Ο κριτικός κινηματογράφου Στράτος Κερσανίδης γράφει κάθε εβδομάδα για το alterthess τις νέες ταινίες που κάνουν πρεμιέρα στις κινηματογραφίκές αίθουσες.
ΟΥΖΕΡΙ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ
Σκηνοθεσία: Μανούσος Μανουσάκης
Πρωταγωνιστούν: Ανδρέα Κωνσταντίνου, Χάρης Φραγκούλης, Χριστίνα Χειλά-Φαμέλη, Βασιλική Τρουφάκου, Ξανθή Γεωργίου, Γιάννης Στάνκογλου, Μαρία Καβουκίδου, Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, Λάκης Κομνηνός, Αλμπέρτος Εσκενάζυ
Η ιστορία ενός καταδικασμένου έρωτα στη Θεσσαλονίκη, την περίοδο 1942-43. Ένας χριστιανός, ο Γιώργος και μια εβραία, η Εστρέα, ένας παθιασμένος έρωτας μέσα στον παραλογισμό των φυλετικών διακρίσεων της ναζιστικής κατοχής. Ο Βασίλης Τσιτσάνης, ανοίγει το ουζερί του, έναν τόπο συνάντησης πολλών και διαφορετικών ανθρώπων και συνθέτει τα τραγούδια του. Μια εποχή, ένας συνθέτης, ένας έρωτας. Ο Μανούσος Μανουσάκης μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το ομώνυμο μυθιστόρημα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη.
Ακολουθώντας μια στρωτή σκηνοθετική γραμμή, ο Μανουσάκης μέσα από έναν δημιουργικό ακαδημαϊσμό, αναπλάθει με απόλυτη επιτυχία την εποχή και κρατάει τους ήρωές του ‘χαμηλά’, διατηρώντας τους εντός των ανθρωπίνων τους πλαισίων. Έτσι ώστε να είναι ικανοί για ποταπές αλλά και για μεγαλειώδεις πράξεις στις οποίες προχωρούν αβίαστα σα να αναπνέουν. Με εντάσεις όπου χρειάζεται, χωρίς υπερβολές στην αφήγηση ώστε να εκβιάσει συναισθήματα, αλλά και με ερμηνείες δυνατές και χωρίς στόμφο, ο σκηνοθέτης αξιοποιεί στο έπακρο το εξαιρετικό υλικό που του προσφέρει το βιβλίο του Σκαμπαρδώνη. Και αβίαστα, χωρίς κραυγές και συνθήματα διαχέεται ένα ηχηρό αντιρατσιστικό κι αντιφασιστικό μήνυμα καθώς και μία υπενθύμιση ώστε οι Θεσσαλονικείς να μην ξεχνάμε τις 50.000 περίπου συμπολίτες μας Εβραίους που χάθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί.
Ο Μανούσος Μανουσάκης, σημειώνει:
«Η ιδέα για την ταινία υπήρχε εδώ και πολλά χρόνια, από τότε που πρωτοδιάβασα το βιβλίο. Ήταν ένα από τα ωραιότερα αναγνώσματα που έχουν πέσει στα χέρια μου και είπα ότι αυτό πρέπει να γίνει ταινία. Κι έτσι έγινε. Με τράβηξε η ουσία του βιβλίου. Το γεγονός ότι μέσω μιας ερωτικής ιστορίας και ενός μεγάλου λαϊκού συνθέτη μπορούσαμε να καταδείξουμε τον παραλογισμό των φυλετικών διακρίσεων και την πραγματική φύση του ναζισμού και του ολοκληρωτισμού σε κάθε του μορφή.
Την ταινία τη δουλεύαμε μαζί με τους σεναριογράφους εδώ και 3-4 χρόνια, μελετώντας το θέμα της με ιστορικούς συμβούλους, αλλά και ανθρώπους που έχουν επιβιώσει από τα γεγονότα και γνωρίζουν, εκτός από την ιστορία, και την καθημερινότητα της εποχής. Δημιουργήσαμε μια κοινωνία που δεν υπάρχει πια, τη ζοφερή και κατοχική Θεσσαλονίκη του 1942, με τον Τσιτσάνη, έναν παρατηρητή της εποχής του, να ανοίγει το Ουζερί Τσιτσάνης, που φαντάζει σαν ένα διάλειμμα ψυχής. Έτσι, η Γερμανική κατοχή και μια απαγορευμένη ερωτική σχέση βρίσκονται στο επίκεντρο ενός κινηματογραφικού ρυθμού που τίθεται από τη μουσική που συνθέτει ένας από τους βασικούς χαρακτήρες του έργου: ο εμβληματικός Βασίλης Τσιτσάνης. H μουσική του Τσιτσάνη αφέθηκε στα έμπειρα χέρια του Θέμη Καραμουρατίδη, ο οποίος ανέλαβε να κάνει την ταινία μουσικά σύγχρονη, με νέες ενορχηστρώσεις παλιών τραγουδιών, με σεβασμό στον αυθεντικό ήχο, αλλά και με καινούρια κομμάτια που θα χαράξουν τη δική τους πορεία.
