Μολονότι διατηρεί το καθεστώς του πολιτικού πρόσφυγα, ο Λεονάρδο Μπερτουλάτσι, πρώην μέλος των Ερυθρών Ταξιαρχιών, είναι πιθανό να εκδοθεί στην Ιταλία. Η απόφαση του αμφιλεγόμενου Ανώτατου Δικαστηρίου της Αργεντινής εναρμονίζεται πλήρως με τη συμφωνία μεταξύ των κυβερνήσεων του Χαβιέ Μιλέι και της Τζόρτζια Μελόνι. Τις μέρες κοντά στη σύλληψή του, ο ίδιος και ο δικηγόρος του, Ροδόλφο Γιανσόν, μίλησαν στην εφημερίδα της Ουρουγουάης La Brecha. Το Alterthess αναδημοσιεύει τις δύο συνεντεύξεις. Το κείμενο υπογραφών κατά της έκδοσης του Μπερτουλάτσι υποστηρίζουν, μεταξύ εκατοντάδων πολιτών και από την Ελλάδα, οι Ραούλ Ζιμπέκι, Κλαούντιο Κατζ, Ατίλιο Μπορόν και Αδόλφο Πέρες Εσκιβέλ (η συλλογή υπογραφών συνεχίζεται εδώ).
Πηγή: La Brecha (8.7.2025) | Μετάφραση: Α.Λ.
Ο Λεονάρδο Μπερτουλάτσι, 73 ετών σήμερα, ζει στο Μπουένος Άιρες με τη σύντροφό του από το 2003. Εργαζόταν ως οργανοποιός και ήταν ένας ανάμεσα στους κατοίκους της πρωτεύουσας της Αργεντινής. Αυτό μέχρι που ο πρόεδρος Χαβιέ Μιλέι και η επικεφαλής της ιταλικής κυβέρνησης Τζόρτζια Μελόνι αποφάσισαν ότι η ελευθερία του θα μπορούσε να ανταλλαγεί με εκείνη του ιερέα Φράνκο Ρεβερμπέρι, με καταγωγή από την Μεντόζα, ο οποίος διέφυγε στην Ιταλία το 2011 για να αποφύγει να δικαστεί για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας της Αργεντινής, ο ιερέας δρούσε στο παράνομο κέντρο κράτησης La Departamental, στη Μεντόζα, όπου βασάνιζε απαχθέντες μαχητές για να «ομολογήσουν» και να καταδώσουν συντρόφους τους (1).
Από το 2004 ο Μπερτουλάτσι έχει το καθεστώς του πολιτικού πρόσφυγα στην Αργεντινή, το οποίο του χορηγήθηκε από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (UNHCR) και την τοπική Εθνική Επιτροπή για τους Πρόσφυγες (CONARE). Λίγο νωρίτερα, η δικαστής Μαρία Σερβίνι ντε Κουμπρία είχε απορρίψει αίτημα έκδοσής του που είχε υποβάλει η Ιταλία, με την αιτιολογία ότι η ποινή φυλάκισης 27 ετών που είχε επιβληθεί στον Μπερτουλάτσι στη χώρα του για πράξεις «τρομοκρατίας» είχε αποφασιστεί ερήμην του, χωρίς ο κατηγορούμενος να έχει τη δυνατότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό του και χωρίς αδιάσειστα στοιχεία.
Στα τέλη του 2023, τα πράγματα άλλαξαν για τον Μπερτουλάτσι: ο ελευθεριστής (libertarian) Μιλέι, ο οποίος έχει πολύ καλές σχέσεις με τη νεοφασίστρια Μελόνι, ανέλαβε να κυβερνήσει την Αργεντινή. Μία από τις «μεταρρυθμίσεις» στις οποίες προχώρησε ο ακροδεξιός πρόεδρος ήταν να αλλάξει τη σύνθεση της Εθνικής Επιτροπής για τους Πρόσφυγες, αντικαθιστώντας ένα μέλος του Εθνικού Ινστιτούτου κατά των Διακρίσεων, της Ξενοφοβίας και του Ρατσισμού –που με μια παράλληλη απόφαση διαλύθηκε– με ένα στέλεχος του Υπουργείου Ασφαλείας. Τον Αύγουστο του 2024, η Εθνική Επιτροπή για τους Πρόσφυγες αφαίρεσε από τον Μπερτουλάτσι το καθεστώς του πρόσφυγα. Σε χρόνο-ρεκόρ μετά την απόφαση συνελήφθη με μια ασυνήθιστα εντυπωσιακή επιχείρηση. «Συλλάβαμε έναν πρώην τρομοκράτη των Ερυθρών Ταξιαρχιών», δήλωσε η υπουργός Ασφαλείας Πατρίσια Μπούλριτς, και εκθίασε το τεράστιο έργο πληροφοριών των υπηρεσιών της, όταν η αστυνομία είχε πάει να αναζητήσει τον Ιταλό στο σπίτι στη συνοικία Σαν Τέλμο του Μπουένος Άιρες, όπου ζούσε για περισσότερα από 20 χρόνια.
