in

Οι εκπαιδευτικοί σε εποχές απολυταρχίας. Του Γιώργου Τσιάκαλου

Η κυβέρνηση αποφάσισε, ότι τα προβλήματα που υπάρχουν στο εκπαιδευτικό σύστημα έχουν ως κύρια, αν όχι μοναδική, αιτία την έλλειψη ατομικής αξιολόγησης των εκπαιδευτικών. Επιτέλους «μετά από σαράντα χρόνια, επανέρχεται» αναφωνούν τα στελέχη της, εννοώντας τα 43 χρόνια που πέρασαν από την κατάργηση του θεσμού των επιθεωρητών. Καμιά έρευνα δεν υπάρχει, που να δικαιολογεί την άποψη της κυβέρνησης, ότι πιθανόν οι εκπαιδευτικοί να ευθύνονται για τα οποιαδήποτε αρνητικά φαινόμενα στα σχολεία της χώρας και «συνεπώς» πρέπει να αξιολογούνται. Ακόμη και η διεθνής έρευνα PISA, την οποία επικαλείται πολύ συχνά η κυβέρνηση, δεν διαπίστωσε ποτέ, ούτε καν υπαινίχθηκε κάτι τέτοιο.

Γεννάται το ερώτημα: εφόσον δεν υπάρχει καμιά επιστημονική έρευνα, που να θεμελιώνει την ανάγκη ατομικής αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, πως αιτιολόγησαν την απόφαση τους;
Η απάντηση είναι απλή, και αποκαλυπτική.

Στην αρχή ισχυρίστηκαν ότι «σε όλες τις χώρες υπάρχει αξιολόγηση, και η Ελλάδα αποτελεί μοναδική εξαίρεση». Βεβαίως, ο ισχυρισμός αυτός ποτέ δεν ανταποκρινόταν στην αλήθεια, αυτό όμως δεν εμπόδιζε τα κυβερνητικά στελέχη να τον επαναλαμβάνουν, τα φιλικά τους ΜΜΕ να τον σερβίρουν αναμασημένο στο πλατύ κοινό και αδαείς στο θέμα αυτό φιλοκυβερνητικοί καθηγητές πανεπιστημίου να τον «επιβεβαιώνουν».

Όμως, πρόσφατα, αναγκάστηκαν να δηλώσουν δημόσια ότι υπάρχουν κι άλλες χώρες στην Ευρώπη, που δεν έχουν ατομική αξιολόγηση εκπαιδευτικών, αναφέροντας μάλιστα τη Φινλανδία, της οποίας το εκπαιδευτικό σύστημα χαρακτήρισαν «πολύ επιτυχημένο». Αποδέχτηκαν δηλαδή, ότι ούτε σ’ αυτό το θέμα ήμασταν «έθνος ανάδελφο», όπως όλα τα χρόνια διαλαλούσαν, αντίθετα, ήμασταν στην ίδια κατηγορία με τα πιο επιτυχημένα -σύμφωνα (και) με τη δική τους άποψη- εκπαιδευτικά συστήματα.

Ουσιαστικά, κατέρρευσε το εγχείρημα χειραγώγησης των εκπαιδευτικών με κατασκευασμένα ψευδή στοιχεία, απομένει όμως η προσπάθεια χειραγώγησης της κοινής γνώμης. Κι εκεί όμως θα καταρρεύσει, όταν γίνει γνωστή η πραγματικότητα.

Ας δούμε ποια είναι η κατάσταση σήμερα.

Στην ιστοσελίδα ESOS η παρακάτω είδηση απεικονίζει την κατάσταση στις 25 Μαΐου 2025.

