Εξαντλητικά ωράρια, χαμηλοί -αν όχι ανύπαρκτοι- μισθοί, απουσία εργασιακών δικαιωμάτων. Οι ασκούμενοι και ασκούμενες δικηγόροι αποτελούμε μία από τις πιο εκτεθειμένες ομάδες εργαζομένων, όπως, άλλωστε, και όλοι όσοι δουλεύουν σε καθεστώς «μαθητείας». Η άσκηση αποτελεί μια αδικαιολογήτως μακρά περίοδο για τους πτυχιούχους Νομικής η διάρκεια της οποίας μπορεί να εκτείνεται από 18 μήνες έως και 2 ή και παραπάνω χρόνια και ολοκληρώνεται με την επιτυχία στις εξετάσεις του πανελλήνιου διαγωνισμού για την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος. Ένα διαγωνισμό που προκηρύσσεται μονάχα δύο φορές τον χρόνο, εγκλωβίζοντάς μας για καιρό στο καθεστώς της άσκησης, κάτι που φυσικά εξυπηρετεί τις δικηγορικές εταιρείες και τα δικηγορικά γραφεία που μπορούν να εκμεταλλεύονται εύκολα φθηνό εργατικό δυναμικό.
Γράφουν ο Δημήτρης Βαρελτζής και η Ιωάννα Κυμάκη στο k-lab.zone
Εργαζόμαστε 8 με 10 ή και περισσότερες ώρες τη μέρα, για ένα μισθό από 200 έως 400 ευρώ, κάνοντας κυριολεκτικά όλες τις δουλειές που έχει ένα δικηγορικό γραφείο. Μάλιστα, σε επαρχιακές πόλεις συνάδελφοί μας δουλεύουν αμισθί, καθώς η καταβολή του μισθού στους ασκούμενους, με βάση των Κώδικα Δικηγόρων, δεν είναι υποχρεωτική. Υποχρεούμαστε βέβαια να καταβάλουμε ασφαλιστικές εισφορές για την υγεία μας, χωρίς όμως να θεωρούμαστε ούτε εργαζόμενοι ούτε αυτοαπασχολούμενοι, με αποτέλεσμα να έχουμε ουσιαστικά μονάχα τις υποχρεώσεις και όχι τα δικαιώματα ενός εργαζομένου.
Αυτή η κατάσταση εν μέσω της πανδημίας του κορωνοϊου επιδεινώθηκε, αφήνοντάς μας παντελώς έκθετους. Ήδη με το ξέσπασμα του ιού και την λήψη των πρώτων μέτρων στα Δικαστήρια, κληθήκαμε να συνεχίσουμε να διεκπεραιώνουμε όλες τις εξωτερικές εργασίες των δικηγορικών γραφείων, εκθέτοντας τον εαυτό μας σε κίνδυνο. Σε πολλά δικηγορικά γραφεία, στον ίδιο τον χώρο εργασίας, ελάχιστα έως και μηδαμινά ήταν τα μέτρα υγιεινής τα οποία εφαρμόσθηκαν, χωρίς να υφίσταται κανένας σχετικός έλεγχος των εργοδοτών για την τήρησή τους. Έως και σήμερα, εν μέσω της έξαρσης της πανδημίας, δεν είναι λίγα τα δικηγορικά γραφεία που αν και μπορούν να συνεχίσουν την λειτουργία τους μέσω τηλεργασίας, εξακολουθούν να επιστρατεύουν τους εργαζομένους τους, και φυσικά και τους ασκούμενους δικηγόρους, με φυσική παρουσία στα γραφεία καθημερινώς, χωρίς υπαρκτή ανάγκη, μόνο και μόνο για τη διατήρηση καλού επιχειρηματικού προφίλ. Από την άλλη, όσοι δουλεύουμε σε καθεστώς τηλεργασίας δεν έχουμε καμία διασφάλιση ότι θα πληρωθούμε, ενόσω τα δικηγορικά γραφεία και οι εταιρείες υπολειτουργούν. Τέλος, η πλειοψηφία των συναδέλφων μας έχει σταματήσει να εργάζεται, εφόσον τα περισσότερα δικηγορικά γραφεία έχουν αναστείλει τη λειτουργία τους.
Έχει ανακοινωθεί η χορήγηση επιδόματος 800 ευρώ για τις επαγγελματικές κατηγορίες που έχουν πληγεί από την εξάπλωση της επιδημίας, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και οι δικηγόροι. Καμία πρόβλεψη όμως δεν υπάρχει για τους ασκούμενους και τις ασκούμενες δικηγόρους!
Βρισκόμαστε σε ένα καθεστώς απόλυτα θεσμοθετημένης «αόρατης» εργασίας. Είμαστε αντιμέτωποι με την πλήρη αβεβαιότητα ως προς την συνέχιση ή μη καταβολής του, ήδη πενιχρού μισθού, μας, η οποία εν τέλει επαφίεται στην πρωτοβουλία και την καλή θέληση του εργοδότη. Την ίδια στιγμή, καλούμαστε να καταβάλουμε κανονικά ασφαλιστικές εισφορές!
Δεν πρέπει να γίνει αποδεκτή αυτή η κατάσταση. Η καταβολή στο σύνολο των ασκουμένων δικηγόρων και αυτών που βρίσκονται εν αναμονή της έκδοσης άδειας άσκησεως επαγγέλματος, της οικονομικής ενίσχυσης των 800€ είναι το ελάχιστο μέτρο το οποίο θα πρέπει να ισχύσει για την βιοποριστική τους κάλυψη. Ανήκουμε στην πλέον απροστάτευτη μερίδα εργαζομένων και έχουμε ανάγκες. Προς αυτήν την κατεύθυνση οφείλουν να κινηθούν όλοι οι δικηγορικοί σύλλογοι, οι οποίοι τόσα χρόνια δεν έχουν κάνει τίποτα για την προστασία των ασκούμενων δικηγόρων!
Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, από τα βασικά: οι ασκούμενοι δικηγόροι είναι εργαζόμενοι! Και πρέπει να πληρώνονται!
(Μπορείτε να δείτε και να ενισχύσετε την ανοιχτή πρωτοβουλία συλλογής υπογραφών για το θέμα, η οποία ξεκίνησε από την «Κίνηση ασκουμένων και νέων δικηγόρων ενάντια στην επισφάλεια» της Θεσσαλονίκης: εδώ)