Στα τέλη Αυγούστου του 2024 ο Μπερτουλάτσι τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό και η υπόθεσή του άρχισε να επανεξετάζεται από δικαστήριο με πρόεδρο τη Μαρία Σερβίνι ντε Κουμπρία. Στις 28 Φεβρουαρίου η δικαστής ενέκρινε την έκδοση, ερχόμενη σε αντίφαση με την απόφαση που η ίδια είχε πάρει δύο δεκαετίες νωρίτερα. Δύο ημέρες αργότερα, έφτασε στο Μπουένος Άιρες ο Ιταλός υπουργός Δικαιοσύνης Κάρλο Νόρντιο, ο οποίος τον Ιανουάριο του 2024 είχε αρνηθεί να εκτελέσει την απόφαση δικαστηρίου της χώρας του να εκδώσει τον ιερέα Ρεβερμπέρι στην Αργεντινή.
Την Τρίτη 1 Ιουλίου, σε μια ακόμη από τις αποφάσεις-εξπρές όταν πρόκειται για υποθέσεις που ενδιαφέρουν την κυβέρνηση Μιλέι, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε να δώσει το πράσινο φως στο αίτημα έκδοσης του Μπερτουλάτσι, παρότι ο Ιταλός εξακολουθεί να είναι πρόσφυγας για την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και παρότι η απόφαση της Εθνικής Επιτροπής για τους Πρόσφυγες δεν έχει ακόμη οριστικοποιηθεί.
Οι διαδικασίες έκδοσης διαρκούν συνήθως εβδομάδες, αλλά «με τον Μιλέι ποτέ δεν ξέρεις», δήλωσε στην εφημερίδα μας ο Ροδόλφο Γιανσόν, δικηγόρος υπεράσπισης του Μπερτουλάτσι, ο οποίος έχει μεγάλη εμπειρία σε υποθέσεις εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας.
Λίγες ημέρες πριν από τη σύλληψή του, η Brecha είχε καταφέρει να μιλήσει με τον Μπερτουλάτσι.
***
Πώς και πότε ήρθατε στην Αργεντινή;
Έφυγα από την Ιταλία τον Οκτώβριο του 1980. Αυτά που έζησα και που σήμερα αποτελούν αιτία συνεννόησης μεταξύ δύο ακροδεξιών κυβερνήσεων είναι μέρος της ιταλικής ιστορίας της δεκαετίας του 1970. Μιλάω για μια ιστορία μισού αιώνα πριν, την οποία πολλοί άνθρωποι δεν γνωρίζουν.
Θα μπορούσατε να την αφηγηθείτε;
Γεννήθηκα το 1951 και μεγάλωσα σε μια οικογένεια που έζησε την αντίσταση κατά του ναζισμού και του φασισμού και με ανέθρεψε με τις αξίες αυτής της αντίστασης. Συμμετείχα, αρχικά ως φοιτητής και στη συνέχεια ως εργαζόμενος, στο κοινωνικό κίνημα που ξεκίνησε το 1969 και το οποίο πέτυχε μεγάλες κατακτήσεις στα ατομικά και συλλογικά δικαιώματα την επόμενη δεκαετία. Εκείνα τα χρόνια, το εργατικό και το κοινωνικό κίνημα κέρδιζαν έδαφος στην ιταλική κοινωνία και δημιουργούσαν ελπίδες για αλλαγή, αλλά οι κυβερνώντες όχι μόνο μπλόκαραν αυτά τα αιτήματα, αλλά απαντούσαν με σκληρή καταστολή.