«Μόνο 6 από τους συνολικά 22.000 των οποίων η ατομική αξιολόγηση ολοκληρώθηκε, μέχρι σήμερα, το έργο τους αξιολογήθηκε ως μη ικανοποιητικό, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του υπουργείου Παιδείας. Γι αυτούς τους 6 δεν προβλέπεται καμία τιμωρητική διαδικασία, παρά μόνο βελτιωτική επιμόρφωση.Ωστόσο για τους περίπου 2.500 εκπαιδευτικούς, περίπου 2.500 εκπαιδευτικοί δεν έχουν αποδεχθεί μέχρι στιγμής την αξιολόγησή τους, προβλέπονται κυρώσεις, οι οποίες με το νέο νόμο που ετοιμάζει το υπουργείο Εσωτερικών οι ποινές θα φθάνουν μέχρι και την απόλυση.Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη: «Εδώ θέλω να είμαι πολύ σαφής, ειδικά για την κατηγορία εκείνων των εκπαιδευτικών που αρνούνται επί της αρχής να αξιολογηθούν. Η θέση μας εδώ είναι ξεκάθαρη και η κατεύθυνση που έχω δώσει στο υπουργείο πολύ σαφής: εάν κάποιος αρνείται επί της αρχής να αξιολογηθεί, δεν πρέπει να έχει θέση στο δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης».

Πρώτη παρατήρηση: Χρησιμοποιώντας τα δικά της όργανα μέτρησης με τους δικούς της ανθρώπους, η κυβέρνηση διαπίστωσε, ότι από τους/τις 22.000 εκπαιδευτικούς που αξιολόγησε μόνο 6 (ποσοστό 0, 027%) είχαν ανάγκη επιμόρφωσης. Το υπόλοιπο 99, 973% των εκπαιδευτικών κρίθηκαν απολύτως ικανοί/ές, όπως άλλωστε αναμενόταν από όσους  γνωρίζουν τα εκπαιδευτικά θέματα της Ελλάδας.

Για να διαπιστωθεί το αυτονόητο αναλώθηκαν 66.000 εργάσιμες ώρες των εκπαιδευτικών και άλλες τόσες των αξιολογητών, σύνολο 132.000 εργατοώρες. Σ’ αυτές πρέπει να προστεθούν και οι ώρες εργασίας άλλων τόσων ανθρώπων που εμπλέκονται στη διαδικασία μετά από τους αξιολογητές.

Υπενθυμίζω τα λόγια της πρώην υπουργού κ. Κεραμέως για το σκοπό της αξιολόγησης: «Η αξιολόγηση αποτελεί έναν µηχανισµό ενδυνάμωσης των εκπαιδευτικών, άρρηκτα συνδεδεμένο με την επιμόρφωση και τη διαρκή βελτίωση».

Τώρα βλέπουμε στην πράξη σε πιο βαθμό συνδέεται η αξιολόγηση με την επιμόρφωση: σε ποσοστό 0,027%. Νομιμοποιείται η ερώτηση: το υπόλοιπο 99,973% με τι συνδέεται; Ασφαλώς όχι με τις ανάγκες της εκπαίδευσης.

Δεύτερη παρατήρηση: Περίπου 2.500 εκπαιδευτικοί βρίσκονται αντιμέτωπες/οι με πειθαρχικές διώξεις και εκατοντάδες καλούνται στα δικαστήρια. Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό; Εμφάνισαν αντιπαιδαγωγικές συμπεριφορές απέναντι στις μαθήτριες και στους μαθητές στο σχολείο; Ήταν διδακτικά ανεπαρκείς στο μάθημα; Αρνήθηκαν τη συνεργασία με τους γονείς;  Ή μήπως δεν είχαν τα απαραίτητα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, για να έχουν το δικαίωμα να διδάσκουν;

Η απάντηση είναι: τίποτε από αυτά! Συνεχίζουν να εργάζονται, όπως πάντα προς όφελος των μαθητών και των μαθητριών τους. Απλά, αρνούνται να συμμετάσχουν – «επί της αρχής», όπως είπε ο πρωθυπουργός – σε αυτό που ονομάστηκε «αξιολόγηση εκπαιδευτικών».

