Ένα πρόσωπο που σημάδεψε την ιστορία, σε μια επέτειο που σημάδεψε το ίδιο.
Κάθε εβδομάδα, με αφορμή μια επέτειο, παρουσιάζουμε μια προσωπογραφία ενός ανθρώπου που με την παρουσία του επέδρασε στην εποχή του και βοήθησε την ιστορία να κινηθεί προς τα εδώ ή προς τα εκεί.
Γράφει ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης
«Σήμερα πέθανε η μαμά. Ή ίσως χθες, δεν ξέρω. Μου ήρθε ένα τηλεγράφημα από το άσυλο. ‘’Μητέρα απεβίωσε. Κηδεία αύριο. Θερμά συλλυπητήρια’’. Αυτό δε σημαίνει τίποτα. Μπορεί να ήταν χθες». Στην παγκόσμια ιστορία της λογοτεχνίας κανένα βιβλίο (με μοναδική εξαίρεση, ίσως, Το Υπόγειο του Ντοστογιέφσκι) δεν έχει να επιδείξει μια πρώτη φράση τόσο ξερή και παγωμένη όσο αυτή με την οποία ο Αλμπέρ Καμί ξεκινά το περίφημο έργο του Ο Ξένος. Δημοσιευμένο το 1942, μέσα στην καρδιά του πολέμου και της ναζιστικής κατοχής στη Γαλλία, όταν ο Καμύ δεν έχει ακόμα κλείσει τα 29 του χρόνια, το βιβλίο αυτό θα προκαλέσει μία αίσθηση εντελώς απρόβλεπτη για μια περίοδο που είναι απολύτως σημαδεμένη από κάτι άλλο. Ο Ξένος δε μιλά για τον πόλεμο, δε μιλά για τον φασισμό, δε μιλά για την αντιναζιστική αντίσταση -στην οποία ο Καμί παίζει έναν εντελώς εξέχοντα ρόλο, όντας ο διευθυντής της σημαντικότερης παράνομης αντιφασιστικής εφημερίδας Le Combat. Μιλά για την αμηχανία με την οποία ο άνθρωπος αντιμετωπίζει τη συνθήκη της ύπαρξης, την απορία και την αδράνεια την οποία αντιπαρατάσσει στη ματαιότητα των νοημάτων σε μια θνητή ζωή και τη μεταμόρφωση αυτής της ματαιότητας στο απόλυτο νόημα από τη στιγμή που ο άνθρωπος θα αποκτήσει συνείδηση αυτής της θνητότητας και θα αφοσιωθεί σε αυτήν. Η έννοια της «καταδίκης», η οποία είναι οικεία στον στοχασμό των ανθρώπων που ζουν πριν, μέσα και αμέσως μετά τον πόλεμο, αποκτά στον Καμί την πιο απλή και άμεση μορφή της: ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος σε θάνατο επειδή ζει. Πρέπει να συμφιλιωθεί με αυτή τη συνθήκη, όχι για να παραμείνει μοιρολατρικά αδρανής, αλλά για να δράσει. Στον Ξένο, ο ήρωας του βιβλίου, ο Μερσώ, καταδικάζεται σε θάνατο όχι για το έγκλημα που έχει διαπράξει (να δολοφονήσει έναν Άραβα), αλλά για όλα τα συναισθήματά του που συνδέονται με τα σωματικά του: γιατί ζεστάθηκε, γιατί τον χτύπησε ο ήλιος, γιατί ερωτεύτηκε, γιατί κολύμπησε. Όλα αυτά τον οδηγούν στον θάνατο.