Εκτός από την κρατική καταστολή, ακροδεξιές ομάδες πραγματοποιούσαν βομβιστικές επιθέσεις. Μεταξύ 1969 και 1980, δεκάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν. Η χειρότερη ενέργεια ήταν η βομβιστική επίθεση στον σιδηροδρομικό σταθμό της Μπολόνια το 1980, στην οποία σκοτώθηκαν 86 άνθρωποι και τραυματίστηκαν περίπου 200.
Οι νεοφασιστικές ομάδες δρούσαν σε συνεννόηση με τον κρατικό μηχανισμό. Αυτοί ήταν που τοποθέτησαν τις βόμβες, αλλά η αστυνομία έστρεψε τις έρευνές της προς τις εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις της νέας αριστεράς. Αυτοί που βρίσκονταν πίσω από αυτή τη στρατηγική ήθελαν να προκαλέσουν ένα κλίμα έντασης που θα οδηγούσε σε μια αυταρχική στροφή. Εκείνα τα χρόνια αποκαλύφθηκαν αρκετές απόπειρες πραξικοπήματος που προωθούνταν από ισχυρούς οικονομικούς, πολιτικούς και στρατιωτικούς τομείς (2). Την ίδια εποχή, η Ιταλία έβλεπε στα δυτικά της Μεσογίου τις δικτατορίες της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, καθώς και την Ελλάδα των συνταγματαρχών στα ανατολικά.
Η καταστολή, η οποία αποσκοπούσε στην τρομοκράτηση του κινήματος και την ποινικοποίησή του, δεν άφησε ανέγγιχτο κανέναν χώρο εργασίας ή σπουδών και η πολιτική και κοινωνική σύγκρουση έγινε πιο ριζοσπαστική. Το κίνημα που είχε γεννηθεί με μοναδικό όπλο τις ελπίδες του, έπρεπε να οργανωθεί για να υπερασπιστεί τον εαυτό του, να υποστηρίξει τα αιτήματά του και να αντιταχθεί στα αυταρχικά σχέδια που ενορχηστρώνονταν εναντίον του. Αυτό οδήγησε στη γέννηση επαναστατικών οργανώσεων που δρούσαν φανερά, όπως ο Διαρκής Αγώνας (Lotta Continua) και η Εργατική Αυτονομία (Autonomia Operaia), και άλλων που δρούσαν στην παρανομία, όπως η Πρώτη Γραμμή (Prima Linea) και οι Ερυθρές Ταξιαρχίες (Brigate Rosse).
Ενώ το ιταλικό φθινόπωρο του 1969 οι εργάτες είχαν καταφέρει να αλλάξουν τον συσχετισμό δύναμης υπέρ τους και να αντισταθούν στην καπιταλιστική αναδιάρθρωση, το φθινόπωρο του 1980 ήταν η στιγμή της ήττας της εργατικής τάξης εκεί όπου αυτή ήταν πιο συγκεντρωμένη και ισχυρή: στη FIAT στο Τορίνο, με τους 140.000 εργάτες της. Μετά από 35 ημέρες κατάληψης, το συνδικάτο υπέγραψε συμφωνία με τη FIAT που προέβλεπε την απόλυση 23.000 εργατών. Έγινε χωρίς τη συναίνεση των εργαζομένων, οι οποίοι δεν είχαν ψηφίσει την πρόταση. Αυτή η βαριά ήττα είχε καταστροφικές συνέπειες για τον κόσμο της εργασίας και ανέτρεψε την ισορροπία δυνάμεων υπέρ του κεφαλαίου, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την εδραίωση του νεοφιλελευθερισμού σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Έτσι έληξε μια δεκαετία μαζικής ανυπακοής, απελευθέρωσης, μια γιορτή ελπίδας, κατά τη διάρκεια της οποίας το κοινωνικό κίνημα αποτελούσε απειλή για τα αφεντικά.
Αυτή η ήττα έπρεπε επίσης να επισφραγιστεί και με το τέλος των επαναστατικών οργανώσεων, και για τον σκοπό αυτό τα μέσα που επιλέχθηκαν ήταν η καταστολή, η ειδική «αντιτρομοκρατική» νομοθεσία και τα βασανιστήρια.