Γνωρίζουμε αυτούς τους ανθρώπους και γνωρίζουμε ότι ανάμεσα τους βρίσκονται πολλοί με πολύ υψηλότερα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα από τους αξιολογητές. Ο λόγος για τον οποίο αρνούνται τη συμμετοχή τους είναι, επειδή οι αρχές τους τις/τους υπαγορεύουν να μη νομιμοποιήσουν μια διαδικασία, που, όπως αποδείχτηκε παραπάνω, δεν εξυπηρετεί ανάγκες της εκπαίδευσης ούτε στηρίζεται σε επιστημονικά δεδομένα, αλλά απαιτεί απλά και μόνο την απόλυτη συμμόρφωση των εκπαιδευτικών σε οποιαδήποτε απόφαση της πολιτικής ηγεσίας, ακόμη κι αν αυτή βλάπτει την εκπαίδευση. Είναι οι αρχές αυτές, που υπαγορεύουν την άρνηση συμμετοχής, με όποιο κόστος κι αν αυτό συνεπάγεται στην προσωπική τους ζωή.

«Η 1 στις 4 νεοδιόριστες ήθελε να αξιολογηθεί, αλλά έκαναν αποχή οι μαθητές της» ήταν η είδηση από ένα σχολείο την άνοιξη του 2023, και αντικατόπτριζε τη συνολική εικόνα των σχολείων της Ελλάδας. «Νεοδιόριστοι», σημαίνει κατά κανόνα εκπαιδευτικοί με πολλά χρόνια διδακτικής εμπειρίας σε σχολεία απρόσιτων περιοχών (διαφορετικών κάθε χρόνο), με αναξιοπρεπείς συνθήκες εύρεσης κατοικίας και «φυσικά» με χαμηλότατους μισθούς.

Θα μπορούσαν, να επιζητήσουν την απασχόληση σε ιδιωτικά σχολεία, μεγάλη ήταν τότε η ζήτηση, επέλεξαν όμως να υπηρετήσουν τη δημόσια εκπαίδευση και κέρδισαν την εκτίμηση, το σεβασμό και την αγάπη των μαθητών/τριών τους, των γονέων και του συνόλου των τοπικών κοινωνιών, όπου κι αν βρέθηκαν.

Οι εμπειρίες τους ήρθαν να επιβεβαιώσουν όσα γνώριζαν από την επιστημονική βιβλιογραφία για το ρόλο και τις επιπτώσεις της λεγόμενης «ατομικής αξιολόγησης» και γι’ αυτό «επί της αρχής» αρνούνται να συμμετάσχουν στη διαδικασία, με ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται στην προσωπική τους ζωή.

Τρίτη παρατήρηση: «Επί της αρχής» είναι ο όρος, που χρησιμοποιεί ο πρωθυπουργός για μια συμπεριφορά, που στην παιδαγωγική γλώσσα των εκπαιδευτικών μεταφράζεται ως «στάση, που υπαγορεύεται από τις αρχές του επαγγέλματος μας».

Επαγγελματική ηθική και «επαγγελματισμός»

Τα επαγγέλματα δεν είναι μόνο θέση εργασίας, job κατά την αγοραία έκφραση όσων θεωρούν το επάγγελμα ξεπερασμένη μορφή ανθρώπινης εργασίας, και την οικονομία της αγοράς, με τους δικούς της κανόνες, αυτονόητα κυρίαρχη στην κοινωνία.

Τα επαγγέλματα, χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερες ηθικές αρχές: οι ιερείς τηρούν την μυστικότητα όσων γεγονότων πληροφορούνται στην εξομολόγηση ακόμη και απέναντι στη δικαστική εξουσία, το ίδιο και οι δικηγόροι σε σχέση με όσα πληροφορούνται από τον άνθρωπο που εκπροσωπούν, οι γιατροί λειτουργούν με μια ηθική δεοντολογία που ανάγεται στον Όρκο του Ιπποκράτη, και οι εκπαιδευτικοί ασκούν το επάγγελμα με την αποδοχή της ευθύνης τους απέναντι στη νέα γενιά και στις γενιές που έρχονται.

Πλούσια είναι η βιβλιογραφία για την «επαγγελματική ηθική» των εκπαιδευτικών, προφανώς άγνωστη σε όσους θεωρούν, ότι με την απειλή της απόλυσης μπορούν να τις/τους κάνουν να παρακάμψουν την επαγγελματική τους συνείδηση.

