημεία αναφοράς μεταξύ της λαϊκιστικής δεξιάς και των ας πούμε επίσημων mainstream δεξιών κομμάτων, κατά τη διάρκεια της κρίσης έχει σημειωθεί μια αξιοσημείωτη διαφορά στους τρόπους με τους οποίους η άκρα δεξιά απευθύνεται στα λαϊκά στρώματα και τις μεσαίες τάξεις. Τα περισσότερα έχουν αντικαταστήσει ή έστω παραλλάξει τον μέχρι πρότινος νεοφιλελεύθερο πολιτικό τους λόγο με έναν λόγο περί κρατικής παρέμβασης, εθνικισμού και προστατευτισμού.

Θα ήθελα να σημειώσω κάτι σχετικά με την έννοια του “λαϊκισμού” που έχει προτείνει ο Erneste Laclau, ο οποίος ορίζει τον λαϊκισμό μέσω της επιρροής που ασκεί σε μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας για να τα κινητοποιήσει ενάντια στο υπάρχον σύστημα διαχείρισης της εξουσίας. Με αυτήν την έννοια πιστεύω ότι καλά θα κάναμε, στο σημερινό κοινωνικό τοπίο της καπιταλιστικής κρίσης, να παίρναμε στα σοβαρά τη νέα “αντισυστημική” λαϊκιστική απεύθυνση της ακροδεξιάς. Πράγματι, η εκλογική βάση της δεξιάς που παραμένει σταθερά πάνω από το 20%, καθώς και τα μεγάλα ποσοστά αποχής σε πολλές χώρες καταδεικνύουν την απονομιμοποίηση από τους πολίτες των πολιτικών συστημάτων.

Τίθεται το ερώτημα: Πλησιάζουμε άραγε σε ένα σημείο στην τροχιά της κρίσης όπου η ηγετική τάξη θα επιθυμήσει βαθιές αλλαγές στο πολιτικό σύστημα; Ή για να το θέσω αλλιώς: Η πρόοδος των λαϊκιστικών δεξιών κινημάτων, η οποία προωθείται και από τμήματα των καθεστωτικών ΜΜΕ, πέρα από το ότι σαφώς εκφράζουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια και τα αδιέξοδά της, μήπως αποτελεί ένδειξη της πολιτικής βούλησης μιας μερίδας της άρχουσας τάξης να εγκαθιδρύσουν στην Ευρώπη ένα “μετα-φιλελεύθερο ηγεμονικό πολιτικό εγχείρημα”;

 

Το ερώτημα έχει τεθεί:

Όποιες δυνάμεις αρνούνται τον νεοφιλελευθερισμό και η Αριστερά οφείλουν να προτείνουν μια εναλλακτική τόσο ως προς την επιστροφή στον νεοφιλελευθερισμό με αυταρχικό τρόπο όσο και στην εθνικιστική λαϊκιστική δεξιά. Οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς οι πιο πολλές από τις οποίες εκφράζονται στο κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΚΕΑ) ομοφωνούν ως προς ορισμένες προτεραιότητες. Σταματήστε τα σχέδια λιτότητας, Αναδιανομή του πλούτου υπέρ των λαϊκών στρωμάτων, υπεράσπιση των δημοσίων υπηρεσιών, ισχυρό πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων ιδιαίτερα στις περιφερειακές χώρες της Ευρωζώνης. Να ανακουφιστεί κατόπιν διαπραγμάτευσης και με τη στήριξη της Ευρώπης το χρέος  εις βάρος των μετόχων και των ιδιοκτητών των χρεωστικών ασφαλίστρων και των κερδοσκόπων που θα περιλαμβάνει το δημόσιο και το ιδιωτικό χρέος. Να αναδομηθεί το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα. Να επαναπροσδιοριστούν η λειτουργία και οι αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ώστε να μπορεί να λειτουργήσει ως δανειστής της τελευταίας καταφυγής και να απελευθερώσει τις χώρες από τον σφιχτό εναγκαλισμό των χρηματαγορών. Να διαλυθούν και να κοινωνικοποιηθούν δημοκρατικά οι τράπεζες εκείνες που είναι πολύ μεγάλες για να αποτύχουν αλλά και πολύ μεγάλες για να σωθούν. Όλα αυτά χρειάζονται φυσικά μια ισχυρή εθνική και ευρωπαϊκή πολιτική βούληση και επαρκείς θεσμικούς διακανονισμούς. Ας ανταποκριθούμε στην πρόκληση που θέτει η σημερινή συνθήκη προωθώντας την αριστερή μας  πρόταση για την εκ νέου οικοδόμηση της Ευρώπης. Η Ευρώπη είτε θα ανοικοδομηθεί δημοκρατικά και κοινωνικά είτε θα καταρρεύσει. Η πιθανότητα κατάρρευσης είναι υπαρκτή, είναι όμως μια πιθανότητα που η Ριζοσπαστική Αριστερά οφείλει να μην επιλέξει.

Ο Βάλτερ Μπάγιερ είναι συντονιστής του ευρωπαϊκού δικτύου Transform!

Μετάφραση κειμένου: Λία Γυώκα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ξεκινάει στις 25/08 το No Border Camp στην Βουλγαρία

ΕΚΟΝ ΡΗΓΑΣ ΦΕΡΑΙΟΣ: 44 χρόνια της οργάνωσης που ήθελε να αλλάξει τον κόσμο