Η εφαρμογή της ειδικής νομοθεσίας ενίσχυσε τις εξουσίες της αστυνομίας και κατέστησε δυνατή τη δημιουργία κατηγοριών που βασίζονται αποκλειστικά στο έγκλημα της «ανατρεπτικής οργάνωσης» και στηρίζονται στη φιγούρα των pentiti, των «μετανοημένων». Το σύστημα των «μετανοημένων» επέτρεπε μειωμένες ποινές, ακόμη και ελευθερία για όσους κατήγγειλαν τους συντρόφους τους. Τα βασανιστήρια ήταν επίσης συστηματικά.
Πόσοι άνθρωποι πήγαν στη φυλακή;
Μεταξύ των τελών της δεκαετίας του 1970 και των αρχών της δεκαετίας του 1980, περίπου 6.000 ακτιβιστές καταδικάστηκαν σε εξωφρενικές ποινές και αρκετές εκατοντάδες κατέφυγαν στην εξορία σε άλλες χώρες, κυρίως στη Γαλλία. Μια ολόκληρη «πολιτική γενιά», όπως αναγνώρισε ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Μίνο Μαρτιναζόλι, των Χριστιανοδημοκρατών.
Η ειδική νομοθεσία που υιοθετήθηκε από τις ιταλικές αρχές, η οποία καταγγέλθηκε από τη Διεθνή Αμνηστία και άλλες οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αποτέλεσε τη βάση για την απόφαση της Γαλλίας να μην εκδώσει τους Ιταλούς που είχαν καταφύγει στο έδαφός της. Ο λόγος για την υιοθέτηση αυτής της πολιτικής, που εγκαινιάστηκε από τον σοσιαλιστή Φρανσουά Μιτεράν και συνεχίστηκε αργότερα από άλλους προέδρους, ήταν η συνειδητοποίηση ότι ο «πόλεμος κατά των ανατρεπτικών» στην Ιταλία δεν εγγυάτο δίκαιες δίκες.
Επί δεκαετίες η Ιταλία ζητούσε την έκδοση περίπου 200 πολιτικών ακτιβιστών που είχαν εξοριστεί στη Γαλλία και η Γαλλία αρνιόταν. Μόλις τον Απρίλιο του 2021, επί προεδρίας Εμανουέλ Μακρόν, το Παρίσι ενέκρινε δέκα εκδόσεις, αλλά η δικαιοσύνη τις αρνήθηκε τελικά, με το επιχείρημα ότι οι δέκα ακτιβιστές είχαν καταδικαστεί «ερήμην και χωρίς να έχουν την ευκαιρία να υπερασπιστούν τον εαυτό τους σε νέα δίκη, καθώς η ιταλική νομοθεσία δεν παρέχει αυτή την εγγύηση». Οι Γάλλοι δικαστές επεσήμαναν επίσης ότι οι κατηγορούμενοι «ζουν στη χώρα εδώ και δεκαετίες, η οικογενειακή τους κατάσταση είναι σταθερή και είναι επαγγελματικά και κοινωνικά ενταγμένοι».
Η δικαιοσύνη μιας άλλης χώρας αναπλήρωσε έτσι την απροθυμία του ιταλικού κράτους να κλείσει μια ιστορική φάση. Το 1946 υπήρξε στην Ιταλία μια γενική αμνηστία που ευνόησε τους φασίστες, οι οποίοι είχαν διαπράξει φρικτά εγκλήματα, μεταξύ των οποίων και σφαγές. Ποιο είναι το νόημα της δίωξης των αριστερών αγωνιστών της δεκαετίας του 1970; Υπάρχει μια πραγματική κρατική βεντέτα εναντίον τους, αλλά, επιπλέον, καμία από τις ιταλικές κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών δεν προσπάθησε να ρίξει φως στις σφαγές με βόμβες που έμειναν ατιμώρητες, στις συνωμοσίες που απεργάζονταν πραξικόπημα, στη συνενοχή του κράτους για τη νεοφασιστική βία και τη συγκάλυψη των δραστών των επιθέσεων, καθώς και στις ευθύνες των αστυνομικών δυνάμεων για τις δολοφονίες τόσων φοιτητών και εργατών.
Και κάτι ακόμα: κρίνοντας το παρελθόν, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το παρόν στο οποίο μας οδήγησαν αυτοί που μας νίκησαν. Ένα παρόν επισφαλούς εργασίας, ανεργίας, με ένα σύστημα υγείας σχεδιασμένο για τους πιο πλούσιους, ενώ η Μεσόγειος έχει γίνει μαζικός τάφος μεταναστών, προωθούνται οι επανεξοπλισμοί, οι άνθρωποι συνηθίζουν στην ιδέα του πολέμου και ο φασισμός επιστρέφει. Εμείς αγωνιστήκαμε για ένα πολύ διαφορετικό παρόν.
Φύγατε από την Ιταλία το 1980. Πού ζήσατε μέχρι να φτάσετε στην Αργεντινή;
Έφτασα στο Μπουένος Άιρες με τη σύζυγό μου τον Ιούνιο του 2002, εν μέσω της εξέγερσης που ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2001. Σύντομα αρχίσαμε να γνωρίζουμε τις λαϊκές γειτονιές και να παρακολουθούμε τις συνελεύσεις όπου οι γείτονες συζητούσαν την οργάνωση συσσιτίων, λαϊκών φαρμακείων και άλλων μορφών αυτοδιαχείρισης. Είχαμε περάσει πολλά χρόνια στο Ελ Σαλβαδόρ, όπου είχαμε εργαστεί σε παρόμοιο πλαίσιο. Τον Νοέμβριο του 2002, η Ιντερπόλ με συνέλαβε λόγω ενός ιταλικού αιτήματος έκδοσης.
Για ποιους λόγους;
Είχα μια καταδίκη για την απαγωγή του εφοπλιστή Πιέρο Κόστα και μια άλλη για συμμετοχή σε «ένοπλη συμμορία», και οι δύο ερήμην. Οι δύο καταδίκες συνδυάστηκαν το 1986 σε μία ενιαία ποινή φυλάκισης 27 ετών, μια τεράστια ποινή, δεδομένου ότι δεν κατηγορήθηκα για κανένα έγκλημα αφαίρεσης ανθρώπινης ζωής. Στην Αργεντινή, οι οργανώσεις των piqueteros και οι συνελεύσεις γειτονιάς έδειξαν μεγάλη αλληλεγγύη προς το πρόσωπό μου και οργάνωσαν καμπάνια για την απελευθέρωσή μου.
Μετά από επτά μήνες κράτησης, η δικαστής αποφάσισε ότι δεν έπρεπε να εκδοθεί ένα άτομο που καταδικάστηκε ερήμην, και έτσι αφέθηκα ελεύθερος. Το 2004 αναγνωρίστηκα ως πολιτικός πρόσφυγας.
Αυτά τα 23 χρόνια στο Μπουένος Άιρες εργάστηκα ως γραφίστας και μεταφραστής μέχρι το 2015, όταν άρχισα να παρακολουθώ μια δημοτική σχολή οργανοποιίας. Αρχίσαμε να κατασκευάζουμε μουσικά όργανα για τις παιδικές ορχήστρες των σχολείων των προαστίων και γίναμε τόπος συνάντησης για μαθητές, φοιτητές, γονείς, δασκάλους, οργανοποιούς και μαθητευόμενους οργανοποιούς.
Όταν ο Μιλέι ήρθε στην εξουσία, ξεκίνησε μια στενή σχέση ιδεολογικής συγγένειας με την Μελόνι. Τον Αύγουστο του 2024, το καθεστώς του πολιτικού πρόσφυγα ανακλήθηκε, υποβλήθηκε αμέσως νέο αίτημα έκδοσης από την εισαγγελία της Γένοβας, και με συνέλαβαν. Τον Σεπτέμβριο τέθηκα σε κατ’ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονικό βραχιολάκι. Στις 27 Φεβρουαρίου 2025, η ίδια Αργεντίνα δικαστής που το 2003 –επί προεδρίας, τότε, του Νέστορ Κίρχνερ– είχε απορρίψει το αίτημα για την έκδοσή μου, το έκανε δεκτό υπό τον πρόεδρο Μιλέι. Και στη συνέχεια ήρθε η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
_________
Σημειώσεις
1.Τον περασμένο Ιανουάριο, η ιταλική εφημερίδα La Repubblica αναφέρθηκε στη «χειρονομία αμοιβαιότητας μεταξύ της ακροδεξιάς ιταλικής κυβέρνησης» και της κυβέρνησης του Μιλέι που κρύβεται πίσω από το σύμφωνο που αφορά τους Μπερτουλάτσι και Ρεβερμπέρι. Άλλα ιταλικά μέσα ενημέρωσης είχαν ήδη αναφερθεί στο θέμα νωρίτερα.
2. Βλέπε «Un capo de la ¨internacional negra¨», Brecha, 20-IX-19 και «La definitiva normalización del fascismo», Brecha, 30-IX-22, άρθρα σχετικά με την Επιχείρηση Γκλάντιο (Operación Gladio), που ενορχηστρώθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες για την πραγματοποίηση πραξικοπήματος στην Ιταλία.
***
Η Brecha συζήτησε με τον δικηγόρο του Λεονάρδο Μπερτουλάτσι, Ροδόλφο Γιανσόν
«Πρόκειται για μια προσχηματική συμφωνία μεταξύ Μιλέι και Μελόνι»
Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποτέλεσε έκπληξη;
Οι τρεις δικαστές του Δικαστηρίου χρειάστηκαν μόνο δύο ημέρες για να αποφασίσουν για την υπόθεση. Έλαβαν τον φάκελλο από το γραφείο του εισαγγελέα την περασμένη εβδομάδα. Ούτε καν τον διάβασαν. Πολύ περισσότερο δεν απάντησαν στις ενστάσεις της υπεράσπισης, ιδίως στο ζήτημα του εν ισχύει καθεστώτος προστασίας και της παραγραφής. Ήταν μια ξεκάθαρα πολιτική απόφαση με στόχο την επικύρωση μιας προσχηματικής συμφωνίας. Έχουμε καταθέσει διάφορες προσφυγές, συμπεριλαμβανομένων habeas corpus και διεθνών καταγγελιών, επειδή πιστεύουμε ότι η κυβέρνηση της Αργεντινής είναι ικανή να εκτελέσει de facto ενέργειες παρά τη διεθνή προστασία του Μπερτουλάτσι.
Για το ομοσπονδιακό δικαστήριο με επικεφαλής τη δικαστή Μαρία Σερβίνι ντε Κουμπρία είναι σαφές ότι η έκδοση δεν μπορεί να προχωρήσει όσο εκκρεμεί η απόφαση για το καθεστώς προστασίας, η οποία εξετάζεται από διοικητικό δικαστήριο. Κανείς όμως δεν αποκλείει το ενδεχόμενο η κυβέρνηση Μιλέι και Μπούλριτς να ενεργήσει κατά παράβαση της σύμβασης.
Γιατί είχε θετική έκβαση το ιταλικό αίτημα έκδοσης;
Εάν το Ανώτατο Δικαστήριο είχε αποφασίσει σύμφωνα με τα κριτήρια που εφαρμόζει εδώ και δεκαετίες, αυτό δεν θα είχε συμβεί, διότι ο Μπερτουλάτσι καταδικάστηκε ερήμην και διότι η Ιταλία δεν παρέχει καμία εγγύηση ότι θα του παρασχεθεί η δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμά του στην υπεράσπιση. Επίσης, επειδή καταδικάστηκε μόνο βάσει της δήλωσης ενός μετανοημένου σε μια εποχή που η μορφή αυτή χρησιμοποιήθηκε πολύ άσχημα, όπως διαπίστωσε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ήταν επίσης μια εποχή που η χρήση βασανιστηρίων εναντίον αριστερών αγωνιστών ήταν πολύ συνηθισμένη.
Υπάρχει ιστορικό παρόμοιων περιπτώσεων στην Αργεντινή;
Μέχρι την κυβέρνηση του Μαουρίσιο Μάκρι, η Αργεντινή είχε σεβαστεί τις αποφάσεις της Εθνικής Επιτροπής για τους Πρόσφυγες. Όταν ήρθε ο Μάκρι, και κυρίως ως αποτέλεσμα συμφωνιών του με τους υποστηρικτές του Πινοσέτ στη Χιλή, συνεργάστηκαν για την άρση του καθεστώτος προστασίας του αγωνιστή Γκαλβαρίνο Απαμπλάσα Γκέρα [Galvarino Apablaza Guerra, ιδρυτή του Πατριωτικού Μετώπου Manuel Rodríguez της Χιλής], η οποία έγινε το 2016. Ωστόσο, η υπόθεση αυτή βρίσκεται υπό δικαστική διερεύνηση και ο Απαμπλάσα συνεχίζει να είναι πρόσφυγας. Ο Μάκρι προσπάθησε επίσης να τερματίσει το καθεστώς του Μπερτουλάτσι, αλλά νομίζω ότι δεν πρόλαβε.