Με γλαφυρό τρόπο περιγράφουν τα κύρια χαρακτηριστικά της επαγγελματικότητας των εκπαιδευτικών οι Ινδοί επιστήμονες H.R. Jayamma και N. Sumangala:

«Η διδασκαλία είναι ένα ιερό επάγγελμα. Είναι περισσότερο μια ιερή υπηρεσία παρά ένα επάγγελμα. Κάθε επάγγελμα απαιτεί για την άξια ύπαρξη του, την αποδοχή και την επιβολή κώδικα δεοντολογίας που καθιστά  το επάγγελμα σε θέση να αυτορυθμίζεται, να αυτοδιοικείται και να προσφέρει ικανοποίηση στις /ους εκπαιδευτικούς. Επαγγελματική δεοντολογία των εκπαιδευτικών σημαίνει ένα σύνολο αξιοπρεπών αρχών που εφαρμόζονται στην πράξη από τις/ους εκπαιδευτικούς. Είναι οι πολύτιμες συμπεριφορές που επιδεικνύουν και εφαρμόζουν οι εκπαιδευτικοί σε σχέση με τους μαθητές και τις μαθήτριες, τις/ους συναδέλφους, την κοινότητα και τον εαυτό τους, ώστε να παράγουν πολύ σημαντικά αποτελέσματα για την πορεία της εκπαίδευσης». Αναφορά σε σχέσεις υπακοής με την πολιτική εξουσία δεν γίνεται ούτε σ’ αυτή τη δημοσίευση ούτε αλλού, κι αυτό, ούτε τυχαίο είναι ούτε χωρίς σημασία για τη δική μας προκείμενη περίπτωση.

Ο όρος «επαγγελματισμός» εμφανίζεται σε πολλά κείμενα του Υπουργείου Παιδείας, αλλά πάντα εννοεί αποκλειστικά τη διδασκαλία (να έχουν όλα τα προσόντα για να την ασκούν αποτελεσματικά) και τη συμπεριφορά των εκπαιδευτικών, την οποία προσδοκάται να επιδεικνύουν ανάλογα με τη θέση τους στο εκπαιδευτικό σύστημα. Ποτέ δεν εννοεί και τη στάση τους, που υπαγορεύεται από τις ιδιαίτερες ηθικές αρχές του επαγγέλματος τους.

Γι’ αυτόν το λόγο, η ελληνική κοινωνία βιώνει μια κατάσταση, όπου οι μεν εκπαιδευτικοί μας πληρούν όλες τις προϋποθέσεις του επαγγελματισμού σε ό,τι αφορά στις επιστημονικές γνώσεις τους (η εκπαίδευση τους βρίσκεται σε πολύ υψηλότερο επίπεδο από τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, η δε κυβέρνηση αρνείται να αποδεχτεί ότι οι εκπαιδευτικοί υπηρετούν ένα επάγγελμα, με την αυθεντική σημασία του όρου.

Δηλαδή, ενώ οι εκπαιδευτικοί, που διώκονται σήμερα, πληρούν στον ύψιστο βαθμό τις απαιτήσεις του επαγγελματισμού, με τον τρόπο, που ορίζει τον επαγγελματισμό η κυβέρνηση,  η κυβέρνηση, αντίθετα,  δεν αποδέχεται, ότι εκ τους επαγγέλματος τους οι εκπαιδευτικοί ακολουθούν ηθικές αρχές και δεν τις παραβιάζουν ούτε υπό το καθεστώς απειλών εκ μέρους  των αρχών εξουσίας. Ουσιαστικά, οι εκπαιδευτικοί μας συνεχίζουν την παράδοση των εκπαιδευτικών όλου του κόσμου και όλων των εποχών, που με τη στάση τους και την πράξη τους δημιούργησαν και στέριωσαν τους ηθικούς κώδικες του επαγγέλματος. Σε αυτούς τους ηθικούς κανόνες θεμελιώθηκε η  πρακτική της ανυπακοής τους σε όσους νόμους της εξουσίας συγκρούονται με την επαγγελματική ηθική τους.

