in

Οι ευνούχοι, οι Έλληνες και οι Χριστιανοί. Του Χρήστου Λάσκου

Μήτε άρρεν μήτε θήλυ -Ιστορίες ευνούχων στην αρχαιότητα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σελ. 132 (Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια: Σπύρος Ράγκος)

 

Συνεπώς, εύχομαι κι εγώ στον γιο μου, αφού είναι ακόμα μικρός, να αποκτήσει όχι το μυαλό, ούτε τη γλώσσα, αλλά τον φαλλό που πρέπει στη φιλοσοφία

Λυκίνος, ήρωας του Λουκιανού

Το παράθεμα μας εισάγει σε μια θεμελιώδη διάσταση της στάσης, που υιοθετούσε ένα μεγάλο μέρος της ύστερης αρχαιότητας απέναντι στους ευνούχους. Δεν είναι το μυαλό, που σε κάνει φιλόσοφο. Ούτε η ρητορική ικανότητα. Το πρώτο, που χρειάζεται, για να ασκείς τη φιλοσοφία είναι να διαθέτεις φαλλό. Δεν μπορεί, λοιπόν, αυτονοήτως, να φιλοσοφούν οι γυναίκες.

Ούτε, όμως, και εκείνα τα αλλόκοτα τέρατα, που αποτελούσαν ένα μήτε μήτε, ένα περίεργο μεταξύ, ένα αταξινόμητο άτοπο, μια αποτυχία.

Οι ευνούχοι ήταν άγνωστη λέξη και έννοια για τους Έλληνες μέχρι τον 6ο π.Χ. αιώνα. Η επαφή τους με την Ασσυρία είναι που τους έκανε κοινωνούς της συνθήκης αυτής, η οποία ήταν πολύ συχνή μετά την επικράτηση των Ασσυρίων στην Μέση Ανατολή. Αυτή η στρατοκρατική αυτοκρατορία εφάρμοζε σε πολύ μεγάλη κλίμακα τον ευνουχισμό ανθρώπων -ίσως, δεν είναι τυχαίο πως σοβαροί ιστορικοί της εποχής προσομοιάζουν τους Ασσυρίους με τους Ναζιστές.

Στην αρχαιότητα η έννοια ήταν περισσότερο διευρυμένη σε σχέση με σήμερα, στο μέτρο που, εκτός από τα θύματα του ευνουχισμού περιλάμβανε τον ερμαφροδιτισμό, τη συγγενή ανορχία και άλλες διαταραχές σχετικές με το φύλο.

«Ενίοτε, για να δηλωθούν αυτές οι ασθένειες, οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν τη λέξη ευνουχίας. Στη μεταγενέστερη ελληνική γραμματεία, χρησιμοποιούνται και άλλοι όροι με ιδιαίτερες συμπαραδηλώσεις ο καθένας:  σπάδων είναι αυτός του οποίου οι όρχεις έχουν ατροφήσει και συνεπώς αδυνατεί να τεκνοποιήσει –απόκοπος, εκτετμημένος, εκτομίας ή και τομίας είναι αυτός του οποίου τα γεννητικά όργανα έχουν αφαιρεθεί -τέλος, θλαδίας ή θλιβίας είναι ο ευνούχος του οποίου οι όρχεις έχουν συνθλιβεί» (σελ. 13).

Το μικρό βιβλίο, που έχει μεταφράσει εξαιρετικά ο Σπύρος Ράγκος -του οποίου, επιπλέον, η εισαγωγή και τα σχόλια είναι πολύ κατατοπιστικά- αποτελείται από έξι κείμενα σημαντικών αρχαίων συγγραφέων, που πραγματεύονται πλευρές της συνθήκης των ευνούχων, ανθρώπων, που μάλλον υπέστησαν τον ακρωτηριασμό αρχικά, ώστε να μην αποτελούν κίνδυνο, όταν τους ανατίθονταν η φύλαξη του γυναικωνίτη, έφτασαν, ωστόσο, κάποιες φορές σε πολύ υψηλά αξιώματα, με χαρακτηριστική περίπτωση, μεταξύ άλλων, την Ανατολική Ρωμαϊκή ευκαιρία του τέταρτου και του πέμπτου αιώνα. Κάποιοι άλλοι, όπως οι Galli -ιερείς της Κυβέλης- αυτοευνουχίζονταν, μιμούμενοι τον Άττη, νεαρό θνητό εραστή και ακόλουθο της Μητέρας Θεάς σε μια παραφορά μανίας.

Τα έξι κείμενα, που αποτελούν το κύριο μέρος του βιβλίου, είναι του Φιλόστρατου (Ο Απολλώνιος [Τυανεύς] στον βασιλιά των Πάρθων), του Επιφάνιου Κύπρου (Εναντίον των Ουαλησίων), του Βασιλείου Καισαρείας (Επιστολή προς τη Σιμπλικία την αιρετική), του Κυρίλλου Αλεξανδρείας (Λόγος στηλιτευτικός κατά ευνούχων). Και δύο του Λουκιανού (Ο ευνούχος, Η θεότης της Συρίας).