Αυτή η ιστορία, παρ’ όλη την χρονική τοποθέτησή της, εμβαθύνει σε σύγχρονα γεγονότα, όπως ο ρατσισμός, η ξενοφοβία, ο νεοναζισμός που ελλοχεύουν απειλητικά στην ελληνική και διεθνή κοινωνία. Γυρίζοντας αυτή την ταινία, στόχος μου είναι να θυμίσω εκείνα τα εγκλήματα σε όσους αποφάσισαν να τα ξεχάσουν και να τα μάθουν όσοι δεν τα γνωρίζουν. Εγκλήματα που έγιναν από ανθρώπους «της διπλανής πόρτας».
Σαν άνθρωπος πιστεύω ότι από τη στιγμή που γεννιόμαστε μέχρι την τελευταία μας ώρα πάνω στη Γη, έχουμε ένα και μόνο καθήκον: να παίρνουμε θέση απέναντι στα γεγονότα. Να συνειδητοποιήσουμε ότι εάν δεν είμαστε μέρος της λύσης, είμαστε μέρος τους προβλήματος».
ΚΑΡΟΛ
CAROL
Σκηνοθεσία: Τοντ Χέινς
Πρωταγωνιστούν: Κέιτ Μπλάνσετ, Ρούνεϊ Μάρα, Κάιλ Τσάντλερ, Σάρα Πόλσον, Τζέικ Λέισι, Κόρι Μάικλ Σμιθ
Αρχές τηυς δεκαετίας του 1950, στη Νέα Υόρκη, η νεαρή Τερέζ Μπέλιβετ, γνωρίζεται με την Κάρολ Άιριντ. Η Κάρολ, μεγαλύτερης ηλικίας από την Τερέζ, ζει μέσα σε έναν αποτυχημένο γάμο. ΟΙ δύο γυναίκες αναπτύσσουν μια ιδιαίτερα θερμή σχέση κι όταν η Κάρολ καταφέρνει να χωρίσει, ο άντρας της την κατηγορεί για μητρική ανικανότητα. Καθώς η σχέση των δύο γυναικών αποκαλύπτεται η Κάρολ και η Τερέζ αποφασίζουν να φύγουν και να ξεκινήσουν μια νέα ζωή.
Η ταινία κέρδισε μαζί με το χειροκρότημα του κοινού στις Κάνες και ένα βραβείο ερμηνείας για την Ρούνεϊ Μάρα (Τερέζ). Στο ρόλο της Κάρολ, η υπέροχη, Κέιτ Μπλάνσετ. Μεταφορά του μυθιστορήματος της Πατρίτσια Χάισμιθ, “Η τιμή του αλατιού” (The Price of Salt), ενός από τα πιο σημαντικά βιβλία της δεκαετίας του 1950. Η συγγραφέας υπέγραψε το έργο της με το ψευδώνυμο Κλερ Μόργκαν για να αποφύγει τις επιθέσεις εναντίον της εξαιτίας του θέματος του βιβλίου
Ο σκηνοθέτης, Τοντ Χέινς, σημειώνει: «η ταινία δείχνει μια αγάπη που δεν ακολουθεί κανένα πρότυπο, παρόλο που συναντά πολλές προκλήσεις. Αυτό που βρήκα φοβερά ενδιαφέρον στο μυθιστόρημα είναι ότι στην πραγματικότητα παραλληλίζει το μυαλό του ερωτευμένου με εκείνο του κακοποιού, γιατί και οι δύο έχουν υπερ-παραγωγικά μυαλά. Εδώ το έγκλημα είναι ο έρωτας, και ο έρωτας είναι μάλιστα παράνομος. Η Τερέζ δεν μπορεί να βρει λέξεις για την επιθυμία της – είναι πέρα από τις λεκτικές της ικανότητες. Δεν μπορεί να την εκφράσει, βρίσκει εμπόδιο στη γλώσσα και το νόημα. Όταν οι δύο γυναίκες κάνουν επιτέλους έρωτα, τότε η επιθυμία παίρνει μορφή, μπορεί να εκφραστεί».
ΜΙΟΥΝ, Ο ΦΡΟΥΡΟΣ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ
MUNE, LE GARDIEN DE LA LUNE
Σκηνοθεσία: Αλεξάντρ Εμπογιάν, Μπενουά Φιλιπόν
Ο Μιούν, ένας μικρός Φαύνος (αντίστοιχος του Πάνα στη ρωμαϊκή μυθολογία), επιλέγεται ως νέος Φύλακας του Φεγγαριού. Αυτό που πρέπει να κάνει είναι να φροντίζει για τον ερχομό της νύχτας και να προστατεύει τα Όνειρα. Μόνο που η επιλογή του έγινε κατά λάθος κι όταν η γη θα βυθιστεί στο σκοτάδι, ο Μιουν και οι φίλοι του θα φροντίσουν να διορθώσουν την κατάσταση. Κινούμενα σχέδια.
ΚΑΛΗ ΣΟΥ ΝΥΧΤΑ ΚΥΡ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΕ
Σκηνοθεσία: Γιάννης Σμαραγδής
Πρωταγωνιστούν: Βασίλης Διαμαντόπουλος, Μίμης Χρυσομάλλης, Όλγα Τουρνάκη, Τάνια Σαββοπούλου
Μια ομάδα ηθοποιών ταξιδεύει στη Σκιάθο για να παρουσιάσει μερικά έργα του Παπαδιαμάντη. Μέσα από τη δραματοποίηση ο σκηνοθέτης επιχειρεί και μια αναπαράσταση της μοναχικής ζωής του μεγάλου μας λογοτέχνη. Η ταινία, η οποία γυρίστηκε για την τηλεόραση το 1981, προβάλλεται για πρώτη φορά στον κινηματογράφο.
Ο σκηνοθέτης με αφορμή την πρώτη αυτή προβολή της ταινίας του, γράφει:
«Το 1980 μια χειμωνιάτικη νύχτα ξύπνησα μ’ ένα όνειρο. Είδα στον ύπνο μου ολόκληρο το μεταγενέστερο φιλμ ‘Καλή σου νύχτα κυρ Αλέξανδρε’. Δεν ξέρω αν μου «δόθηκε». Ξέρω όμως ότι τότε ο μέσα ανώτερος εαυτός μου πολύ καιρό με έσπρωχνε να φύγω απ’τα φιλμ με πολιτικό περιεχόμενο που με απασχολούσαν μέχρι τότε και να καταβυθιστώ σε θέματα που με συγκινούσαν βαθιά και που είχαν σχέση με τις ‘γεγιασμένες ρίζες μας’. Αφηγήθηκα στη γυναίκα μου αυτό που είδα και την ίδια μέρα το είπα στον Θόδωρο Αγγελόπουλο που τότε ήμασταν φίλοι. Και οι δυο με προέτρεψαν να το κάνω ταινία.
Χρήματα δεν υπήρχαν για να γίνει ταινία για τον κινηματογράφο και το έκανα για την τηλεόραση με τον Γιώργο Αρβανίτη στην φωτογραφία και τον Γιώργο Τριανταφύλλου στο μοντάζ όπου βάλαμε την ψυχή μας και εν τέλει και χρήματα για να ολοκληρωθεί. Η ταινία, όταν παίχτηκε στην τηλεόραση έγινε ένας μικρός σεισμός (και πρέπει να το πω) με τεράστια αποδοχή απ’ το κοινό. Δεν είναι λίγοι που ακόμα και σήμερα με σταματάνε στο δρόμο λέγοντας πως ίσως είναι το καλύτερό μου φιλμ. Δεν ξέρω αν είναι.
Μοιάζει όμως να συμφωνώ με τον θεωρητικό του κινηματογράφου Μίμη Τσακωνιάτη που γράφει πως σ’αυτό το φιλμ υπάρχει το σπέρμα για τις μεταγενέστερες ταινίες μου, ‘Καβάφης’, ‘Ελ Γκρέκο’, ‘Ο θεός αγαπάει το χαβιάρι’, αλλά και η καινούργια ταινία που ετοιμάζω (έχει διαβάσει το σενάριο), Νίκος Καζαντζάκης.
Δεν θέλω να το κρύψω: ιδιαιτέρως με συγκινεί που αυτή η ταινία μπαίνει στον φυσικό της χώρο, την κινηματογραφική αίθουσα και θερμά ευχαριστώ τον Βελισσάριο Κοσσυβάκη και την Αλκυονίδα».