Ανυπακοή των εκπαιδευτικών: ελληνικό φαινόμενο;

Πρωθυπουργοί και κυβερνητικά στελέχη επισκέπτονται την πρωτεύουσα των ΗΠΑ, συναντούνται με τους εκάστοτε προέδρους (δηλώνοντας κατά κανόνα, ότι μοιράζονται μ’ αυτούς κοινές αξίες) αλλά φαίνεται να μη γνωρίζουν ότι εκεί, μπροστά σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ κήρυξε την civil disobedience (στα ελληνικά: πολιτική ανυπακοή ή ανυπακοή των πολιτών), υπερασπιζόμενος το όνειρο ενός κόσμου δικαιοσύνης και ισότητας.

Σ’ αυτήν οφείλονται όσες θετικές εξελίξεις υπήρξαν στην αμερικανική κοινωνία, στην πολιτική και στη Δικαιοσύνη. Φαίνεται να ξεχνούν επίσης, τόσο τα πολιτικά στελέχη όσο και κάποιοι πανεπιστημιακοί, που επικαλούνται συχνά τη σχέση τους με τα ονομαστά πανεπιστήμια των ΗΠΑ, ότι ο όρος civil disobedience χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Henry David Thoreau,  έναν απόφοιτο του Χάρβαρντ, και επηρέασε στη συνέχεια όχι μόνο τον  Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ αλλά και άλλες σημαντικές προσωπικότητες, όπως ήταν ο Τολστόι και ο Γκάντι.

Σχετικά με την έννοια της ανυπακοής των πολιτών είναι τεράστια η βιβλιογραφία και δεν επιτρέπεται να την αγνοεί κανένας, εάν ενδιαφέρεται να κρίνει τις συμπεριφορές των εκπαιδευτικών.
Το ερώτημα, που βρίσκεται στο επίκεντρο του επιστημονικού διαλόγου είναι:
καταδικάζεται πάντα η ανυπακοή ή, αντίθετα, δεν καταδικάζεται, όταν τα αίτια και η μορφή της την νομιμοποιούν;

Συνήθως, είναι η επίκληση των ανθρώπινων δικαιωμάτων,  βασικών άρθρων του συντάγματος, ηθικών αρχών και συνείδησης αυτή που νομιμοποιεί την πολιτική ανυπακοή. Πολλά από τα κινήματα των τελευταίων δεκαετιών στην Ευρώπη είχαν την μορφή της πολιτικής ανυπακοής και συνέβαλαν σε θετικές αλλαγές. Μεγάλο ποσοστό σ’ αυτά, ιδιαίτερο δυναμισμό  και σημαντική αποτελεσματικότητα είχαν τα κινήματα των φοιτητών/τριών, των εκπαιδευτικών και των μαθητών/τριών.

Δεν αποτελεί, λοιπόν, η ανυπακοή σε κάποιους νόμους φαινόμενο που σχετίζεται αποκλειστικά με τις/τους εκπαιδευτικούς της Ελλάδας, ούτε πρόκειται εξ ορισμού για αρνητικό φαινόμενο. Αυτό άλλωστε διδάσκεται με δύο συγκεκριμένα παραδείγματα στα σχολεία σχεδόν όλου του κόσμου και ίσως περισσότερο από παντού στην Ελλάδα.

Αντιγόνη και  Σωκράτης

Από την Αρχαία Ελλάδα αντλούνται τα παραδείγματα για την υπακοή και την ανυπακοή στους νόμους. Το πρώτο είναι η Αντιγόνη, το δεύτερο ο Σωκράτης.

Η Αντιγόνη έχει όλα τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων που επιλέγουν την πολιτική ανυπακοή, όταν θεωρούν, ότι κάποιος νόμος της εξουσίας αντιβαίνει σε πανανθρώπινες αξίες: η ανυπακοή, α) συνειδητά γίνεται πάντα δημόσια και ποτέ κρυφά, β) δεν είναι διαπραγματεύσιμη (επειδή οι αρχές δεν επιδέχονται συμβιβασμούς), γ) πραγματοποιείται από ανθρώπους, που έχουν συνείδηση της ευαλωτότητας τους  σε σχέση με την εξουσία. Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά των κινημάτων ανυπακοής και στη δική μας εποχή. Οι μαθητές και οι μαθήτριες που διδάσκονται την Αντιγόνη, την κάνουν πρότυπο τους,  κι ούτε μια φορά δεν άκουσα να επιλέγεται ο Κρέων ως υπόδειγμα συμπεριφοράς.