Ακριβώς τις ίδιες μέρες με τον Ξένο, ο Καμί κυκλοφορεί ακόμα ένα βιβλίο. Πρόκειται για το δοκιμιακό και φιλοσοφικό δίδυμο αδελφάκι του, τον Μύθο του Σίσυφου, στον οποίον αναλύεται η αντίληψη αυτή που περιγράφεται λογοτεχνικά στον Ξένο. Εκεί αναπτύσσει την θεωρία του για το παράλογο, το οποίο, όπως γράφει, αναδύεται μέσα από τον διχασμό ανάμεσα στον άνθρωπο και τον κόσμο του, από την αντίφαση που γεννιέται ανάμεσα στις μεταφυσικές ερωτήσεις που θέτει ο άνθρωπος και την επίμονη σιωπή του κόσμου. Για τον Καμί αυτή η αίσθηση του παραλόγου είναι θετική, αξιώνει να την αντιμετωπίσουμε με ηρεμία. Η αντίφαση που γεννιέται ανάμεσα στην έλλειψη λογικής του κόσμου και τη διαύγεια την οποία απαιτεί ο άνθρωπος είναι κατά την αντίληψή του το αυθεντικό συναίσθημα του ανθρώπου, το οποίο μετατρέπει σε δράση. Με τη θέση του αυτή ο Καμί προκαλεί τον ενθουσιασμό των υπαρξιστών που υποστηρίζουν ανάλογες θέσεις, καλώντας τον άνθρωπο να αναλάβει τις ευθύνες του σε ένα σύμπαν χωρίς Θεό. Η προσέγγιση αυτή θα γεννήσει αρχικά μια φιλία ανάμεσα στον Καμί και τον πάπα του υπαρξισμού Ζαν-Πωλ Σαρτρ, η οποία θα περάσει διάφορα στάδια, θα γεννήσει την ενόχληση του Σαρτρ όταν ο Καμία θα αρνηθεί επίμονα να ενταχθεί στον κύκλο των υπαρξιστών και θα καταλήξει σε μια ανειρήνευτη εχθρότητα 10 χρόνια αργότερα.
Ο καβγάς ανάμεσα στον Σαρτρ και τον Καμί είναι πάνω από όλα μια διαφορά ήθους. Και αυτή δεν είναι καθόλου ανεξάρτητη από τη χαώδη διαφορά καταγωγής των δύο ανδρών. Συμπυκνωμένη στο γεγονός ότι ο Καμί προσέγγιζε τον αναρχισμό και ειδικά την αναρχοσυνδικαλιστική σκέψη, τη στιγμή που ο Σαρτρ δήλωνε οπαδός του μαρξιστικού σοσιαλισμού και της Σοβιετικής Ένωσης, ανάγεται στην πραγματικότητα ότι απέναντι στον ακαδημαϊσμό και τον ελιτισμό του φιλοσόφου των καφέ της Μονμάρτης, ο Καμί είχε να αντιπαραβάλει μία εντελώς προλεταριακή καταγωγή, από την οποία προερχόταν μια αίσθηση της ελευθερίας και του ανθρωπισμού πολύ πιο βιωματική από την καθέδρας εικόνα του εχθραδερφού του.
Ο Καμί γεννήθηκε στις 7 Νοεμβρίου 1913 στο Μοντοβί (σημερινό Ντρεάν) της Αλγερίας. Αποτελούσε μέρος της ευρωπαϊκής και δη της γαλλόφωνης κοινότητας της Αλγερίας, η οποία αποτελούσε τότε μέλος της γαλλικής επικράτειας, μη θεωρούμενη καν αποικία, μετά από αιώνες γαλλικής κατοχής. Οι ευρωπαίοι κάτοικοι της Αλγερίας δεν ήταν ιδιαίτερα πλούσιοι, ήταν στην πλειονότητά τους πληθυσμοί που μετανάστευσαν -ίσως κάποιες γενιές πριν- στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν γη και να ζήσουν με στοιχειώδη οικονομική ασφάλεια. Ο πατέρας του Καμί ήταν εργάτης σε οινοποιείο. Σκοτώθηκε σε ηλικία 29 ετών στη μάχη του Μάρνη, μία από τις πιο πολύνεκρες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ο Αλμπέρ ήταν ενός έτους. Στο τελευταίο ανολοκλήρωτο βιβλίο του Ο πρώτος άνθρωπος, ο Καμί αναφέρεται στην επίσκεψή του στον τάφο του πατέρα του σε μεγάλη ηλικία και το ιδιότυπο συναίσθημα που ένιωσε όταν διαπίστωσε ότι ήταν ήδη πιο μεγάλος από όσο είχε ποτέ υπάρξει ο πατέρας του. Η μητέρα του ήταν ισπανικής καταγωγής, εργαζόταν ως πλύστρα για να ζήσει και μιλούσε ελάχιστα γαλλικά. Έχοντας αποκτήσει ως πρώτη γλώσσα τα γαλλικά ο Αλμπέρ, είχε δυσκολία να επικοινωνήσει με τη μάνα του μέχρι να μάθει να συνεννοείται στα ισπανικά και στα αραβικά. Οι μεγάλες σιωπές που αντάλλασσε με τη μάνα του, επανέρχεται συχνά ως θέμα στα βιβλία του, ήδη από τον Ξένο και ψυχαναλυτικά συνδέονται με την σιωπή του κόσμου απέναντι στα ανθρώπινα ερωτήματα που αποτελεί την πρώτη ένδειξη του έργου του.