Μέσα  από συγκεκριμένες ιστορίες και περιστατικά, «πραγματικά» ή αποκυήματα της λογοτεχνικής φαντασίας ερχόμαστε σε επαφή με την κατάσταση των ευνούχων, η παρουσία των οποίων φαίνεται να σκανδάλιζε μεγάλο μέρος των ανθρώπων της εποχής. Από αυτήν την άποψη, το βιβλίο έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον σε ό,τι αφορά την παρουσίαση και κριτική των στάσεων απέναντι στους ευνούχους παρά από πραγματολογική άποψη.

Ένα πρώτο ενδιαφέρον σημείο είναι η αδυναμία να καταχωριστούν ο ευνούχοι στο έμφυλο δίδυμο. Άρρεν ή θήλυ; Όπως εξηγούσε ο Αριστοτέλης, ο ευνουχισμός όχι μόνο στειρώνει τα θύματα, αλλά και τα εκθηλύνει: οι ευνούχοι δεν βγάζουν γένια ή, αν έχουν, τα χάνουν, δεν χάνουν τα μαλλιά τους, η φωνή τους γίνεται ψιλή, κοριτσίστικη, και, γενικά, μικρόν ελλείπουσι του θήλεος την ιδέαν.

Την ίδια στιγμή, όμως, στο γυναικείο φαντασιακό της εύπορης τάξης, ένας ευνούχος μπορούσε να εκλαμβάνεται ως εξαίρετο σκεύος ηδονής. Γιατί ο ευνουχισμός απέκλειε την αναπαραγωγή, όχι την απόλαυση.

Γι’ αυτό ο Κύριλλος Αλεξανδρείας «θα στηλιτεύσει όχι μόνον την εξωτερική θηλυπρέπεια και αταξινόμητη εμφάνιση των ευνούχων αλλά και την έντονη ψυχική λαγνεία τους που, κατά τη γνώμη του, οδηγεί σε εξεζητημένες και αφύσικες, ενεργητικές ή παθητικές, ερωτικές περιπτύξεις με άτομα είτε του ενός είτε του άλλου φύλου» (σελ. 25).

Στο πρώτο κείμενο της συλλογής, ο Λουκιανός φτιάχνει ένα διάλογο που περιγράφει την  περίπτωση ενός ευνούχου που επιδίωξε να καταλάβει μία από τις, αδρά αμειβόμενες, οκτώ έδρες φιλοσοφίας, που ίδρυσε ο Μάρκος Αυρήλιος στην Αθήνα. Το κύριο επιχείρημα για την απόρριψή του ήταν ή έλλειψη φαλλού και μακριάς γενειάδας. Όπως λέει ο Λυκίνος, απαντώντας στον Πάμφιλο, «[δ]εν συμφωνούσαν, βέβαια, όλοι μεταξύ τους. Κάποιοι ήθελαν να τον γδύσουν και να τον εξετάσουν, όπως τους δούλους που αγοράζουμε, για να διαπιστώσουν εάν τάχα δύναται να φιλοσοφεί με αρχίδια. Και κάποιοι άλλοι -και τούτο ήταν ακόμα πιο αστείο- έστειλαν να φέρουν γυναίκες «από σπίτι» για να τον βάλουν να συνουσιαστεί: να τις πηδάει, δηλαδή, καθ’ ην στιγμήν ένας δικαστής, ο γηραιότερος και πιο αξιόπιστος από όλους, θα είναι παρών και θα κοιτά εάν πράγματι φιλοσοφεί» (σελ. 41). Στο έκτο κείμενο, που ανήκει και πάλι στον Λουκιανό, παρακολουθούμε την ιστορία του αυτοευνουχισμένου Κομβάβου, για τον οποίο στην Ιερόπολη στήθηκε λατρευτικό άγαλμα.

Το δεύτερο κεφάλαιο αναφέρεται στον Απόλλωνα από τα Τύανα, που έζησε τον πρώτο αιώνα της χρονολογίας μας, και εθεωρείτο θείος ανήρ για τον παραδοσιακό πολυθεϊσμό. Πολλοί τον έχουν χαρακτηρίσει ως Χριστό του παγανισμού. Πρόκειται για εξαιρετική μορφή και το κείμενο του Φιλόστρατου δείχνει μια διαφορετική, από την συνήθη, στάση απέναντι στους ευνούχους.

Φαίνεται, λοιπόν, πως οι Έλληνες, μ’ όλο, που -όπως σημειώνει ο Ράγκος- ίσως λόγω της σημασίας που απέδιδαν στην αρτιμέλεια και τη σωματική ομορφιά, ίσως λόγω του σεβασμού που είχαν για την φύση, ίσως και λόγω μιας αντίληψης για τον θείο που τιμωρεί τις ακρότητες δεν ένιωθαν και λίγο αμήχανοι απέναντι στους ευνούχους, παρ’ όλα αυτά δεν τους αντιμετώπιζαν ως μιάσματα.

Πράγμα που δεν ισχύει για τους Χριστιανούς. Όπως εξηγεί ο Επιφάνιος, οι ευνούχοι δεν έχουν καμιά πιθανότητα στη σωτηρία, στο μέτρο που στη Βασιλεία των Ουρανών δεν χωρά τίποτε ατελές, τίποτε ακρωτηριασμένο -για οποιονδήποτε λόγο. Στο μέτρο που η ανάσταση των νεκρών δεν αφορά μόνον τις ψυχές, αλλά και τα σώματα, κατεξοχήν, μάλιστα, τα σώματα, «όλα τα μέλη του σώματος θα αναστηθούν και κανένα δεν θα παραλειφθεί. Και γενικά, αν κάποιο μέλος δεν αναβιώσει τότε, δεν θα αναστηθεί ολόκληρο το σώμα. Και αν το μέλος που σκανδαλίζει παραλειφθεί, τότε συνολικά δεν θα αναστηθεί κανένα απολύτως μέλος, αφού όλα τα μέλη μας σκανδαλίζουν» (σελ. 60). Οι καλοί Χριστιανοί μένουν μακριά από το θανάσιμο αμάρτημα της λαγνείας όχι γιατί δεν μπορούν, αλλά γιατί το επιλέγουν συνειδητά κι ελεύθερα.

Ενδεικτική της χριστιανικής στάσης απέναντι στους ευνούχους είναι η ακόλουθη παράγραφος από επιστολή, που απέστειλε ο Βασίλειος στη Σιμπλικία, με την οποία βρίσκονταν σε διαμάχη.

«Και αν υπάρξει ανάγκη μαρτύρων, δεν είναι οι δούλοι αυτοί που θα σταθούν να μαρτυρήσουν, ούτε η ατιμασμένη και κατεστραμμένη φάρα των ευνούχων, τούτη η ράτσα η αθήλυκη, η άνανδρη, η γυναικομανής και ζηλόφθονη, η κακοπροαίρετη, η ευμετάβολη, η ακοινώνητη, η παμφάγα, η ακόρεστη, η μυξοκλαίουσα, η οξύθυμη, η παραδόπιστη, η σκληρόκαρδη, η γυναικωτή, η κοιλιόδουλη -τι άλλο να πω; Από γεννησιμιού της καταδικασμένη στο μαχαίρι» (σελ. 70). Όξος και χολή, πραγματικά. Απύθμενο μίσος, όπως αυτό απέναντι στον Σατανά τον ίδιο.

Σύμφωνα με τον Κύριλλο Αλεξανδρείας, αντίστοιχα, ο Μωυσής είπε για το συνάφι των ευνούχων πως «ευνούχος και αόρχης δεν θα εισέλθει στην εκκλησία του Κυρίου». Για να συνεχίσει:

«Μπορεί να δει κανείς τα σπίτια των αριστοκρατών κατάμεστα από τέτοια τερατόμορφα πλάσματα που φορούν χρυσά περιδέραια στο λαιμό και έχουν την φύση του αρσενικού, αλλά την όψη του θηλυκού, που περπατούν με κουνήματα και μιλούν με νάζια. Σαν τα πορνίδια του δρόμου, κουνούν το κεφάλι τους με απρέπεια, μια δεξιά μια αριστερά και γελούν ασυγκράτητα και ασύστολα υποδηλώνοντας οιστρήλατη λαγνεία εκφανή. Κι έτσι, από τη μια, σαν γυναίκες πέφτουν σε κρεβάτια μαλακά με άντρες και τρυφηλώς διαφθείρονται και, από την άλλη, σαν φύλακες και δήθεν ινδάλματα της αρετής, κοιμούνται με θηλυκά και αναίσχυντα και αδιάντροπα μαζί τους ασελγούν» (σελ. 74).

Το μήτε άρρεν μήτε θήλυ αποτελεί εξαιρετικό ανάγνωσμα. Και, μαζί με τα υπόλοιπα βιβλία της σειράς των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης «Διάλογοι με την αρχαιότητα», μας δίνουν τη δυνατότητα να έρθουμε σε επαφή, να ασκήσουμε την ενσυναίσθησή μας και, μαζί με την εξήγηση, να καταφέρουμε να πλησιάσουμε και την κατανόηση άλλων ανθρώπων, άλλων κοινωνιών, σε άλλες εποχές. Χωρίς αυτήν την κατανόηση, οποιαδήποτε εξήγηση είναι προφανώς ελλιπής.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Βιαστής είναι

ΟΣΜΕ: Προετοιμάζουν την ιδιωτικοποίηση των συγκοινωνιών στη Θεσσαλονίκη