Ο Σωκράτης είναι τόσο παράδειγμα υπακοής όσο και ανυπακοής. Ο τρόπος, που εξηγεί την απόφαση του να επιλέξει το θάνατο, βοηθάει να κατανοήσουμε πότε είναι σωστή η υπακοή και πότε η ανυπακοή. Εξηγεί πρώτα ότι τους νόμους τους ψηφίζουν όλοι οι πολίτες με ισότητα και ελευθερία και ο ίδιος φρόντιζε να κάνει πάντα χρήση αυτού του δικαιώματος. Δηλώνει μετά, ότι ως πολίτης μιας πόλης με αυτό το πολίτευμα έζησε μια ωραία ζωή.

Τέλος, εξηγεί ότι θα ήταν ανακόλουθος με τις αρχές του, αν δεν αποδεχόταν τον νόμο, στην περίπτωση που ο ίδιος βλάπτεται απ’ αυτόν. Υπενθυμίζω, ότι ο Σωκράτης καταδικάστηκε με το Ψήφισμα περί Ασεβείας. Με το νόμο αυτό μπορούσαν να οδηγηθούν στο δικαστήριο όσοι/ες δίδασκαν ιδέες, που ήταν βλάσφημες για τους θεούς ή θεωρίες για τα ουράνια σώματα, που δεν ταίριαζαν με την άποψη, ότι αυτά ήταν θεοί. Δεν αφορούσε στις ιδέες, που είχαν το δικαίωμα να τις έχουν στην προσωπική τους ζωή, αλλά στη διδασκαλία των ιδεών. Κι άλλοι καταδικάστηκαν πριν από τον Σωκράτη, όπως ο Πρωταγόρας, ο Αναξίμανδρος, ο Διαγόρας, και φυγαδεύτηκαν αμέσως. Εφαρμόζοντας το σκεπτικό του Σωκράτη νομιμοποιείται η ανυπακοή τους, επειδή εκείνοι δεν συμμετείχαν στην ψήφιση των νόμων, καθώς δεν ήταν πολίτες της Αθήνας. Συνεπώς η συμπεριφορά του Σωκράτη συνδέεται άρρηκτα με την άμεση συμμετοχική δημοκρατία σε συνθήκες ισότητας και ελευθερίας των πολιτών.

Ισχύουν οι απόψεις της Αντιγόνης και του Σωκράτη σήμερα;

Η απάντηση για την Αντιγόνη είναι καταφατική, καθώς πολλοί άνθρωποι και στα δικά μας χρόνια ακολουθούν το παράδειγμα της, αρνούμενοι να υπακούσουν σε κάποιους νόμους, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τους αντιρρησίες συνείδησης για τη στράτευση.

Η περίπτωση του Σωκράτη είναι πιο περίπλοκη, καθώς η δημοκρατία της Αθήνας με την άμεση συμμετοχή των πολιτών στην ψήφιση των νόμων είναι διαφορετική από τη σύγχρονη αντιπροσωπευτική δημοκρατία.

Στη δεύτερη, οι ψηφοφόροι δεν έχουν τη δυνατότητα να συμμετάσχουν άμεσα σε ένα νόμο που τους/τις αφορά.

Η υπέρβαση αυτού του εμποδίου βρίσκεται στη συμμετοχή άλλων θεσμών των πολιτών, όπως είναι τα συνδικάτα, στην κατάρτιση των νόμων, που τους/ις αφορούν. Χαρακτηριστική για το πεδίο της εκπαίδευσης, είναι η δημόσια διατυπωμένη άποψη του Γιοχάνες Ράου, σοσιαλδημοκράτη πρωθυπουργού της Ρηνανίας- Βεστφαλίας (1978-1998) και αργότερα προέδρου της Γερμανίας (1999-2004):

«Εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις είναι επιτυχημένες μόνο, εάν συν-διαμορφώνονται και συναποφασίζονται από αυτούς που συμμετέχουν [στην εκπαιδευτική διαδικασία] και τους οποίους αφορούν».  Φυσικά, οι εκπαιδευτικές οργανώσεις συμμετείχαν και συναποφάσισαν τις προτάσεις της σχετικής επιτροπής που όρισε ο ίδιος, και αποτυπώθηκαν σε ένα πολύ σημαντικό βιβλίο με τίτλο «Το μέλλον της Παιδείας – Το σχολείο του μέλλοντος»[i]. Και βέβαια είναι γνωστό, ότι η μεγάλη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της Φινλανδίας την δεκαετία του 1990 ήταν δημιούργημα των εκπαιδευτικών οργανώσεων, που υιοθετήθηκε από την πλειοψηφία της Βουλής.

Παραδείγματα σαν τα παραπάνω λιγοστεύουν όλο και περισσότερο τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς κυρίαρχη είναι πια η συμμετοχή ισχυρών λόμπυ μεγάλων οικονομικών συμφερόντων στην κατάρτιση των νόμων, και όχι οργανώσεων των εργαζομένων. Γι’ αυτό τον λόγο πληθαίνουν τα κινήματα ανυπακοής και νομιμοποιούνται από την ουσιαστικά αντιδημοκρατική συμπεριφορά των κυβερνήσεων. Ας δούμε τη δική μας περίπτωση

Ο λόγος και η ρητορεία του πρωθυπουργού για τις/ους εκπαιδευτικούς

Στη δημόσια συζήτηση για την ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών διαπιστώνει κανείς, ότι κύριο λόγο έχει ο πρωθυπουργός και μόνον υπηρετικό προς αυτόν λόγο έχουν οι τρεις υπουργοί των τελευταίων χρόνων. Τον είδαμε να ασκεί δημόσια κριτική στα Υπουργείο Παιδείας για τις αποτυχίες («συζητήσαμε την πορεία της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και νομίζω ότι εδώ πρέπει να είμαστε ειλικρινείς ότι είναι μια καινούργια διαδικασία, η οποία ακόμα δεν έχει φέρει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα»).

Δημόσια στοχοποιεί τους/τις εκπαιδευτικούς που αρνούνται να συμμετάσχουν στη διαδικασία («και εδώ θέλω να είμαι πολύ σαφής, ειδικά για την κατηγορία εκείνων των εκπαιδευτικών που αρνούνται επί της αρχής να αξιολογηθούν»). Δημόσια δηλώνει ότι το Υπουργείο παίρνει εντολές από εκείνον για το τι πρέπει να κάνει («Η θέση μας εδώ είναι ξεκάθαρη και η κατεύθυνση που έχω δώσει στο υπουργείο πολύ σαφής: εάν κάποιος αρνείται επί της αρχής να αξιολογηθεί, δεν πρέπει να έχει θέση στο δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης»).

Η εικόνα που δίνεται είναι εκείνη ενός απόλυτου άρχοντα, που γνωρίζει τα πάντα, αποφασίζει τα πάντα, δίνει εντολές και αυτές πρέπει να εφαρμόζονται από τους υπουργούς, που ο ίδιος τοποθέτησε και μπορεί να απολύσει. Η εικόνα των υπουργών είναι αντίστοιχη: δηλώνουν ότι εφαρμόζουν εντολές. Είναι εικόνες της εποχής των απολυταρχικών καθεστώτων.

Η απολυταρχία θεωρείται η αρχή του σύγχρονου κράτους. Το κύριο χαρακτηριστικό της ήταν ότι ο επικεφαλής του κράτους, μονάρχης στην αρχή, ήταν η πηγή όλων των εξουσιών. Είχε απόλυτη εξουσία, έφτιαχνε την Αυλή του, διόριζε υπουργούς, συμβούλους και μυστικοσυμβούλους, μιλούσε και οι άλλοι υπ-άκουαν χωρίς να φέρουν καμιά αντίρρηση. Εκείνη την εποχή δημιουργείται ο θεσμός του δημόσιου σχολείου και αλλάζει ο ρόλος των δασκάλων. Από ελεύθεροι επαγγελματίες μετατρέπονται σε εξουσιοδοτημένους εκπροσώπους του μονάρχη, ασκούν τα καθήκοντα, που εκείνος τους ανέθεσε, και ελέγχονται από άλλες τοπικές αρχές, όπως ήταν η εκκλησία, με ποινή την απόλυση, όταν δεν επιτελούσαν τα καθήκοντα τους σύμφωνα με την άποψη και βούληση του ανώτατου άρχοντα.