Προορισμένος να εγκαταλείψει το σχολείο πολύ νωρίς, ο Καμί θα έχει την τύχη να αποτελέσει το αντικείμενο της προσοχής κάποιων δασκάλων και καθηγητών του που θα εντυπωσιαστούν από την ευφυία του και θα δραστηριοποιηθούν για να συνεχίσει τις σπουδές του. Αρωγός σε αυτό θα υπάρξει και θείος του Γκιστάβ Ακό, αναρχικός και χασάπης στο επάγγελμα, ο οποίος θα πάρει τον Αλμπέρ μαζί του στο Αλγέρι και θα χρηματοδοτήσει ουσιαστικά της σπουδές του. Ο Καμί έλεγε για τον Ακό ότι χρωστά πολλά σε αυτόν για τις αντιλήψεις του και τον περιέγραφε ως «ένα μείγμα Μπακούνιν και Βολτέρου» -ένας χαρακτηρισμός πάντως που θα ταίριαζε πολύ στον ίδιο.
Στη δεκαετία του ’30 ο Καμί ασχολείται με το θέατρο και το ποδόσφαιρο, τα οποία μετατρέπονται στα δύο μεγάλα πάθη του. Αγωνίζεται στην τοπική ομάδα στη θέση του τερματοφύλακα, εξαιρετικά ενδεικτική μιας μοναχικής πορείας που πάντα διένυε ο Καμί μέσα σε συλλογικές καταστάσεις και διεκδικήσεις. Θα πει άλλωστε αργότερα ότι «οφείλει στο ποδόσφαιρο όσα πράγματα γνωρίζει σχετικά με την ηθική». Προσβάλλεται από φυματίωση, ασθένεια πολύ διαδεδομένη την εποχή εκείνη, και δεν καταφέρνει να τελειώσει τις πανεπιστημιακές σπουδές του, αναγκαζόμενος να νοσηλευτεί τις μέρες των τελικών εξετάσεων. Δημιουργεί το «Θέατρο της Εργασίας» και για ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα θα οργανωθεί στο Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, ως υπεύθυνος διαφώτισης των αραβικών πληθυσμών. Θα υποστηρίξει τότε τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα της Αλγερίας σε αντίθεση με το Κομμουνιστικό Κόμμα που παραμένει θιασώτης της «Γαλλικής Αλγερίας», θα συγκρουστεί μαζί του και θα αποχωρήσει. Είναι όμως μόνο η πρώτη από τις συγκρούσεις του με το κομμουνιστικό κίνημα, τον λενινισμό, τον σταλινισμό και τους οπαδούς της Σοβιετικής Ένωσης, των οποίων θα εξελιχθεί στην πορεία της ζωής του ένας παθιασμένος εχθρός.
Θα παρουσιάσει τα πρώτα του λογοτεχνικά έργα νωρίς. Το 1936, σε ηλικία 23 ετών, θα δημοσιεύσει τη σειρά διηγημάτων Από την καλή και την ανάποδη και θα ακολουθήσουν το θεατρικό έργο Καλιγούλας, το οποίο θα γράψει και θα σκηνοθετήσει ένα χρόνο αργότερα και το πεζογράφημα Οι γάμοι, πριν τη γερμανική εισβολή στη Γαλλία, την ένταξή του στην αντιφασιστική αντίσταση και την εκδοτική έκρηξη του Ξένου και του Μύθου του Σίσυφου. Ήδη σε αυτά τα πρώτα του έργα γίνεται φανερή η έλξη που του ασκούν οι συγκεκριμένοι άνθρωποι έναντι των αφηρημένων ιδεών και ακόμη η σημασία που αποδίδει στις ζωντανές αισθήσεις του ανθρώπου, ως πηγή των επιλογών και της δράσης του.
Κατά τη διάρκεια της κατοχής θα δημοσιεύει μια σειρά κειμένων στην εφημερίδα Le Combat, την οποία διευθύνει, που θα κυκλοφορήσουν όλα μαζί μετά την απελευθέρωση, το 1945, με τον γενικό τίτλο Γράμματα σε ένα φίλο Γερμανό. Σε αυτά θα αναγνωρίσει ότι ο ναζισμός είναι γέννημα του μηδενισμού ο οποίος κυριάρχησε στην ανθρωπότητα κατά τον Μεσοπόλεμο και στον οποίον πολλοί άνθρωποι, χωρίς να είναι φασίστες, αναγνώριζαν τον εαυτό τους. Θα αναζητήσει λοιπόν τη δυνατότητα υπέρβασης αυτού του συλλογικού μηδενισμού ως προϋπόθεση υπέρβασης της επέλασης των ολοκληρωτισμών και ειδικά της φασιστικής πανούκλας. Αναγνωρίζοντας στοιχεία αυτής της υπέρβασης στην αντιφασιστική πάλη των λαών και ομολογώντας ότι η ανθρωπότητα εξακολουθεί να βρίσκεται στην αναζήτηση μιας πιο συνεκτικής εναλλακτικής λύσης, θα ξεκινήσει να γράφει το μνημειώδες έργο του Η πανούκλα, που θα κυκλοφορήσει το 1947 και θα περιγράφει την αγωνιώδη προσπάθεια κάποιων ανθρώπων να διασώσουν ό,τι μπορούν μέσα σε μια πόλη που έχει προσβληθεί από την φονική επιδημία. Θεωρούμενη στην εποχή του ως μία κραυγή ενάντια στον πόλεμο και τον ναζισμό, Η πανούκλα είναι στην πράξη η πρώτη αναμέτρηση του Καμί με την ιδέα του μηδενισμού, η οποία αποτέλεσε για αυτόν σημείο εκκίνησης αλλά όχι κατάληξη.
Δύο θεατρικά έργα που θα την ακολουθήσου, Η κατάσταση πολιορκίας το 1948 και Οι δίκαιοι το 1949, θα αποκαλύψουν ότι ο Καμί αρχίζει να διερευνά την υπέρβαση του μηδενισμού στην ιδέα της εξέγερσης και των πολύ λεπτών ορίων της. Η αναζήτηση αυτή θα τον οδηγήσει το 1951 στο να δημοσιεύσει ένα βιβλίο στο οποίο θα παρουσιάσει ολοκληρωμένες τις πολιτικές και φιλοσοφικές του θέσεις, θα καθορίσει οριστικά την πολιτική του τοποθέτηση πλάι στους ελευθεριακούς και τους συνδικαλιστές και θα τον οδηγήσει σε ρήξη σχεδόν με το σύνολο της διανοητικής νομενκλατούρας της Γαλλίας του 1950. Πρόκειται για τον Εξεγερμένο άνθρωπο, βιβλίο που στα ελληνικά κυκλοφορεί -και στις δύο εκδόσεις του με τον οριακά αμφιλεγόμενο τίτλο Ο επαναστατημένος άνθρωπος. Καταγράφοντας την ιστορία της εξέγερσης και της εξεγερσιακής σκέψης στην τέχνη, την λογοτεχνία, τη φιλοσοφία και τελικά την πολιτική, ο Καμί αμφισβητεί ουσιωδώς το σύνολο της αστικής σκέψης, συμπεριλαμβανομένης της γαλλικής επανάστασης, αλλά και όσων αντιλήψεων θεωρεί ότι εκκινούν από την ίδια θέση με αυτήν. Ο Ρεμπό, ο Λωτρεαμόν, ο μαρκήσιος ντε Σαντ, ο Σεν-Ζιστ, ο Ρουσσό, ο Στίρνερ, ο Χέγκελ, οι Ιακωβίνοι, γίνονται αντικείμενο σκληρής κριτικής, ως προφήτες ενός νέου μηδενισμού, ο οποίος μπορεί να καταλήξει μέχρι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. «Όταν ο Άγγλος εισαγγελέας (σ.σ.: της Δίκης της Νυρεμβέργης) παρατηρεί ότι ‘’από το Mein Kampf ο δρόμος οδηγούσε κατευθείαν στους θαλάμους αερίων του Μαϊντάνεκ’’», γράφει, «θίγει το ουσιαστικό θέμα της δίκης, δηλαδή την ιστορική ευθύνη του δυτικού μηδενισμού, το μόνο εντούτοις θέμα που δεν συζητήθηκε στη Νυρεμβέργη για ευνόητους λόγους».
Όμως, ο Καμί δεν αρκείται σε αυτό. Στο ερευνητικό του πεδίο βρίσκονται επίσης ο Μαρξ, ο Λένιν και τα σοσιαλιστικά καθεστώτα, εκφράζοντας τη θέση ότι αποτελούν μέρος του προβλήματος και όχι της λύσης στο ζήτημα του μηδενισμού. Ο Καμί χρεώνει στον μαρξισμό -ή στο κομμάτι του το οποίο χαρακτηρίζει «προφητεία», που διατηρεί για τον εαυτό της το συγκριτικό πλεονέκτημα του «αδύνατου της απόδειξης»- την βαθύτατα χριστιανική ιδέα ότι η ανθρώπινη ιστορία είναι αυστηρά ενιαία -χρησιμοποιώντας έναν αφορισμό του Καρλ Γιάσπερς. Η ιστορική σκέψη του χριστιανισμού και του μαρξισμού συμπίπτουν στην ανάγκη να δαμαστεί η φύση και την τελολογία. Κυρίως όμως στη μοιρολατρία, η οποία στον μαρξισμό συνίσταται στη δικαίωση της τάξης που εδραιώνεται στην εποχή της -ένα επαχθές δάνειο από τον Χέγκελ. «Το πιο εύγλωττο εγκώμιο του καπιταλισμού εκφράστηκε από τον μεγαλύτερο εχθρό του», γράφει ο Καμί για τον Μαρξ. Ο Μαρξ γίνεται εχθρός του καπιταλισμού μόνο όταν αυτός ξεπεραστεί παραγωγικά, οπότε και εμφανίζεται η αποστολή του προλεταριάτου που έχει χαρακτήρα ιερότητας. Η σύνδεση αυτών των δύο συνθηκών κάνει τον Καμί να χαρακτηρίσει τον Μαρξ «φορέα μιας ενεργητικής μοιρολατρίας».
Η προφητεία του Μαρξ, ταυτόχρονα αστική και επαναστατική, λέει ο Καμί, δεν δικαιώνεται. Στους μαρξιστές επαναστάτες λοιπόν, με πρώτο τον Λένιν, αφού αρνηθούν όπως ο δάσκαλός τους τη ζωντανή δυνατότητα των ίδιων των εργαζομένων να μετασχηματίσουν την κοινωνία, τον ρόλο εγγυητή της προφητείας θα αναλάβουν η αστυνομία και τα στρατόπεδα εργασίας. Το προλεταριακό κράτος το οποίο ο Λένιν είχε δηλώσει ότι θα τείνει προς εξαφάνιση, «εδώ και τριάντα χρόνια (…) δεν έδωσε κανένα σημάδι προοδευτικής αναιμίας», αντίθετα ολοένα και συγκροτεί τον εναλλακτικό «ιμπεριαλισμό της δικαιοσύνης». Όμως, λέει ο Καμί, «ο ιμπεριαλισμός δίκαιος ή μη, δεν έχει άλλο δρόμο πέρα από την ήττα ή την κυριαρχία». Ο μαρξιστικός κρατικός και εξουσιαστικός σοσιαλισμός παλεύει για την κυριαρχία του διαμέσου του κράτους και τελικά «πρέπει να σκοτωθεί κάθε ελευθερία για να κερδηθεί η Αυτοκρατορία και μια μέρα η Αυτοκρατορία θα είναι η ελευθερία» -το σοσιαλιστικό κράτος βασίζεται κι αυτός στην κύρια παραδοχή του ολοκληρωτισμού.
Ο Καμί καταλήγει στην πλήρη απόρριψη του κρατικού σοσιαλισμού και του μαρξισμού και την υποστήριξη του αναρχισμού και του επαναστατικού συνδικαλισμού, την σκέψη του μεσημεριού, όπως την αποκαλεί. Τάσσεται υπέρ της αέναης εξέγερσης και όχι της επανάστασης. «Τη μέρα που η επανάσταση των καισάρων επικράτησε έναντι του αναρχικού και συνδικαλιστικού πνεύματος, η επαναστατική σκέψη έχασε από μέσα της ένα αντίβαρο το οποίο δεν μπορούσε να στερηθεί χωρίς να καταρρεύσει […] Η ιστορία της Πρώτης Διεθνούς, όπου ο γερμανικός σοσιαλισμός αγωνίζεται συστηματικά ενάντια στην αναρχική σκέψη των Γάλλων, των Ισπανών και των Ιταλών, είναι η ιστορία της πάλης ανάμεσα στη γερμανική ιδεολογία και το μεσογειακό πνεύμα», γράφει.
Το βιβλίο προκαλεί σκάνδαλο στη δεξιά όπως και στην αριστερά. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας δεν δυσκολεύεται να τον κατηγορήσει ως πράκτορα του εχθρού, οι χριστιανοί διαμαρτύρονται, ο γαλλικός ρεπουμπλικανισμός είναι έξαλλος. Ο Μπρετόν, που δεν επέτρεπε σε κανέναν να αμφισβητεί τις υπερρεαλιστικές ρετσέτες, γράφει μια οργισμένη κριτική, υπερασπιζόμενος τον γαλλικό ρομαντισμό. Μόνο οι αναρχικοί, που έχουν αποκτήσει απρόσμενα έναν τόσο σπουδαίο σύμμαχο, καλοδέχονται το βιβλίο. Ο Γκαστόν Λεβάλ, σημαντικός αναρχοσυνδικαλιστής διανοούμενος θα απαντήσει σε ορισμένα σημεία που αφορούν τον Μπακούνιν και τη σχέση του με τον Νετσάγιεφ, όμως ο διάλογος με τον Καμί θα γίνει σε πολύ καλό κλίμα και θα καταλήξει στην ανοιχτή συνεργασία των δύο πλευρών.
Μένουν οι υπαρξιστές. Ρεύμα με το οποίο ο Καμί είχε γενικά καλές σχέσεις και το οποίο καθυστερούσε να εκφράσει άποψη για το βιβλίο. Όταν θα το κάνει, θα το κάνει όχι μέσω του ίδιου του Σαρτρ αλλά μέσω ενός αυλικού του του Φρανσίς Ζανσόν. Η κριτική θα είναι αρνητική. Ο Ζανσόν δεν θα συγχωρέσει στον Καμί ότι συγκρούεται με όλον τον υπέροχο φιλοσοφικό κόσμο που είχε αναδείξει τον Σαρτρ ως την ακαδημαϊκή του κορυφή. Ο Καμί θα αγνοήσει τον Ζανσόν και θα στείλει στο περιοδικό των υπαρξιστών, το Temps Modernes μια πολύ ειρωνική επιστολή που απευθύνεται στον Σαρτρ με την προσφώνηση «κύριε διευθυντή». Ο Σαρτρ θα απαντήσει και οι δύο άνδρες θα ξεκινήσουν μια αλληλογραφία που θα σφραγίσει την οριστική τους εχθρότητα. Ο Σαρτρ θα επιτιμήσει τον Καμί για την αναφορά του στα γκούλαγκ. Ο Καμί θα τον ρωτήσει αν αυτό σημαίνει ότι τα γκούλαγκ δεν υπάρχουν ή αν καλώς υπάρχουν. Ο Σαρτρ θα ανταπαντήσει ότι ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή όχι των γκούλαγκ η αναφορά σε αυτά ρίχνει το ηθικό της εργατικής τάξης στη δύση και είναι από ιστορική σκοπιά αναποτελεσματική. Το ελευθεριακό ήθος του Καμί θα αγανακτήσει. Η εργατική τάξη στη δύση δε μπορεί να βασίζει το ηθικό της σε ψέματα και πρέπει η ίδια κιόλας να δράσει για να αποφύγει να ζήσει σε γκούλαγκ στο μέλλον. Και θα κλείσει με μια πολύ επιθετική αιχμή για την ανύπαρκτη δράση του Σαρτρ κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής: «Έχω βαρεθεί να δέχομαι μαθήματα αποτελεσματικότητας από ανθρώπους που στη ζωή τους στη σκοπιά της ιστορίας έστρεψαν μόνο την πολυθρόνα τους». Οι δύο άνδρες δεν θα ξαναμιλήσουν ποτέ, και η αντίθεσή τους, που ανάγεται στην αντίθεση ανάμεσα στον ακαδημαϊσμό και το βίωμα, ανάμεσα στην αφηρημένη ιδεολογία και τον συγκεκριμένο άνθρωπο θα μείνει εμβληματική. Θα θυμίσει σε αρκετά τη διαμάχη του Μαρξ με τον Μπακούνιν, ή για τους γαλλικούς κύκλους τη μεταγενέστερη διαμάχη ανάμεσα στους δύο εμβληματικότερους σκηνοθέτες του κινηματογράφου, τον Φρανσουά Τριφό και τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ.
Ο Καμί θα συνεχίσει μια μοναχική πορεία στην ελευθεριακή σκέψη, η οποία θα γίνει ακόμα πιο έντονη όταν θα αρνηθεί, όπως επιτάσσει η νέα κομμουνιστική μόδα της εποχής, να στηρίξει άνευ όρων την τυφλή τρομοκρατία του FLN στον εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο της Αλγερίας. «Αυτή τη στιγμή στο Αλγέρι τοποθετούνται βόμβες σε λεωφορεία», θα πει. «Σε ένα από αυτά, ίσως βρίσκεται η μάνα μου. Αγαπώ τη δικαιοσύνη και θέλω να τη δω να επικρατεί. Αν όμως έπρεπε να επιλέξω ανάμεσα στη δικαιοσύνη και τη μητέρα μου, θα επέλεγα τη μητέρα μου». Πολλοί εντελώς ανίδεοι με τη σκέψη του Καμί θα θεωρήσουν ότι η μητέρα του στην πραγματικότητα είναι η Γαλλία. Αγνοούν ότι ο Καμί, και σε αυτή τη διάσημη ρήση του, θέτει απλά σε προτεραιότητα τον πραγματικό συγκεκριμένο άνθρωπο έναντι των αφηρημένων ιδεών που τον συμπιέζουν και τον συνθλίβουν.
Θα αντιταχθεί σφόδρα στη σοβιετική καταστολή το 1953 στο Ανατολικό Βερολίνο και το 1956 στη Βουδαπέστη, θα αφιερώσει μεγάλο κομμάτι της ζωής του στην εναντίωση στην φασιστική Ισπανία του Φράνκο, συνεργαζόμενος με την ισπανική αναρχοσυνδικαλιστική οργάνωση CNT, και θα αρνηθεί μέχρι τέλους να υποστηρίξει κάποιο από τα δύο στρατόπεδα του ψυχρού πολέμου, επιμένοντας ότι «ούτε οι ΗΠΑ είναι ελεύθερες ούτε η Σοβιετική Ένωση σοσιαλιστική, όπως υποστηρίζουν». Θα πάρει πολλές πρωτοβουλίες στο πλευρό των κομμουνιστών που φυλακίζονται ή εκτελούνται στη δύση, αλλά πάντα με δική του πρωτοβουλία, χωρίς να συνυπογράφει τα κείμενα των κομμουνιστών λογοτεχνών.
Το 1956 θα τιμηθεί με το βραβείο Νόμπελ για τη Λογοτεχνία, στην εντυπωσιακά μικρή ηλικία των 43 ετών. Στο λόγο του στη Στοκχόλμη θα επαναλάβει τις ελευθεριακές του θέσεις για την τέχνη και τον άνθρωπο, όπως και για τον ρόλο του διανοούμενου να στέκεται μακριά από τις εξουσίες. Ένα χρόνο μετά θα δημοσιεύσει το πιο σπουδαίο ίσως πεζογράφημά του, την Πτώση, έναν σπαρακτικό ανατριχιαστικό μονόλογο ενός μεθυσμένου αστού μέσα σε ένα μπαρ. Καταλήγοντας σε έναν μελαγχολικό πεσιμισμό, ο Καμί θα κλείσει συμβολικά την παρουσία του στη λογοτεχνία με την συγκλονιστικά δημιουργικά απαισιόδοξη φράση: «Αλλά ας μην ανησυχούμε! Είναι πολύ αργά πλέον. Θα είναι πάντα πολύ αργά. Ευτυχώς!».
Γοητευτικός, απρόβλεπτος, ανθρωπιστής μέχρι τις πιο ακραίες συνέπειες, οπαδός της ελευθερίας χωρίς υποσημειώσεις, ο Καμί θα ζήσει μέχρι τέλους μια έντονη ζωή, που περιλαμβάνει πολύ θέατρο, πολλές σχέσεις και πάρα πολλές ανολοκλήρωτες σημειώσεις. Το 1959 θα αποσυρθεί για αρκετό καιρό στο σπίτι του στο Λιρμαρέν για να δουλέψει πάνω στο μυθιστόρημα «Ο πρώτος άνθρωπος». Λίγο μετά την πρωτοχρονιά του 1960 θα ετοιμαστεί για να επιστρέψει στο Παρίσι. Ο εκδότης του Μισέλ Γκαλιμάρ θα τον προτρέψει να ταξιδέψει με αυτοκίνητο, τα οποία ο Καμί φοβάται. Θα πειστεί και θα ταξιδέψει με το εισιτήριο του τρένου που δεν πήρε στην τσέπη. Στην περιοχή της Ιόν, το αμάξι θα προσκρούσει σε έναν πλάτανο και οι δύο άνδρες θα βρουν ταυτόχρονα τον θάνατο. Τα επόμενα χρόνια, ο Καμί θα αγαπηθεί από τους Γάλλους και τους Ευρωπαίους πολύ περισσότερο από τους αντιπάλους του και η ιδέα του για την ελευθερία και την ελευθερία της σκέψης θα γίνει σταδιακά μια κοινή παραδοχή. Ποτέ όμως πραγματικά εύκολη. Γιατί όπως έγραφε ο ίδιος, ό,τι κι αν συμβεί «για κάθε έναν που ζει μόνος του, χωρίς Θεό και χωρίς αφέντη, το βάρος των ημερών είναι ασήκωτο».