Το ίδιο ίσχυε για όλους τους «δημόσιους υπαλλήλους». Η βιβλιογραφία για το σχολείο και τους εκπαιδευτικούς εκείνης της εποχής είναι πλούσια και, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν θα αποτελεί μόνο θέμα της Ιστορίας της Εκπαίδευσης, εάν οι πρόσφατες εξελίξεις στα εκπαιδευτικά θέματα στη χώρα μας δεν αντιστραφούν.

Η εικόνα της απολυταρχίας, που δίνει ο πρωθυπουργός, δεν είναι απλά εικόνα και ο ίδιος δεν παρανομεί. Λειτουργεί σύμφωνα με το νόμο 4622 «Επιτελικό Κράτος: οργάνωση, λειτουργία και διαφάνεια της Κυβέρνησης, των κυβερνητικών οργάνων και της κεντρικής δημόσιας διοίκησης», ο οποίος  δίνει πολλές εξουσίες στον πρωθυπουργό, μεταξύ αυτών και το δικαίωμα «να προΐσταται υπουργείου ή υπουργείων». Καθώς ο πρωθυπουργός είναι και αρχηγός του κυβερνώντος κόμματος, ελέγχει πλήρως την κοινοβουλευτική ομάδα και μπορεί να ανακοινώνει τιμωρητικούς νόμους για ανυπάκουους  εκπαιδευτικούς, αφού ελέω εκλογικού νόμου ελέγχει την πλειοψηφία της βουλής, παρόλο που δεν είχε την πλειοψηφία των ψηφοφόρων. Αυτό, με το οποίο βρίσκεται σε σύγκρουση η εκπαιδευτική κοινότητα, είναι ένα καθεστώς μια τυπικά νόμιμης αλλά μη νομιμοποιημένης από τους πολίτες  απολυταρχίας.

Μετά τις δημοκρατικές επαναστάσεις του 1848 ήταν οι φοιτητές και οι εκπαιδευτικοί που γνώρισαν άγριους διωγμούς από τους απόλυτους άρχοντες της εποχής. Μετά, οι διωγμοί και οι περιορισμοί επεκτάθηκαν και σε άλλες ομάδες δημοσίων υπαλλήλων. Αυτό ζούμε σήμερα στην Ελλάδα, όπως δείχνει η πρόθεση του πρωθυπουργού να κινήσει διαδικασίες κατάργησης της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων.

Συμπέρασμα: Ο νόμος για την ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών δεν έχει καμιά επιστημονική βάση. Αποτελεί προϊόν ακραίας αντιδραστικής ιδεοληψίας για τη διακυβέρνηση της χώρας, που έχει ως πυρήνα την απολυταρχική σχέση κυβερνήτη προς υπηκόους. Συνεπώς η άρνηση των εκπαιδευτικών, να συναινέσουν και να συμμετάσχουν στις διαδικασίες του, αποτελεί απολύτως νομιμοποιημένη πράξη πολιτικής ανυπακοής.

Αξίζει στις/στους εκπαιδευτικούς το «ευχαριστώ» όλων όσων από εμάς θέλουν να ζουν σ’ αυτή τη χώρα ως πολίτες και όχι ως υπήκοοι.


[i] Bildungskommission NRW: Zukunft der Bildung – Schule der Zukunft. Neuwied – Kriftel – Berlin: Luchterhand 1995. Η αναφορά στο κείμενο βρίσκεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Καταστολή ενάντια σε διαμαρτυρία κατά της ακρίβειας στη Θεσσαλονίκη

Global March to Gaza: Για ένα παρόν και ένα μέλλον που η ανθρώπινη ζωή δεν θα είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης